Η Υπόθεση Ντρέιφους ήταν ένα τεράστιο στρατιωτικό – πολιτικό σκάνδαλο κατασκοπείας και μία από τις μεγαλύτερες δικαστικές πλάνες, που συντάραξε τη Γαλλία για 12 χρόνια. Αργότερα χαρακτηρίστηκε ως η πρώτη σοβαρή ένδειξη του επερχόμενου αντισημιτισμού στην Ευρώπη. Το όνομα της υπόθεσης λήφθηκε από το κεντρικό πρόσωπο, τον Γάλλο λοχαγό Άλφρεντ Ντρέιφους. Ο Ντρέιφους κατηγορήθηκε άδικα για προδοσία και φυλακίστηκε με ισόβια κάθειρξη σε μια από τις σκληρότερες φυλακές της χώρας. Ο ίδιος αγωνίστηκε μέχρι την πλήρη δικαίωσή του.
Η κατάσταση στη Γαλλία πριν την υπόθεση Ντρέιφους
Την περίοδο πριν το σκάνδαλο, η πολιτική κατάσταση στην Γαλλία ήταν αρκετά σταθερή. Υπήρχαν ακόμα όμως οικονομικά σκάνδαλα, όπως η υπόθεση του Παναμά, όπου είχαν εγκαταλειφθεί οι εργασίες για την διάνοιξη της διώρυγας με συνέπεια από την μία οι μέτοχοι να χάσουν τεράστια ποσά, πάνω από 1 δισεκατομμύριο γαλλικά φράγκα, κι από την άλλη το Κοινοβούλιο να μην έχει την εκτίμηση των πολιτών. Έτσι λοιπόν η ηρεμία από το εργατικό μέτωπο μάλλον έδειχνε την απαξίωση του κόσμου παρά την ευημερία του.
Στον διεθνή χώρο, από το 1890 και μετά, η Γαλλία είχε αποκαταστήσει την κυριαρχία της στις αποικίες της εξισορροπώντας την ήττα που είχε υποστεί από την Πρωσία το 1870. Ο κίνδυνος όμως από τις γειτονικές χώρες υπήρχε ακόμα. Η ασφυκτική συμμαχία της Γερμανίας, της Αυστροουγγαρίας και της Ιταλίας σε συνάρτηση με την αποξένωση από την Μεγάλη Βρετανία, οδήγησε τη Γαλλία σε μία μυστική συμμαχία με τον τσάρο της Ρωσίας, που όμως δεν παρείχε μεγάλη ασφάλεια.
Σε συνδυασμό με την παραίτηση της Γαλλίας από τη Λωρραίνη και την Αλσατία, εδάφη που είχε χάσει, ο γαλλικός λαός είχε αναδείξει τον στρατό σε κάτι ιερό, που προστατεύει την χώρα και θα αντιμετωπίσει τον πόλεμο που πίστευαν ότι έρχεται. Έτσι το ενδιαφέρον των Γάλλων για τα στρατιωτικά θέματα ήταν μεγάλο, ειδικότερα αν ακουγόταν κάτι για προδοσία ή πράκτορες. Αυτή ήταν η κατάσταση που επικρατούσε όταν ξέσπασε το σκάνδαλο Ντρέιφους.
Πως ξεκίνησε η υπόθεση
Μέχρι εκείνη την περίοδο δεν υπήρχε κάτι που να προμηνύει ένα σκάνδαλο σαν την υπόθεση Ντρέιφους. Ούτε κάποιος πόλεμος συνέβαινε ή προετοιμαζόταν αλλά ούτε και κάποια πολεμικά και οπλικά συστήματα βρίσκονταν στα σκαριά. Άρα, αν κάτι άξιζε να γίνει αντικείμενο κατασκοπείας, ήταν μόνο τα ήδη υπάρχοντα στρατιωτικά σχέδια.
