Δεν τα γουστάρω τα Χριστούγεννα. Πολύ ψευτιά, υποκρισία και παγωμένα χαμόγελα για τα γούστα μου. Ξαφνικά, ως δια μαγείας, η κυβέρνηση και οι πολιτικοί ανακαλύπτουν την ύπαρξη χιλιάδων άστεγων και μεταναστών χωρίς πρόσφορο μέλλον, τους μοιράζουν συσσίτιο και ρούχα πρώτης γραμμής αντιμετώπισης του κρύου και της βροχής, σε όσους τέλος πάντων επιβίωσαν της αδιαφορίας των προηγούμενων μηνών, σε όσους πίστεψαν πως τα περασμένα Χριστούγεννα θα ήταν και τα τελευταία στο λαβύρινθο της απαξίωσης. Διαμορφώνουν ξανά τη συνείδηση τους, θεωρούν ότι έκαναν αυτό που έπρεπε για το σημερινό δελτίο ειδήσεων, έκαναν αυτό που μπορούσαν για να αρμέξουν μερικές ψήφους επιπλέον.
Ξαφνικά, φοβούμενοι λαϊκή οργή και, κυρίως, εκλογές αποφασίζουν πως ήρθε η στιγμή για τα οικονομικά δώρα των εορτών, αυτά που είχαν καταργήσει κάποιες στιγμές πριν, παρουσιαζόμενοι ως μεσσίες και λυτρωτές. Δέχονται παιδιά στα γραφεία τους, τα φωνάζουν να τους πουν τα κάλαντα, χαμογελούν στις κάμερες, δηλώνουν στήριξη σε πολυμελείς οικογένειες και σωματεία, τα αποχαιρετούν, κλειδώνουν την πόρτα πίσω τους, ξεφυσούν ανακουφισμένοι. Έξω από αυτή την πόρτα, οι οικογένειες αυτές ξεπαγιάζουν, μοχθούν και πεθαίνουν. Απλά όχι τώρα. Τώρα είναι Χριστούγεννα. Θα πρέπει να περιμένουν την επιστροφή της ρουτίνας και των λογαριασμών. Τώρα είναι Χριστούγεννα, η εποχή της προσποίησης.
Η πολιτική είναι το προβαλλόμενο πρόσωπο της κοινωνίας, μιας κοινωνίας αντάξιάς τους, μιας κοινωνίας σαθρής και υπέρμαχης του «φαίνεσθαι», που δεν διαφέρει ουσιαστικά από το κάθε κοινοβούλιο. Ξαφνικά, τα σχολεία θυμούνται πως κινήματα, όπως το «Χαμόγελο του παιδιού», υπάρχουν ακόμα, βάζουν τα παιδιά να αγοράσουν κάνα κιλό ρύζι, άλλο τόσο μακαρόνια, διαλέγουν 3-4 μαθητές, τους στέλνουν να τα μοιράσουν και μετά πίσω για μάθημα. Προφανώς, η ιστορία και η φυσική είναι σημαντικότερα, απλά ίσως τα παιδιά του σχολείου θα μπορούσαν να μάθουν κάτι και από τα παιδιά ενός διαφορετικού «σχολείου», με διαφορετικούς μαθητές και, χωρίς αμφιβολία, διαφορετικούς καθηγητές. Προφανώς…
Να και οι συγγενείς. Για τους περισσότερους αδιαφορούμε, ίσως και να μισούμε κάποιους άλλους, αλλά πρέπει να τους αγοράσουμε δώρα, ίσως μια μπλούζα που πετάχτηκε μπροστά μας σε ένα κατάστημα, ή ένα βιβλίο, χωρίς να προσέξουμε έστω την περίληψη. Η λέξη κλειδί, στο είπα, είναι η προσποίηση. Ανταλλάζουμε φιλιά, σουβενίρ για να παραμείνει αθάνατη η βραδιά αυτή, υποσχέσεις για μελλοντικά ραντεβού, ίσως και σινεμά. Μπορεί και να θέλουμε να βγούμε, απλά το ξεχνάμε, το ξεχνάνε, σβήνει από μόνο του.
Τα εμπορικά ανθίζουν, τα ζαχαροπλαστεία ξεπουλούν προϊόντα με βιασύνη, το Hollywood σκαρφίζεται πιασάρικες ιδέες για ρομαντικές κομεντί, κάτω από τεχνητό χιόνι και τεχνητά αισθήματα, φίλοι από το παρελθόν εύχονται «χρόνια πολλά». Οι εκπτώσεις ερεθίζουν τον κόσμο να αγοράσει αξιοσημείωτα αντικείμενα, όπως μηχανές του καφέ ή 12αδες εσωρούχων, ξαφνικά οι πολυπρόσωπες αθλητικές ομάδες της χώρας επισκέπτονται ορφανά και καρκινοπαθείς, οι δήμαρχοι φωταγωγούν τη χώρα, κάποιοι τολμούν και πηγαίνουν εκκλησία, συνήθως αυτοί που αμολούν κατάρες και ζηλοφθονία στο διπλανό τους, δίνοντας αφορμή σε μένα να συντάξω αυτό το κείμενο. Πήρα το δώρο μου για φέτος πρόωρα, ευχαριστώ.
Δεν διαφέρω. Δεν γράφω ό,τι γράφω για να δείξω πως είμαι διαφορετικός, πως έχω βρει το δυσχερές νόημα της βιομηχανίας των Χριστουγέννων, πως διαφέρω. Απαξιώ για την πλειονότητα των συγγενών μου, το ίδιο και αυτοί για μένα, αποφεύγω την εκκλησία χρόνια τώρα, πληγώνω ανθρώπους, ξεστομίζω λόγια του αέρα. Αρέσκομαι στο να δίνω ψεύτικες υποσχέσεις στον εαυτό μου για το νέο έτος, τρώω μελομακάρονα, όταν βλέπω άστεγο συνήθως γυρίζω το κεφάλι μου, δεν είμαι διαφορετικός από αυτούς που στοχοποίησα στην αρχή του κειμένου. Ίσως αυτό το μήνυμα να προορίζεται για μένα, ίσως το πρόωρο δώρο που ανέφερα, το προσφέρω εγώ στον εαυτό μου. Ίσως…
Θα προσπαθήσω να είμαι λιγότερο γκρινιάρης και περισσότερο καλοσυνάτος, να αφήνω πουρμπουάρ σε σερβιτόρους και το τελευταίο κομμάτι πίτσας στον αδερφό μου, να προσποιούμαι για τα Χριστούγεννα.
Δεν τα γουστάρω τα Χριστούγεννα. Αδιόρθωτος…