Ήταν και τότε Αύγουστος. Μόνο που τα γεγονότα ήταν τελείως διαφορετικά. Άλλος τόπος, άλλοι άνθρωποι. Ήταν η εποχή που εσύ βρισκόσουν εδώ, κι εμένα οι ημέρες μου δεν ήταν ανιαρές και ίδιες. Με λίγα λόγια, ήταν εκείνες οι ημέρες που αισθανόμουν άνθρωπος. Που εσύ υπήρχες…
Ο καιρός βέβαια πέρασε. Όλα αλλάξανε άρδην. Κι έτσι, αντί να σε βλέπω, βρίσκομαι σε ένα άθλιο καφενείο στο χωριό και σου γράφω αυτά τα μικρά γράμματα…
Τρέλα και κατάθλιψη. Οι στιγμές που βουβαίνεσαι και νιώθεις τελείως κενός. Οι ώρες που δεν έχεις το κουράγιο ούτε κι αυτές τις γραμμές που σκέφτεσαι να χαράξεις.
Την πάτησα από αυτό το συναίσθημα. Πρώτα ένας κόσμπος στο στομάχι. Μετά ο πόνος. Διπλώθηκα. Οι εξετάσεις δείξανε θέμα. Ο γιατρός είπε πως είναι από το άγχος. Προσπαθώ να το καταπολεμήσω, ξεσπώντας στο χαρτί, αντί να ξεσπάσω στον εαυτό μου και την ίδια μου τη ζωή.
Κι εκεί που γράφω χτυπά ειδοποίηση. Email… Περιμένω κάτι από την Οργάνωση. Βλέπω τ’ όνομα του αποστολέα. Ταράζομαι. Το ανοίγω, το διαβάζω…
Χύθηκε ο καφές, έπεσε κάτω το πακέτο και σκόρπισαν τα τσιγάρα, χάλια το σημειωματάριο. Το βιβλίο που διαβάζω -αχ ρε Μονταλμπάνο- έγινε καφέ στις σελίδες του. Καφές παντού.
Ο πόνος στο στομάχι μεγαλύτερος. Άλλος θα πέταγε από τη χαρά του με το μήνυμα. Εγώ απλά συλλογιέμαι, ψάχνω να βρω τι έγινε, ψάχνω να βρω το «γιατί». Είναι απλά κάτι τυπικό, ή έχω κάθε λόγο να νομίζω πως είναι κάτι παραπάνω;
Νομίζω πως δεν έχω καμία ελπίδα. «Δεν ελπίζω τίποτα, δε φοβούμαι τίποτα, είμαι λέφτερος», γράφτηκε και στον τάφο του Καζαντζάκη. Όμως εν αντιθέσει με το ρητό εκείνο, δε νιώθω λεύτερος. Ποτέ δεν ένιωσα από τη μέρα που έφυγες. Ένιωσα μόνο σκλάβος της μοναξιάς μου και της ίδιας μου της θλίψης. Μιας θλίψης που νομίζω πως δε θα φύγει ποτέ…
Κοιτώ το ημερολόγιο ξανά. Αύγουστος, 2 χρόνια μετά. Παράξενα τα νέα που έμαθα. Ας μη κάνω όνειρα όμως. Δε πρόκειται να αλλάξει κάτι σ΄αυτή τη ζωή. Βέβαια, ίσως να σε ονειρεύομαι περισσότερο. Αλλά πώς; Αμφίρροπα τα συναισθήματα, σαν τους στίχους του Μιχάλη Γκανά:
«Με άλλα λόγια θα στο πω,
κι έναν ανάπηρο σκοπό.
Την ονειρεύτηκα ξανά,
συγκάτοικο σ’ ένα βραχνά,
να με ξυπνάει με βρισιές…»
Τελικά, ίσως και να πρέπει να πάψω να ονειρεύομαι. Για το καλό μου…
ΥΓ: To τραγούδι δεν έχει καμία σχέση με το κείμενο… Απλά είναι ένας «φόρος τιμής» στην υπόθεση του Επιθεωρητή Μονταλμπάνο που «έπεσε θύμα» του καφέ…!
Στον σύντροφο και αδερφό Μουσταφά, που με «τα γράμματα στην Άσπα» μου έμαθε να εκφράζω τα συναισθήματά μου στο χαρτί.