Στο Παρίσι, στα τέλη του Σεπτεμβρίου 1894, παρότι καλλιτέχνες και διανοούμενοι δίνουν ένα γόητρο στη πόλη, το επίσημο κράτος συνεχίζει να ανησυχεί για τη στάση της Γερμανίας. Έτσι, το γαλλικό δίκτυο αντικατασκοπίας, που ονομάζεται «Υπηρεσία Στατιστικής», βρίσκεται σε πλήρη δραστηριότητα με διοικητή τον Γάλλο συνταγματάρχη Σαντέρ.
Την ίδια περίοδο, πρέσβης της Γερμανίας στο Παρίσι είναι ο Κόμης φον Μόνστερ. Στην πρεσβεία υπηρετεί ως στρατιωτικός ακόλουθος ο συνταγματάρχης Μαξιμιλιανός Σβάρτσκοππεν, έχοντας παράλληλα και καθήκοντα επίσημου παρατηρητή. Χρησιμοποιώντας αυτό το ρόλο, είχε έντονες κατασκοπευτικές δραστηριότητες, δημιουργώντας ένα σχετικά μεγάλο δίκτυο στρατολογημένων πληροφοριοδοτών, μεταξύ των οποίων και κατώτεροι υπάλληλοι του γαλλικού υπουργείου των στρατιωτικών. Αυτές οι δραστηριότητες του Σβάρτσκοππεν είχαν γίνει γνωστές στην Υπηρεσία Στατιστικής που τον παρακολουθούσε. Ανάμεσα στα πρόσωπα που στρατολογήθηκαν για την παρακολούθηση του Σβάρτσκοππεν ήταν και η καθαρίστρια της γερμανικής πρεσβείας, η μαντάμ Μπαστιάν.
Η ανακάλυψη του περιβόητου «μπορντερώ»
Κάθε μεσημέρι, η μαντάμ Μπαστιάν καθάριζε στην πρεσβεία. Μάζεψε, λοιπόν, κάποια χαρτιά που βρήκε στα καλάθια των γραφείων και τα έστειλε στην Υπηρεσία Στατιστικής. Η τελευταία αποστολή περιείχε μια ανυπόγραφη επιστολή που απευθυνόταν στον Σβάρτσκοππεν. Αρχικά χαρακτηρίστηκε ως «Lettre missive» και στην συνέχεια ως «μπορντερώ», που στα ελληνικά σημαίνει έγγραφο, σημείωμα κ.α. Στην γλώσσα των κατασκόπων ερμηνευόταν ως ενημερωτικό υπόμνημα και ειδικότερα ως το συγκεκριμένο έγγραφο του «υποσχετικού υπομνήματος». Επρόκειτο, λοιπόν, για μια επιστολή κάποιου πληροφοριοδότη, που υποσχόταν στον Σβάρτσκοππεν αναφορές για στρατιωτικά ζητήματα κυρίως εμπιστευτικά και απόρρητα.
Τέτοιες επιστολές ήταν συνηθισμένο να κυκλοφορούν, ειδικά από νέους πληροφοριοδότες, που δήλωναν ότι γνωρίζουν πολλά προκειμένου να θεωρούνται από την αρχή ικανοί. Το μποντερώ όμως πήρε γρήγορα τον χαρακτήρα σπουδαίου προδοτικού εγγράφου, υποβλήθηκε από τον διευθυντή της Υπηρεσίας Στατιστικής στο Γενικό Επιτελείο και κατέληξε στον υπουργό των Στρατιωτικών, στρατηγό Μερσιέ. Με τη σειρά του το ανήγαγε σε σοβαρότατη υπόθεση προδοσίας και διέταξε αμέσως την έναρξη των ανακρίσεων και την γρήγορη σύλληψη και καταδίκη του προδότη.
