«Πάντα μου κέντριζαν άμεσα το ενδιαφέρον οι άνθρωποι που με έκαναν να γελάω. Από έναν επαγγελματία κωμικό σε μια βραδιά stand up μέχρι μια κοπέλα που την άκουγα να μιλάει σε μια φίλη της στη στάση του λεωφορείου. Με ιντρίγκαρε να χαμογελάσω και εγώ, να προσπαθήσω να δημιουργώ αστείες καταστάσεις, να ζωγραφίζω χαμόγελα και να βλέπω στα μάτια την ηδονή που αποφέρει το ποιοτικό χιούμορ. Αρέσει και στα κορίτσια, βλέπεις…
Σε παρέες, σε μαθήματα, σε πορείες και σε γήπεδα. Πάντα ήθελα να αφήνω το στίγμα μου, μου άρεσε να παρατηρώ τα στιγμιαία χαμόγελα γύρω μου, ίσως το πιο ερωτεύσιμο σημείο ενός ατόμου, να ακούω γέλια αλλά και αποδοκιμασίες σε κάθε αποτυχημένη μου προσπάθεια. Απαιτούσα να κρέμεται ο κόσμος από μια μου λέξη, να συνεχίζει και αυτός την πλάκα με τη σειρά του, να γελάει, να ξεχνιέται. Όπως έκανα και εγώ.
Νομίζω πως δεν το κάνω για τους άλλους, ίσως αυτοί να είναι η απαιτούμενη αφορμή, νομίζω πως το κάνω για μένα. Φαντάζομαι ότι είναι ένας τρόπος να αφεθώ, να απολέσω το παρελθόν, έστω και για λίγο, να πιστέψω πως η συνέχεια θα είναι κάπως καλύτερη. Δεν θα είναι. Βαρέθηκα. Πολύ. Τόσο που το άσχημο παρελθόν έγινε ένα άσχημο μέλλον, τόσο που το παρόν δεν αγωνιά, απλά περιμένει.
Γύριζα σπίτι, σε έναν άδειο χώρο που δεν με άφηνε ελεύθερο από τις ορμητικές σκέψεις. Γύριζα σπίτι και έμενα μόνος, αν και δεν έμενα μόνος. Άσχημο συναίσθημα να σιχαίνεσαι τα πάντα γύρω σου, άσχημο συναίσθημα να μισείς ό,τι σε περιβάλλει αυστηρά. Ακόμα χειρότερο να προσποιείσαι. Να προσποιείσαι πως γελάς, πως είσαι καλά, πως δεν βαριέσαι την κοπέλα σου, πως η δουλειά σου σε γεμίζει πνευματικά. Άσχημο. Πολύ.
Έβγαινα από το σπίτι, αυτόν τον τόσο κενό χώρο, φορώντας πάντα τη μάσκα γέλιου και ευφορίας, τη μάσκα που έπλασα ο ίδιος για να μην χαθούν και άλλοι μαζί μου. Είναι δυσβάσταχτο να κουβαλάς κάτι μόνος σου, αλλά δεν φταίει σε κάτι ο κολλητός ή η θεία σου στο χωριό. Είναι δικό σου, αν δεν μπορείς να το διορθώσεις, στείλε το στο διάολο, χαλάλι. Βάζω τη μάσκα μου, λοιπόν, και κατηφορίζω για την πλατεία. Παλιοί συμμαθητές, κάποια πρώην, η πανέμορφη σερβιτόρα και η παρέα μου. Ξεφυσάω. Τους χαιρετάω όλους χαμογελαστός, υπόσχομαι ραντεβού, κάνω ένα τυχαίο κομπλιμέντο στη σερβιτόρα και κάθομαι. Πειράζω τους φίλους μου, συζητάμε για ποδόσφαιρο και για γκόμενες, γελούν πολύ, γελάω περισσότερο. Λες να προσποιούνται και αυτοί;
Η ώρα περνάει, ο καφές, πλέον, ασχήμυνε, μαζί και η ψυχολογία μου. Ανηφορίζω αυτή τη φορά, ξεκλειδώνω, μπαίνω. «Δεν πεινάω», «Πάω να ξαπλώσω», «Και εγώ σε αγαπώ». Προσποιούμαι. Πάλι. Κουρνιάζω στο κρεβάτι μου και αποφασίζω πως δεν αντέχω άλλο. Είμαι πολύ δειλός για να πηδήξω από το μπαλκόνι, ακόμα περισσότερο για να κρεμαστώ. Δεν γίνεται. Τόσοι το έχουν επιχειρήσει, εγώ δεν μπορώ. Μάλλον, δεν θέλω. Χτυπάει το τηλέφωνο. «Ναι, στις 7. Ναι, στο γνωστό. Καληνύχτα.» Ξεφυσάω. Απλώνω τη μάσκα στο κομοδίνο, γέρνω να κοιμηθώ.
Πάντα μου κέντριζαν άμεσα το ενδιαφέρον οι άνθρωποι που με έκαναν να γελάω…
Πάλι από την αρχή…»