“Δεν ξέρω τι να πω. Το περίμενα πολύ πιο εύκολο από ότι είναι όντως. Δεν ξέρω τι να πω, αλήθεια δεν ξέρω. Στο κεφάλι μου όλα ήταν πολύ πιο βατά, είχα ετοιμάσει σενάριο και ήμουν έτοιμος για τη γενική πρόβα και την ειδική αυτοκτονία, τη μονόπλανη. Αλλά τώρα νιώθω σαν να κομπλάρω κάπως. Είναι λίγο αμήχανο, ε; Είναι, μάλλον.
Game on.
Δε ξέρω πως έφτασα εδώ, και η αλήθεια είναι πως ποτέ δεν το σκέφτηκα ιδιαίτερα, απλά ήρθα, είδα και κατακτήθηκα. Κατακτήθηκα από τύψεις, από άλλους, από τους “μεγάλους” με τις μικρές. Αλλά κυρίως κατακτήθηκα από μένα, αφέθηκα, αδιαφόρησα για μένα, αδιαφόρησα για άτομα που ήταν όντως δίπλα μου, για τους “μικρούς” της κοινωνίας. Αδιαφόρησα, και πλέον δε μπορώ να τους κοιτάξω στα μάτια, να τους πω πόσο λυπάμαι για όλα, πως, αν και είμαι τόσο μαλάκας και θα έκανα τα ίδια ακόμα και αν ο χρόνος γύριζε πίσω, τους αγαπώ τόσο, πως δεν με αγαπώ τόσο.
Πολλή εκμετάλλευση. Πολλή δουλειά που καταλήγει δουλεία, πολλά που σου υπόσχονται, λίγα που παίρνεις πίσω. Οι “μεγάλοι” λειτουργούν σε έναν κόσμο αποκλειστικά με “μικρότερους” και “τιποτένιους”, αν και είναι οι ίδιοι μικροί και τιποτένιοι. Δίνεις τα πάντα, καταλήγεις να δίνεις και όλο το ζωικό βασίλειο, και δεν έχεις ισάξια μεταχείριση. Πολλή εκμετάλλευση.
Αλλά σύμφωνοι. Η δουλειά δεν φέρνει την ευτυχία, οι άνθρωποι που είναι μαζί σου τη φέρνουν. Αλλά πρέπει να τους το επιτρέψεις. Πρέπει να τους δώσεις το απαραίτητο κίνητρο να δεθούν μαζί σου, να ματώσεις για να καταλάβουν ότι πονάς, να δακρύσεις για να καταλάβουν ότι κάτι δεν πάει καλά, ότι είσαι ένα βηματάκι μικρό και πενιχρό πριν την αυτοκτονία. Και έτσι, καταλήγουν να γίνονται άνθρωποι που σου τη φέρνουν.
Πλέον, δεν έχω την όρεξη να ασχοληθώ. Δε με ενδιαφέρει αν είμαι προσιτός, αν ο κόσμος πορώνεται μαζί μου, με τα κείμενά μου, αν τα βλέπουν και γελάνε με τα δράματα και λυπούνται με τις κωμικές βλακείες μου. Δεν με ενδιαφέρει αν καυλώνω κόσμο με το λέγειν και τη χαρμόσυνη φάτσα μου, δεν με ενδιαφέρει και αν τους ξενερώνω όταν δείχνω την άποψή μου για αυτούς, όταν δεν γελάω με τα σεφερλιακά τους αστεία, όταν δεν στεναχωριέμαι με τους ηλίθιους λόγους στεναχώριας τους. Δεν με ενδιαφέρει, αλλά με κουράζει.
Με κουράζει να είμαι συνέχεια κατηφής, με κουράζει να θλίβομαι, με κουράζει να προσποιούμαι καμιά φορά πως είναι όλα καλά. Όχι ρε, όλα σκατά είναι, σκατά είμαι και εγώ.
Δεν τα βάζω με κανέναν και τα βάζω με όλους. Μας λέτε να ζήσουμε, μας προτείνετε να αφήσουμε στην άκρη τα δύσκολα και να βάλουμε πλώρη για τα θετικά της ζωής. Ε, μαντέψτε. Το καράβι μπάταρε πριν καν γαμωξεκινήσει, δεν πρόλαβε να αρχίσει το ταξίδι, και πνίγηκε με το ξύδι, μπας και ξεχαστεί, μπας και χαλαρώσει από τις μαλακίες σας, μπας και χαμογελάσει επιτέλους.
“Ό,τι και αν γίνει, χαμογέλα”. Όχι, δε μπορώ να χαμογελάσω. Με μένα τα έχω, με μένα θυμώνω και εξοργίζομαι. Δε μου βγαίνει να χαμογελάσω πια. Όχι μόνο γιατί έχασα αυτούς που όντως άξιζαν την προσοχή και την στοργή μου, αλλά γιατί έχω ξεμείνει με ηλίθιους. Και η διαφορά μας περί ηλιθιότητας έγκειται στο ότι εγώ αναγνωρίζω λάθη, πάθη και τυχόν ανασταλίες μιας μίζερης ζωής. Αυτοί τρέφουν αυταπάτες, νομίζουν ότι είναι χαρούμενοι, ευτυχισμένοι, τυχεροί, ενώ θα καταντήσουν να γράφουν το ίδιο γράμμα σε λίγα χρόνια. Και αν μπορέσω να το δω από μια μεριά, θα γελάω, για πρώτη φορά μετά από καιρό, αληθινά.
Γιατί αυτοκτονία; Θα μπορούσα να το παλέψω, να το πολεμήσω, να κάνω το μαλάκα, να κάνω υπομονή. Πόση πια; Πόσες αντοχές γίνεται να έχει κάποιος για να μπορέσει να εξακολουθήσει να παλεύει και μάχεται ενάντια στον ίδιο του τον εαυτό κάθε μα κάθε νέα μέρα. Γιατί εγώ είμαι ο εχθρός, εγώ είμαι το μικρόβιο που τριβελίζει το μυαλό και την όποια ψυχή μου.
Βαρέθηκα να δίνω μάχες με κριμένο νικητή και πηγαίο ηττημένο, βαρέθηκα να κοιτάω και όχι να βλέπω, βαρέθηκα να ακουμπάω και όχι να αγγίζω.
Βαρέθηκα. Ίσως να βαρέθηκες και εσύ που το διαβάζεις, να διαβάζεις για κατάθλιψη, πόνο και εν γένει αυτοκτονία και τιμαλφή, αδιασμένη όψη ζωής.
Χέστηκα.
Game over.”