Έρευνες και ανακρίσεις
Το Γενικό Επιτελείο θορυβήθηκε από το μποντερώ, που σύμφωνα με κάποιες δημοσιεύσεις, αφορούσε το νέο εγχειρίδιο πυροβολικού ή τη χρησιμοποίηση εκπαιδευμένων μονάδων. Θεώρησε πως η μυστικότητα των θεμάτων που θιγόταν μπορούσε να προέρχεται μόνο από κάποιον αξιωματικό, που υπηρετούσε στο Γενικό επιτελείο.
Οι ανακρίσεις αρχικά στράφηκαν σε πρόσωπα που είχαν αποσπαστεί εκεί κυρίως για εκπαιδευτικούς λόγους. Στη συνέχεια ύποπτοι θεωρήθηκαν και όσοι είχαν περάσει πρόσφατα από αυτές τις υπηρεσίες και μπορούσαν να γνωρίζουν πολλά τέτοια στρατιωτικά θέματα. Από τους τελευταίους πάρθηκαν και δείγματα γραφικών χαρακτήρων. Όταν άρχισαν να αντιπαραβάλουν τα δείγματα συνάντησαν τον γραφικό χαρακτήρα του λοχαγού Άλφρεντ Ντρέιφους, που παρουσίαζε εντυπωσιακές ομοιότητες. Έτσι, στις 15 Οκτωβρίου 1894 ο Ντρέιφους συλλαμβάνεται με την κατηγορία της προδοσίας.
Ποιος ήταν ο Άλφρεντ Ντρέιφους
Ο Άλφρεντ Ντρέιφους γεννήθηκε το 1859 σε μια πλούσια οικογένεια εβραϊκής καταγωγής. Ο πατέρας του ήταν βιομήχανος και είχε ένα εργοστάσιο υφαντουργίας. Η οικογένεια καταγόταν από την Αλσατία, περιοχή στα σύνορα Γαλλίας – Γερμανίας, που προσαρτήθηκε στην Γερμανία μετά την λήξη του Γαλλο-Πρωσικού Πολέμου του 1870-1871. Το γεγονός αυτό οδήγησε τους Ντρέιφους να μετακομίσουν στο Παρίσι. Σε ηλικία 23 ετών ο Άλφρεντ Ντρέιφους σπούδαζε ήδη στο πολυτεχνείο όταν αποφάσισε να γίνει στρατιωτικός. Το 1889, μόλις 30 ετών, έγινε λοχαγός. Η μόρφωση του Ντρέιφους τον οδήγησε μακριά από το πεδίο της μάχης σε μια περίοδο που οι Πρώσοι απειλούσαν συνέχεια την Γαλλία. Ο ίδιος διορίστηκε στο υπουργείο Άμυνας. Ο Άλφρεντ Ντρέιφους ήταν ένας άριστος αξιωματικός του πυροβολικού και τίποτα δεν έδειχνε ότι θα μπορούσε να είναι προδότης.
Σύμφωνα με τις πρώτες έρευνες γύρω από το πρόσωπο του Ντρέιφους, φάνηκε ότι ήταν ένας άριστος απόφοιτος της Σχολή Πολέμου. Τα πορίσματα δεν μπορούσαν να στηρίξουν την κατηγορία εναντίον του. Δημιουργήθηκε όμως ένα κατηγορητήριο βασισμένο μόνο στο γραφικό χαρακτήρα του, που παρουσίαζε πολλές ομοιότητες με αυτόν του μποντερώ, αν και το ότι γνώριζε τα θέματα του μποντερώ δεν μπορούσε να είναι αποδεικτικό στοιχείο, ούτε καν ένδειξη ενοχής. Υπήρχε όμως γενική αναστάτωση και πιέσεις ανωτέρων, όπως του στρατηγού Μερσιέ, για γρήγορη σύλληψη του ενόχου από τις αρμόδιες υπηρεσίες.
