
“Ξύπνησα αργά το πρωί για ακόμα μια φορά αυτή τη βδομάδα. Το κορμί μου έχει καταντήσει ένα άβουλο κουφάρι που αρέσκεται να μεταφέρεται ανούσια από εδώ και από εκεί, χωρίς απαιτήσεις και στόχους. Άλλωστε, είναι απλά ένα κουφάρι, ένα κουφάρι που απαιτεί το κρεβάτι, τη ξεκούραση και την απαλλαγή από τις ασήμαντες υποχρεώσεις ρουτίνας.
Σηκώνομαι και πετάγομαι από το κρεβάτι, πάω στο μπάνιο, κατουράω, νομίζω πως βγάζω τη μιζέρια από μέσα μου. Πετάω αρκετό νερό στη νωχελική μου μούρη, ξεφυσάω όσο το νερό σπαρταράει πάνω μου, το νιώθω να ξεπλένει το βούρκο που παρασιτεί πάνω μου.
Κάνω πως ξεψαχνίζω στο ψυγείο, ακουμπάω τυχάρπαστα το χέρι μου πάνω σε τρόφιμα, δεν κρατάω κάτι σφιχτά. Πηγαίνω στο σαλόνι, μονάχα για να αράξω στον καναπέ. Αμέσως μόλις έκατσα, το τηλέφωνο χτύπησε. Αδιαφόρησα, δεν ήταν ώρα για ένα τηλεφώνημα, δεν ήταν ώρα για να συνυπάρξω με κάποιον άλλο.
Γυρίζω ανάσκελα, κοιτάω το ταβάνι, με κοιτάει και αυτό. Δεν μου αρέσει να του μιλάω τα πρωινά, αλλά αυτό πάντα μου πιάνει τη κουβέντα, ίσως να είναι κοινωνικό, ίσως να ενδιαφέρεται. Εγώ πάντως δεν νοιάζομαι για αυτό, κλείνω τα βλέφαρά μου, αλλά τα μάτια μου είναι ανοικτά, βλέπουν, αναπνέουν, ζουν.
Σηκώνομαι, πείνασα, περπατάω. Το τηλέφωνο χτυπάει ξανά. Κάθε του δόνηση μου φωνάζει να το σηκώσω, μου φωνάζει πως έχει ανάγκη να μου μιλήσει. Δεν θα απέφευγα άλλο το τηλεφώνημα αυτό. Το αρπάζω, το σηκώνω, περπατάω. Ακούστηκε μια διαπεραστική φωνή, τραχιά και άχαρη. Έμοιαζε με τη δική μου. Πάγωσα, δεν μπορούσα να αρθρώσω λέξη, αυτή όμως μπορούσε. Η φωνή μιλούσε ακατάπαυστα, χωρίς ωστόσο αληθινές κουβέντες να βγαίνουν από το στόμα της. Η φωνή σταμάτησε απότομα. Θόλωσα, σάστισα, σταμάτησα και εγώ.
Ασυναίσθητα επιχείρησα να κλείσω το τηλέφωνο. Η φωνή θύμωσε, μου φώναξε, πλέον μιλούσε καθαρά. Ασυναίσθητα κατευθύνθηκα προς τον καθρέφτη, με κοιτούσα και με άκουγα την ίδια στιγμή που δεν μιλούσα. Μια εποπτεία του χρόνου και του χώρου, που αποφάσισαν να ενωθούν και να μου χαρίσουν απλόχερα μια τρομακτική και συνάμα πανέμορφη σκηνή. Μια σκηνή ανακούφισης και άγχους, λογικής και τρέλας, φαντασίας και αφασίας.
Είμαι τρελός ή απλά ένας σκλάβος της ανύπαρκτης ύπαρξης; Υπάρχω μόνο εγώ, ο καθρέπτης ή η φωνή από το τηλεφώνημα; Αν υπάρχω εγώ λογικά υπάρχουν και αυτά. Λογικά; Δεν υπάρχει λογική. Υπάρχω εγώ με ένα σταθερό τηλέφωνο δεκαετίας στο χέρι, ένα ανοικτό στόμα και μια παγερή φωνή να μιλάει, να μου υποδεικνύει πράγματα, να μου απλοποιεί κάθε φόβο, κάθε τρόμο, κάθε λάθος, πρότερο και επόμενο.
Εγώ πάντως δεν νοιάζομαι για αυτό. Ανοίγω τα βλέφαρά μου, τα μάτια μου είναι και πάλι ανοικτά, βλέπουν, αναπνέουν, ζουν.
Ξύπνησα ή δεν κοιμήθηκα ποτέ; Και αν δεν κοιμήθηκα, ζω ή η φαντασία μου είναι πιο ζωντανή από το κορμί μου; Σκέψεις ανούσιες, σκέψεις ζοφερές, σκέψεις που γεννιούνται το βράδυ.
Αλλά είναι πρωί.”