Εσύ, που γυρεύεις μια αλήθεια σ’αυτόν τον ψεύτη κόσμο, εσύ, που είσαι νέος και βλέπεις τα πάντα γύρω σου να χάνουν το νόημα τους και να καταρρέουν…Τι να την κάνεις την καλοσύνη; Σε μαθαίνουν μέρα με τη μέρα να γίνεσαι όλο και πιο άπιστος, απαισιόδοξος, και αδιάλλακτος, ούτως ώστε να προφυλάξεις τον εσωτερικό σου πλούτο. Χτίζεις τεράστια τείχη, μη τυχόν και στον κατασπαράξουν τα αγρίμια εκεί έξω.
Τι να την κάνεις την αθωότητα; Θα σε εξευτελίσουν ακούς; Θα εκμεταλλευτούν όλη την αγνότητα της καρδιά σου και θα πατήσουν πάνω της, για να ανεβάσουν μια θέση πιο ψηλά τον εγωισμό τους.
Δεν πρέπει σήμερα να σαι καλός, σκυλί μαύρο πρέπει να ‘σαι, για να προστατεύεσαι απ’τον καθένα. Έχουμε γίνει ανθρωποφοβικοί, έχουμε κλειστεί στους εαυτούς μας και οι ανθρώπινες σχέσεις πάνε κατά διαόλου. Μάθαμε καλά την τέχνη της υποκριτικής, παριστάνουμε τους άνετους, τους yolo και μέσα μας βράζουμε για λίγα γνήσια συναισθήματα, βράζουμε να δείξουμε τις ανασφάλειες μας και να ελευθερωθούμε από την αψεγάδιαστη εικόνα που χτίζουμε. Ο κόσμος γίνεται όλο ένα και περισσότερο κάλπικος, μια καλοφτιαγμένη απομίμηση της αλήθειας.
Όμως σε αυτό τον ρημάδι κόσμο, υπάρχει ακόμα κάτι που ονομάζεται παλιά, αληθινή καλοσύνη, σαν αυτή των παππούδων και των γιαγιάδων μας. Μας την κληροδότησαν και εμείς αποφασίζουμε το αν θα τη διατηρήσουμε ή όχι. Όσοι κατόρθωσαν να μείνουν ακλόνητοι και να κρατήσουν, σαν φυλαχτό και δίχως να την καλύπτουν,αυτή τη γνήσια, παλιά καλοσύνη, είναι αξιοθαύμαστοι! Ξεχωρίζουν με τη μια, σαν μια όαση αυθεντικότητας μέσα σε μια έρημο ψευτιάς. Μα είναι λίγοι…
Κάτι μακρινές εποχές προτού γεννηθείς εσύ, εγώ και άλλοι τόσοι της γενιάς μας, υπήρχε πάλι φτώχεια όπως και σήμερα. Ωστόσο, είχαν κάτι που πάει να εκλείψει με τη δικιά μας τρελή, τεχνολογική ανάπτυξη, την απλότητα. Ένα σπίτι ανοιχτό για κάθε διαβάτη, μια βεγγέρα με καλό κρασί και μεζεκλίκια- λίγα μεν, μα φτιαγμένα με αγάπη. Το χιούμορ ήταν μετρημένο, χωρίς πολλές υπερβολές και γελοιότητες, αν ήθελαν να προσβάλλουν κάποιον, του μιλούσαν ντόμπρα και με ειλικρίνεια. Ήταν πιο μονοιασμένοι τότε οι άνθρωποι και κουβέντιαζαν- κουβέντιαζαν πολύ.
Εντούτοις, το κουτσομπολιό ήταν κυρίαρχο στοιχείο των εποχών. Όχι όπως σήμερα βέβαια, που κλείνουν σπίτια, το κουτσομπολιό παλαιότερα έμοιαζε περισσότερο με αυτό που διατυμπάνιζε η παπαδιά από το “Καφέ της Χαράς”, “κοινωνικό ενδιαφέρον”. Ήταν αστείο, με λίγο προσοχή και με μια συνδρομή στα προβλήματα των άλλων. Ακόμα κι εχθροί να ήταν τότε οι άνθρωποι, στα δύσκολα γίνονταν μια γροθιά. Κι άμα περνούσε το κακό, ύστερα πάλι δε σε ξέρω, δε με ξέρεις που λέμε.
Στο δρόμο χαιρετούσαν με ένα πλατύ χαμόγελο, κάθε περαστικό ,ας ήταν και άγνωστος, γιατί “το Γεια είναι το θεού, να το λες κι ας μη στο ανταποδίδουν”. Αν συμβεί κάτι τέτοιο σήμερα στο δρόμο- και μας χαιρετίσει ένας άγνωστος- θα γυρίσουμε να τον λοξόκοιταξουμε και θα τον περάσουμε για τρελό, ενώ απλά είναι από εκείνους, τους λίγους….(Εντάξει μη σας πάρω και στο λαιμό μου, υπάρχει η πιθανότητα να είναι και λίγο τρελός, λιγουλάκι μόνο!).
Θα ήθελα με όλο μου το “είναι” να ζούσα τότε, θα ήθελα να ήμουν μέρος των γλυκόπικρων ιστοριών που ακούω με ευλάβεια να περιγράφουν, οι σοφότεροι από μένα. Είχαν ζήσει πόλεμο οι ανθρώπου, μα τόσο σκληρόπετσοι και “παρτάκιδες”(αν μου επιτρέπετε) δεν είχαν γίνει ποτέ. Εμείς τι πόλεμο ζούμε κι έχουμε χάσει αυτήν την αλήθεια; Τι μας έχει υποβαθμίσει τόσο και μας μετατρέπει σιγά-σιγά σε μίζερα ανθρωπάκια;
Με στεναχωρώ πότε-πότε, καθώς χάνω το μεγαλείο που μου κληροδοτήθηκε από τους ανθρώπους μου, τις άξιες του παππού μου…
Αυτή η μαυρίλα που έπεσε απότομα πάνω από τα κεφάλια μας διαλύεται μονάχα με ένα τρόπο, με το φως της ψυχής μας. Να είστε αισιόδοξοι, τίμιοι και να ψάχνεται παντού και πάντα το καλό!
Να έχετε μάτια που ξεχειλίζουν από καλοσύνη κι όχι σκυθρωπά πρόσωπα γεμάτα θλίψη!
Σύνταξη κειμένου: Κατερίνα Παπαδάκη
Επιμέλεια κειμένου: Μπράιτ Κλεοπάτρα