Ανάκριση και δίκη παρωδία
Στις 15 Οκτωβρίου του 1894 συλλαμβάνεται ο λοχαγός Άλφρεντ Ντρέιφους με την κατηγορία της προδοσίας και αρχίζει η τακτική ανάκρισή του, παρά την έλλειψη αποδεικτικών στοιχείων. Τις πρώτες 15 μέρες διατυπώθηκαν ελάχιστες κατηγορίες, που αφορούσαν περισσότερο τον εσωστρεφή χαρακτήρα του Ντρέιφους και ίσως να ενισχύθηκαν και από την εβραϊκή του καταγωγή.
Στις αρχές Νοεμβρίου 1894 ο Άλφρεντ Ντρέιφους οδηγήθηκε στο Στρατοδικείο. Η δίκη δεν ξεκίνησε όμως με την μελέτη του ανακριτικού υλικού. Ο υπουργός και στρατηγός Μερσιέ, άσκησε φανερά κατάχρηση εξουσίας προσπαθώντας να αναλάβει την εκδίκαση της υπόθεσης. Παρέδωσε στο στρατοδικείο έναν μυστικό φάκελο με κάποια προσεκτικά επιλεγμένα έγγραφα, με στόχο την επιβεβαίωση των σχέσεων Ντρέιφους και Γερμανού ακόλουθου. Στην υπεράσπιση του Ντρέιφους απαγορεύτηκε να λάβει γνώση του περιεχομένου του φακέλου αυτού.
Για την στήριξη των κατηγοριών στρατολογήθηκαν και γραφολόγοι, που απέδωσαν την σύνταξη του μποντερώ στον Άλφρεντ Ντρέιφους. Ένας από αυτούς μάλιστα, ο Αλφόνς Μπερτιγιόν, διάσημος τότε εμπειρογνώμων γραφολόγος, ανέπτυξε μια περίεργη θεωρία, που αποκάλεσε «αυτοπλαστογραφία». Σύμφωνα με αυτή την θεωρία, που βασιζόταν σε ψευδο – επιστημονικά συμπεράσματα, μπορούσαν να εξηγηθούν κάποιες ομοιότητες και διαφορές του γραφικού χαρακτήρα του Ντρέιφους με το μποντερώ.
Ήταν επόμενο η δίκη να είναι κατευθυνόμενη και η καταδίκη του Ντρέιφους προαποφασισμένη. Παρά τα ελλιπή στοιχεία και τις αντιφατικές μαρτυρίες, η ομάδα των στρατοδικών δημοσιοποίησε την επιθυμία του στρατηγού Μερσιέ με την μορφή απόφασης για καταδίκη του Άλφρεντ Ντρέιφους. Ενδεικτική του κλίματος ήταν και η στάση της εφημερίδας «La Libre Parole», που χρησιμοποίησε το πρόσωπο το Ντρέιφους ως σύμβολο της προδοσίας των Γάλλων Εβραίων.
Στις 22 Δεκεμβρίου 1894 ο Άλφρεντ Ντρέιφους καταδικάζεται σε καθαίρεση από το αξίωμά του και σε ισόβια εξορία πλήρους απομόνωσης σε στρατιωτικό φρούριο στη Νήσο του Διαβόλου, κοντά στη Νέα Καληδονία. Ακολούθησε μια ατιμωτική τελετή καθαίρεσης στη Στρατιωτική Σχολή με πλήθος κόσμου να έχει συγκεντρωθεί στο προαύλιο της σχολή για να ξεσπάσει το μένος του. Στην συνέχεια στις 23 Απριλίου 1895 ο Άλφρεντ Ντρέιφους στέλνεται στον τόπο εξορίας για να εκτίσει την ποινή του.
