
«Όταν σε κοιτώ, βλέπω φλόγα και καημό, νιώθω τη βροχή στα μάτια να χτυπά, όταν σε κοιτώ, θέλω τόσα να σου πω, όμως η φωνή μου χάνεται μακριά». Στίχοι από ένα υπέροχο τραγούδι του Μητροπάνου, που περιγράφουν με τρόπο εκφραστικό σχεδόν όλο αυτό που συμβαίνει μέσα μας σε μια καψούρα. Ένα μπαμ, μια έκρηξη συναισθημάτων, ξεκινά από τα μάτια, πυροβολεί το μυαλό με πληροφορίες, συγκινεί την ψυχή με συναισθήματα, κι αν την αφήσεις ριζώνει στην καρδιά και γίνεται αγάπη. Θα ‘λεγε κανείς πως η καψούρα είναι μια ανώτερη νοητική διεργασία, γλυκιά, μα ύπουλη και άτιμη, γιατί χτυπά εκεί που ξέρει πως θα πονέσεις πιο πολύ.
Ποιος δεν το ‘ζησε και ποιος δεν θα το ζήσει, πες μου; Σα σηκώνεσαι το πρωί με ένα χαμόγελο μέχρι τα αυτιά, σα μια ελαφριά μαστούρα ένα τσακ, ίσα-ίσα να σε υπνωτίσει και σιγά-σιγά να σου πάρει τα μυαλά. Θαρρείς πως το ελέγχεις, μα σε ελέγχει, είναι σα ναρκωτικό· το πιο γευστικό, το πιο σαρωτικό. Για μια καψούρα κινείς βουνά και δεν το καταλαβαίνεις, κάνεις την απόσταση νερό που κυλάει γρήγορα και σε παρασέρνει με μια νοητή πολύχρωμη βαρκούλα, για να σε φέρει πιο κοντά στον πόθο σου. Ο πιο δειλός με την καψούρα προσπερνά την ανασφάλεια και γίνεται ένα κατιτίς πιο τρελός. Δε σε θέλει λογικό η καψούρα, είναι τρελή και δαύτη, τρέχει σε γιατρούς από δω κι από κει και δεν την κάνουν καλά. Σταμάτησαν να πολεμούν για να τη διορθώσουν, για να την συνετίσουν, το πήραν απόφαση πια, γεννιέται και πεθαίνει μαγκιόρα, με ένα τσιγάρο στο στόμα, κι ας ξέρει πως την σκοτώνει. Όποτε πονεί βάζει τη μορφίνη του έρωτα και ο πόνος της κοπάζει, έως ότου αφεθεί και σβήσει για πάντα.
Έχει μια λάμψη η καψούρα. Άλλο να στο λέω κι άλλο να το βλέπεις… Χρυσόσκονη παραμυθιού κι ονειρεμένη νύχτα. Τη μέρα κάπως ξεδιψά, γιατί κοπάζουν τα πάθη του ανθρώπου, μα τη νύχτα θεριεύει και λυσσά για αγάπη. Και θα τη βρει, πάντα την βρίσκει, πάντα κάπου θα φανεί μια στάλα αγάπης. Θες δίπλα σου, θες λίγο πιο πέρα, πάντα κάπου θα φανεί η αγάπη κι αν όχι όπως την περίμενες, σε μια μορφή της αλλιώτικη, σχεδόν μαγευτική που θα σε εκπλήξει. Η καψούρα είναι κάτι το έντονο, το ξαφνικό, το μη ελεγχόμενο που έχει την τάση σαν όλα τα καλά να μη διαρκεί πολύ. Είναι ένα πανέμορφο, φαινομενικά ανθεκτικό μπαλόνι, που σκάει κάποτε. Όμως είναι έξυπνο πλάσμα η καψούρα, έχει επίγνωση της κατάστασης της, ξέρει πως ζει λίγο, μα με όλη την ουσία. Λίγο πριν τελειώσει ο ρόλος της και εγκαταλείψει, σου λέει ορθά-κοφτά «κοίτα, εγώ την κάνω έχεις δυο επιλογές, είτε σβήνεις, να! Με τούτη εδώ τη γόμα, τον πόθο και την επιθυμία που σου χάρισα, είτε αγαπάς. Αν επιλέξεις το δεύτερο, σε παρακαλώ κάνε το πολύ κι όχι αδιάφορα, γιατί θα σε καταριέμαι από την άλλη ζωή, τ’ ακούς;». Σου δίνει μια παρακαταθήκη, αν θες την κρατάς σφιχτά σα φυλαχτό, αν όχι, θα βρεις άλλου, σε άλλη καψούρα την αγάπη σου κι ας πληγώσεις κι ας πληγωθείς, έτσι είναι αυτά. Ποιος σου είπε πως είναι δίκαιο το παιχνίδι του έρωτα;
Τώρα ας περάσουμε και στον ορκισμένο εχθρό της καψούρας, τον παλιοεγωισμό, που κρατεί ένα τσεκούρι κοφτερό και κόβει τις ρίζες της αγάπης, καθώς αυτές σίγα- σίγα ξεπροβάλλουν. Αν είναι δυνατή η καψούρα και πάει να γίνει αγάπη, δε σηκώνει εγωισμούς. Πατεί πόδι, αγωνίζεται και σε τούτη τη μάχη μεταξύ τους, νικάει εκείνη και δεν αφήνει περιθώρια. Ο εγωισμός την προσκυνά, τη λατρεύει, την ποθεί κι αν αυτή του το επιτρέψει, γίνονται ένα και γεννούν την αγάπη. Σαν το ταίρι αυτό χωρίσει, ο εγωισμός ξαναβρίσκει τον παλιό- χαρακτήρα του και πάει να σκοτώσει την αγάπη κι ας είναι καρπός του, λίγο που τον νοιάζει. Είναι η φύση του τέτοια κι είναι δύσκολο να την αρνηθεί. Εδώ τώρα είναι που επεμβαίνει ο νους και η καρδιά, μόνο που σε αυτή την περίπτωση δεν λογομαχούν, μήτε ξεσυνερίζονται, μόνο συνεργάζονται, για να δουν αν αξίζει για λίγο εγωισμό να χαθεί ό,τι έχει φτιαχτεί. Κι αν σε τούτη τους τη συνέλευση ψηφίσουν ναι, η αγάπη αποχωρεί και σπέρνεται η διχόνοια. Αν πάλι πουν όχι, η αγάπη κερδίζει δέκα χρόνια μπόι κι από κει που σιγοέσβηνε, δυναμώνει κι όσο κρατήσει…
Για μια καψούρα τρελή κάνε τον εγωισμό γυαλί και σπάσε τον χίλια κομμάτια. Κι αν τσακιστεί η καρδούλα σου για ένα τρελό συναίσθημα που το πέρασες για αγάπη, μη μου μαραθείς ψυχούλα μου, σαν έρθει το αληθινό, θα ‘σαι πιο έτοιμη να το δεχτείς, αντί να το προσπεράσεις. Κι αν με ρωτάς εάν αξίζει, θα σου πω πως χίλιες φορές να πληγωθώ για μια καψούρα, παρά να ζω παρέα με ένα αν που δεν το τόλμησα ποτέ.