Ο Τάκης είναι από τους ανθρώπους που δεν είναι ποτέ καλά και ποτέ δε φταίνε οι άλλοι για αυτό, μονάχα αυτός και η θλίψη που νιώθει συνέχεια.
Έχει πολλά στο κεφάλι του και νιώθει τη ψυχή του κάθε μέρα όλο και πιο βαριά.
Είναι υγιής, αλλά μονάχα στο σώμα.
Το μυαλό του δεν αντέχει άλλο τις κακές σκέψεις που κάνει για αυτόν, για τη ζωή του, για το μέλλον του, για το παρελθόν του.
Ο Τάκης νιώθει μόνος του συνέχεια, όλη την ώρα.
Δεν υπάρχει στιγμή που να μη νιώθει μια μελαγχολία να τον κυριεύει και κάποια σκέψη που θα κάνει τη δύσκολη δουλειά για να ηρεμήσει επιτέλους.
Σέρνει το κουφάρι του από εδώ και από εκεί, χαμογελάει, αναπνέει, προσποιείται.
Βρίσκει αφορμές να ασχοληθεί με κάτι για να ξεχαστεί και όντως ξεχνιέται.
Αλλά για λίγο, όχι για πολύ.
Και έπειτα, γυρίζει πάλι στη μουντάδα του, τη μοναξιά του, το μαξιλάρι του, που λειτουργεί σαν χαρτομάντιλο πλέον για αυτόν.
Και έπειτα, είναι και πάλι νεκρός.
Λίγα πράγματα έχουν νόημα στη ζωή του, και προσπαθεί όταν είναι δίπλα τους, να καθαρίζει το μυαλό του.
Ενίοτε τα καταφέρνει και το χαμόγελο, ο έρωτας, η καύλα γεννιούνται ζωηρά δίπλα του.
Αρκετές φορές, όμως, δεν τα καταφέρνει.
Γιατί κατά βάθος δε θέλει να τα καταφέρει.
Βαρέθηκε να ζει μια ηλίθια ζωή χωρίς χαρά, χωρίς νόημα, χωρίς με.
Βαρέθηκε να νιώθει μόνος του ακόμα και όταν δεν είναι μόνος του.
Βαρέθηκε όλοι να λένε τα καλύτερα για αυτόν και να μη τα βλέπει, να μην τα αντιλαμβάνεται, να μην τα πιστεύει.
Θα έδινε τα πάντα για να τα πιστέψει, έστω και για μια στιγμή, απλά για να νιώσει λιγάκι ζωντανός και ανακουφισμένος.
Το μυαλό του Τάκη τρέχει διαρκώς, δε μένει ποτέ στάσιμο, είναι πάντα σε εγρήγορση.
Σκέφτεται, αναπλάθει, αγχώνεται.
Ξαναζεί στιγμές που έζησε, αφήνει το κακό να σαγηνεύσει το μυαλό του και να του θυμίζει τα χείριστα, αφήνει τον εαυτό του να παρασυρθεί σε ένα βούρκο εμετικού πανικού.
Ο Τάκης είναι νεκρός, αν και δεν έχει πεθάνει.
Δεν έχει συναισθήματα, αν και έχει συναισθήματα.
Δεν έχει παρόν, αν και έχει μέλλον.
Δεν ενδιαφέρεται για αυτόν, για αυτούς, για κανέναν, και ελπίζει να βρει κάποτε το θάρρος να μην τα νιώθει αυτά, να περάσει στην αντεπίθεση, να ξεφύγει ή να φύγει.
Ο Τάκης δε χρειάζεται κανέναν καρκίνο για να πεθάνει.
Έχει πεθάνει ήδη ή τουλάχιστον έτσι μοιάζει από μέσα.
Μη γίνεις σαν τον Τάκη, γιατί ο Τάκης δε θέλει κανείς να γίνει σαν αυτόν.
Φρόντισε να μη θέλεις ποτέ σου να πεθάνεις, να μη θέλεις ποτέ σου να φύγεις.
Φρόντισε να είναι πάντα εχθρός σου ο καρκίνος, και όχι μια αδερφική αγκαλιά λύτρωσης.
Μη γίνεις σαν τον Τάκη.
Μην καταντήσεις νεκρός.
Ζήσε μέχρι να πεθάνεις.