Η ετυμηγορία ικανοποίησε όλους τους Γάλλους. Ικανοποιήθηκαν οι εθνικιστές, οι μετριοπαθείς, οι θρησκόληπτοι και οι σοσιαλιστές, που θεωρούσαν ότι αν ήταν απλός στρατιώτης θα τουφεκιζόταν. Οι Εβραίοι, που επίσης δεν αμφέβαλαν για την ενοχή του Ντρέιφους, φοβούνταν πια ότι η εβραϊκή κοινότητά θα δεχόταν τις συνέπειες. Οι μόνοι που δεν πίστεψαν στην ενοχή του Ντρέιφους ήταν η σύζυγός του, ο αδελφός του και μερικοί συγγενείς και φίλοι, που αμέσως ξεκίνησαν τον αγώνα για την αποκατάστασή του.
Ο πραγματικός προδότης
Τον Μάρτιο του 1896 αναλαμβάνει την διεύθυνση της «Υπηρεσίας Στατιστικής» ο αντισυνταγματάρχης Ζωρζ Πικάρ, που αντικατέστησε τον προκάτοχό του, συνταγματάρχη Σαντέρ. Η ανάληψη των καθηκόντων σύντομα δημιούργησε προβλήματα στον ταγματάρχη Ανρί, που στερήθηκε αρμοδιότητες που κρατούσε παράτυπα.
Η μαντάμ Μπαστιάν, παρέδωσε στον Πικάρ, ένα χειρόγραφο από το καλάθι των αχρήστων του ίδιου του στρατιωτικού ακολούθου, που είχε το χαρακτήρα επείγουσας επιστολής και ονομάστηκε «Petite bleu». Το νέο χειρόγραφο είχε το όνομα και την διεύθυνση του αποστολέα και τον ίδιο γραφικό χαρακτήρα με το μποντερώ, που καταδίκασε τον Ντρέιφους. Η διαφορά τώρα ήταν ότι ο Ντρέιφους ήταν ήδη εξόριστος. Ο Πικάρ διέταξε αμέσως την διεξαγωγή ανακρίσεων. Αν και αντισημιτιστής, δεν μπορούσε να παραβλέψει το στρατιωτικό και πολιτικό έγκλημα, που είχε γίνει, παρά τις εντολές των ανωτέρων του.
Ο αποστολέας του «Petite bleu», ήταν ο Γάλλος ταγματάρχης του 74ου συντάγματος πεζικού, ο ουγγρικής καταγωγής ταγματάρχης Φέρντιναντ Εστερχάζι, νόθο παιδί των Αυστριακών Εστερχάζι, ο οποίος καλυπτόταν από ισχυρές δυνάμεις. Ο Εστερχάζι ζητήσει να κριθεί από το Πολεμικό Συμβούλιο, που τον είχε διαβεβαιώσει για την αθώωσή του. Πράγματι κρίθηκε και αθωώθηκε από το στρατοδικείο. Την ίδια στιγμή, ο συνταγματάρχης Πικάρ, που πρώτος μίλησε για την αθωότητα του Ντρέιφους, στάλθηκε με δυσμενή μετάθεση στην Τυνησία λόγω ανυπακοής. Έτσι στάθηκε αδύνατη η αναθεώρηση της δίκης του Ντρέιφους εκείνη την στιγμή.
Το «Κατηγορώ» του Εμίλ Ζολά
Η υπόθεση έγινε παγκοσμίως γνωστή και φωνές υπεράσπισης του Ντρέιφους ηχούσαν δυνατά στη Βουδαπέστη, στις Βρυξέλλες, στο Μιλάνο, στο Λονδίνο και στη Νέα Υόρκη. Ο συγγραφέας Εμίλ Ζολά στις 13 Ιανουαρίου 1898 δημοσίευσε στο πρωτοσέλιδο της εφημερίδας «L’ Aurore» το περίφημο «Κατηγορώ…!». Ήταν μια ανοιχτή επιστολή προς τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας Φελίξ Φορ, όπου κατηγορούσε τον στρατό για συγκάλυψη της λανθασμένης καταδίκης του Ντρέιφους και αθώωση του Εστερχάζι με εντολή του Υπουργείου Στρατιωτικών. Παράλληλα, δήλωνε την απέχθειά του για την υποκρισία και τον φανατισμό. Εκείνο το τεύχος πούλησε 300.000 αντίτυπα αντί των 30.000 που πουλούσε συνήθως.
Η επιστολή αυτή έφερε πολλούς εχθρούς και στον ίδιο τον συγγραφέα. Η κυβέρνηση δέχτηκε πολλές πιέσεις εθνικιστών και οδήγησε σε δίκη τον Ζολά, με την κατηγορία της συκοφαντίας. Στις 7 Φεβρουαρίου 1898 ξεκίνησε η δίκη, όπου κρίθηκε ένοχος, καταδικάστηκε σε ένα χρόνο φυλάκιση και πρόστιμο 3.000 φράγκων. Ο Ζολά αναγκάστηκε να δραπετεύσει στην Αγγλία, όπου στις 29 Σεπτεμβρίου 1902 πέθανε από δηλητηρίαση καπνού από την φραγμένη καπνοδόχο του σπιτιού. Το πόρισμα της αστυνομίας αποφάνθηκε ατύχημα αλλά δεδομένων των εχθρών από την υπόθεση Ντρέιφους, οι φήμες για δολοφονία του δεν έπαψαν να υπάρχουν. Η αντισημιτική εφημερίδα «La Libre Parole» του Εντουάρ Ντριμόν πανηγύρισε στην είδηση για τον θάνατο του Ζολά.
Η αναψηλάφηση της δίκης Ντρέιφους
Το κείμενο του Εμίλ Ζολά ήταν η κύρια αιτία για την αναψηλάφηση της δίκης Ντρέιφους. Λέγεται ότι ο αδελφός του Ντρέιφους αναζήτησε τον συγγραφέα και την πολύτιμη στήριξη του. Μια αίτηση που απαιτούσε την επανάληψη της δίκης Ντρέιφους υπεγράφη από 3.000 άτομα, ανάμεσά τους ο Ανατόλ Φρανς και ο Μαρσέλ Προυστ.
Τον Αύγουστο του 1898, ο συνταγματάρχης Χιούμπερτ Ζοζέφ Ανρί, που ανακάλυψε την επιστολή που καταδίκασε τον Ντρέιφους, αποδείχθηκε ότι ήταν ο ίδιος που την είχε πλαστογραφήσει. Ο Ανρί παραδέχτηκε την πλαστογράφηση και λίγο αργότερα αυτοκτόνησε. Μετά από αυτό ο άλλος ένοχος, ο Εστερχάζι, φίλος του Ανρί από τότε που ήταν μεταφραστής στην υπηρεσία Πληροφοριών του Υπουργείου Στρατιωτικών, πανικόβλητος τράπηκε σε φυγή αρχικά στο Βέλγιο και ύστερα στο Λονδίνο.
Μετά από αυτή την εξέλιξη η κυβέρνηση αναγκάστηκε να πάει στο εφετείο για την αναθεώρηση της δίκης Ντρέιφους, παρά την αντίθεση του Υπουργείου Στρατιωτικών. Το 1899 το εφετείο παρέπεμψε τον Ντρέιφους στο Πολεμικό Συμβούλιο, ενώ ξέσπασαν ταραχές μεταξύ των υποστηρικτών και των εχθρών του Ντρέιφους, οι οποίες οδήγησαν στην πτώση της κυβέρνησης. Και η ίδια η Γερμανία όμως, υπέρ της οποίας έγινε η κατασκοπεία, ήταν αρνητική στην αποκατάσταση της αλήθειας.
Η υπόθεση Ντρέιφους χώρισε τη Γαλλία σε δύο στρατόπεδα. Όσοι πίστευαν στην ενοχή ήταν εθνικιστές και θεωρούσαν τη διαμάχη μια προσπάθεια των εχθρών του έθνους να στιγματίσουν τον στρατό. Οι υποστηρικτές του Ντρέιφους ανακάλυψαν στην υπόθεση μια ευκαιρία να αγωνιστούν για τις αρχές της ατομικής ελευθερίας.
Ο Άλφρεντ Ντρέιφους επιστρέφει από την εξορία τον Ιούνιο του 1899. Η δίκη κράτησε από τις 7 Αυγούστου μέχρι τις 9 Σεπτεμβρίου και η απόφαση είναι και πάλι καταδικαστική, αυτή τη φορά όμως αναγνωρίστηκαν ελαφρυντικά. Ο Ντρέιφους ασκεί έφεση, την οποία θα αποσύρει δέκα μέρες μετά, όταν ο πρόεδρος Εμίλ Λουπέ του απονείμει χάρη, επιθυμώντας να δώσει ένα τέλος στην υπόθεση. Διατήρησε όμως το δικαίωμα να κάνει τα πάντα για να αποδείξει την αθωότητά του.
Η πλήρης αθώωση Άλφρεντ Ντρέιφους
Το 1904 ο Άλφρεντ Ντρέιφους ξεκινάει τον αγώνα για να αποδείξει την αθωότητά του. Στις 11 Ιουλίου του 1906 το Ανώτατο Δικαστήριο απαλλάσσει τον Ντρέιφους και αναιρεί όλες τις προηγούμενες καταδίκες του. Ψηφίστηκε μάλιστα και νόμος στη γαλλική Βουλή που τον αποκατέστησε πλήρως, σβήνοντας κάθε αμφιβολία για την αθωότητά του. Στις 22 Ιουλίου 1906 μάλιστα του απονεμήθηκε και το μετάλλιο της Λεγεώνας της Τιμής.
Στην συνέχεια είχε μια μικρή θητεία στον στρατό, από όπου αποστρατεύτηκε με τον βαθμό του ταγματάρχη. Κλήθηκε ξανά κατά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, όπου διοίκησε μια φάλαγγα πυρομαχικών ως αντισυνταγματάρχης. Πέθανε στο Παρίσι στις 12 Ιουλίου 1935, σε ηλικία 76 ετών.
Η Γαλλία δεν ξέχασε ποτέ την υπόθεση Ντρέιφους. Τον Μάρτιο του 2017 στο Παρίσι εκδόθηκαν επιστολές του Άλφρεντ Ντρέιφους προς την υποστηρίκτριά του, μαρκησία Αρκονάτι Βισκόντι. Πρόκειται για 458 επιστολές που στάλθηκαν από το 1899 μέχρι το 1923 και αποκαλύπτουν τον Ντρέιφους μετά το σκάνδαλο και μέσα από αυτό κάποια ουσιώδη σημεία γαλλικής ιστορίας.
Η υπόθεση Ντρέιφους γίνεται ταινία
Ένας από τους σημαντικότερους σκηνοθέτες, ο Ρόμαν Πολάνσκι, εμπνεύστηκε από την υπόθεση Ντρέιφους για την τελευταία του ταινία με τίτλο «J’ Accuse» / «An Officer and a Spy». Βασίστηκε στο ομότιτλο βιβλίο του Βρετανού δημοσιογράφου και συγγραφέα Ρόμπερτ Χάρις, που κυκλοφόρησε το 2013. Κεντρικό πρόσωπο είναι ο αντισυνταγματάρχης Ζωρζ Πικάρ, που ερμηνεύει εκπληκτικά ο Ζαν Ντιζαρντέν. Παρουσιάζονται τα πραγματικά γεγονότα από την οπτική του Πικάρ την περίοδο 1896 – 1906, ενώ προσπαθούσε να αποκαλύψει την αλήθεια και να αποδείξει την αθωότητα του Άλφρεντ Ντρέιφους.
Η ταινία έκανε παγκόσμια πρεμιέρα στο 76ο Φεστιβάλ Βενετίας και κέρδισε τον Αργυρό Λέοντα. Εκτός από τον Ντιζαρντέν, στην ταινία συμμετέχουν οι Λουί Γκαρέλ, Ματιέ Αμαλρίκ και η σύζυγος και μούσα του Πολάνσκι Εμανουέλ Σενιέ. Πρόκειται για μια καθηλωτική ταινία, που τονίζει την σύγχρονη μισαλλοδοξία.
Ακολουθεί ένα ντοκιμαντέρ για την υπόθεση Ντρέιφους
Για το άρθρο χρησιμοποιήθηκαν πληροφορίες από:
- Υπόθεση Ντρέιφους, Ανακτήθηκε από: https://el.wikipedia.org/ Τελευταία πρόσβαση: 19/9/20
- Η υπόθεση Ντρέιφους απασχολεί ακόμη -Τι συνέβη με αυτόν τον Γαλλο-εβραίο αξιωματικό, Ανακτήθηκε από: https://www.iefimerida.gr/ Τελευταία πρόσβαση: 19/9/20
- Η θρυλική υπόθεση Ντρέιφους που συγκλόνισε τη γαλλική κοινωνία. Η καταδίκη ενός αξιωματικού για εσχάτη προδοσία αποδείχθηκε σκευωρία του ίδιου του Γαλλικού Στρατού. Το «Κατηγορώ» του Εμίλ Ζολά… Ανακτήθηκε από: https://www.mixanitouxronou.gr/ Τελευταία πρόσβαση: 19/9/20
- Υπόθεση Ντρέιφους: Από το «Κατηγορώ» του Ζολά μέχρι τη νέα ταινία του Ρομάν Πολάνσκι, Ανακτήθηκε από: https://www.huffingtonpost.gr/ Τελευταία πρόσβαση: 19/9/20
- Γαλανού, Λ. (2020). Η υπόθεση Ντρέιφους με τη ματιά Πολάνσκι. Ανακτήθηκε από: https://www.efsyn.gr/ Τελευταία πρόσβαση: 19/9/20
- Υπόθεση Ντρέιφους, (2019), Ανακτήθηκε από: https://www.imerodromos.gr/ Τελευταία πρόσβαση: 19/9/20
- Κάμπρας, Τ. (2020). Υπόθεση Ντρέιφους – Μια σκευωρία του 19ου αιώνα, Ανακτήθηκε από: https://www.newsbreak.gr/ Τελευταία πρόσβαση: 19/9/20
- Ο Πολάνσκι ξαναφέρνει στο προσκήνιο την υπόθεση Ντρέιφους, (2019). Ανακτήθηκε από: https://www.avgi.gr/ Τελευταία πρόσβαση: 19/9/20
- Ψαρρά, Π. (2020). «Υπόθεση Ντρέιφους, η ασύλληπτη αδικία». Ανακτήθηκε από: https://www.offlinepost.gr/ Τελευταία πρόσβαση: 19/9/20
- Τροβά, ΕΛ. η υπόθεση Ντρέιφους. Ανακτήθηκε από: https://nomika-nea.gr/ Τελευταία πρόσβαση: 19/9/20
- Ρούσσος, Γ. (2020). Η Υπόθεση Ντρέιφους και το «Κατηγορώ» του Ρομάν Πολάνσκι. Ανακτήθηκε από: https://tvxs.gr/ Τελευταία πρόσβαση: 20/9/20
- Άλφρεντ Ντρέιφους, ΑΝακτήθηκε από: https://www.tovima.gr/ Τελευταία πρόσβαση: 20/9/20
- Κοφινάς, Θ. H συγκλονιστική “υπόθεση Ντρέιφους” (L’ Affaire Dreyfus), Ανακτήθηκε από: http://www.mentality10.com/ Τελευταια πρόσβαση: 20/9/20