
«Νοκ- Νοκ! Είναι κανείς εδώ; Έλα, το ξέρω ότι είσαι μέσα, άνοιξε μου! Άσε με να μπω, δε θα σου κάνω κακό!Η κατάθλιψη είμαι, μην κάνεις ότι δεν είσαι μέσα, αφού με περίμενες καιρό, σαν τον κρυφό σου πόθο. Λίγο από την ψυχή σου θέλω να ζήσω κι εγώ η φουκαριάρα. Ψοφώ της πείνας, όπως κι εσύ για λίγη αγάπη…».
Μην της ανοίξεις φως μου, κλειδαμπάρωσε καλά τις πόρτες και τα παράθυρα, μην της ανοίξεις! Μια παλιοζητιάνα είναι, δεν θέλει φαγητό, ούτε χρήματα, θέλει να σε πάρει φως μου από μένα που σ’αγαπώ τόσο μα τόσο πολύ, μα δεν το βλέπεις. Όπως σε αγαπώ εγώ, δε σε αγάπα κανείς, μα δεν το βλέπεις. Δεν την έχεις ανάγκη φως μου, ακούμε που σου λέω. Σε έχω ζήσει όσο κανείς, γιατί γεννηθήκαμε μαζί εγώ κι εσύ χέρι- χέρι, είμαστε ένα μωρέ, γιατί κάνεις ότι δεν καταλαβαίνεις; Κάθε μέρα σου μιλώ, μα δεν ακούς πια. Σταμάτησες πια να με ακούς, σταμάτησες πια να κάνεις παρέα με το παλιό σου φιλαράκι, τον εαυτό σου.
Τι ήθελες από μένα και δεν στο έδωσα; Τελευταία με έχεις παραμελήσει τόσο, που κι εγώ δεν έχω το κουράγιο άλλο να σου δίνω. Τελευταία σε βλέπω να χάνεσαι στο κενό, να μη θες να πάρεις τα πόδια σου, έχεις γίνει ένα με το κρεβάτι. Τελευταία δε σηκώνεις τα τηλεφώνα, μόνο για ντελίβερι. Δεν πάμε μαζί ούτε για τρέξιμο πια, στο ηλιοβασίλεμα, σαν άλλοτε. Τελευταία δεν ακούς μουσική, μονό βλέπεις όλο τηλεόραση. Τι σου προσφέρει αυτή; Μονό άγχος και στενοχώρια. αλλά ως φαίνεται τις προτιμάς για παρέα πια και με απατάς με κείνες κάθε μέρα. Είμαι στο τσακ να δώσω μια και να φύγω, να δες! Έχω ετοιμάσει βαλίτσες και δεν ξέρω ακόμα, γιατί δεν εγκαταλείπω. Ίσως, γιατί σε λυπάμαι, ξέρω καλά πως αν φύγω, θα της ανοίξεις κι υστέρα δε θα ‘χει γυρισμό, υστέρα δε θα ‘χεις χώρο πια για μένα φως μου…
Σήκω σε παρακαλώ και κάνε ένα ξέσπασμα, ούρλιαξε, φώναξε, κλάψε. Μόνο κάνε κάτι, βαρέθηκα την αδράνεια σου, σκούριασα κι εγώ, με έχεις φυλακίσει. Δε ζούσα ποτέ έτσι εγώ! Εγώ είχα φίλους, είχα ενδιαφέροντα, είχα μια σχολή και πήγαινα κάθε μέρα. Τη μανά σου δε τη σκέφτεσαι ρε, που ‘χει σκάσει να σε βλέπει έτσι και να μην ξέρει πως να βοηθήσει. Κι ο πατέρας σου; Θα πάει με το μαράζι ο δόλιος που σε βλέπει να μη θες να κάνεις τίποτε πια. Κι όλοι ρωτούν, όλοι με ρωτούν και δεν ξέρω τι να τους πω! Τι σου συμβαίνει πες μου, πες μου τι θες να λέω όταν με ρωτούν για σένα. Γιατί σκάλωσες ρε; Γιατί σκαλώσαμε και δεν έχουμε όρεξη για τίποτα πια; Πες μου σε παρακαλώ!
Ποιος δεν σου δώσε αγάπη να τον σκοτώσω φως μου, ποιος σε πλήγωσε τόσο και δεν το ξεπερνάς; Τι συνέβη και μείναμε στάσιμοι; Εμείς ρε; Εμείς που πιάναμε την πετρά και την στύβαμε, όχι από δύναμη αλλά από πείσμα τσαμπουκά και τσαγανό; Εμείς τα μαγκάκια που ‘χαμε το χαμόγελο στα χείλη μέρα- νύχτα; Ναι, το ξέρω όλα αλλάζουν και κινδυνεύουμε, μα τι; Αν εγκαταλείψουμε τι; Θαρρείς πως θα σωθούμε; ΙΣΑ- ΙΣΑ θα φέρουμε την καταστροφή μια ώρα αρχύτερα. Αυτό θες; Αν θες αυτό, εγώ δε συμμετέχω, μένω εδώ μπας και σωθούμε. μα σαν δεν το θες, δε μπορώ άλλο να βαστώ και θα σου φύγω. Μείνε μαζί της να λουφάξετε παρέα, να καταστραφείτε μαζί, εγώ πια δε συμμετέχω.
Το παραπάνω ήταν μια συνοπτική περιγραφή της καθημερινής διαμάχης ενός ατόμου με τον εαυτό του. Ενός ατόμου στα πρόθυρα της κατάθλιψης. Παλεύουν πολύ εκείνα τα άτομα, σφαδάζουν από τον πόνο, μα δεν το ομολογούν σε κανέναν. Είναι βλέπεις κάτι σαν ταμπού, ακόμα και στις μέρες το άκουσμα και μονό της λέξης «κατάθλιψη». Τα άτομα αυτά όσο κι αν κρύβονται ακόμα κι από τους ίδιους, δεν είναι δα και τόσο δύσκολο να τους δεις. Έχουν ένα παραπονιάρικο βλέμμα σαν παιδιά μαλωμένα, μια πικρή μελαγχολία πίσω από τα ψεύτικα και τυπικά χαμογελά τους. Έχουν το «δε μπορώ» καραμέλα και το «όλα καλά» έτοιμη απάντηση για κάθε περίεργο που θέλει να μάθει.
Εκείνα τα άτομα δεν είναι διόλου αδύναμα. Μάλιστα τα βρίσκω σχεδόν πιο δυνατά από κάθε ψυχικά ισορροπημένο. Και ξέρεις γιατί; Γιατί ‘χουν μια ψυχή από εδώ μέχρι τον ουρανό. Από την πολλή τους την ψυχή πονούν για ό,τι συμβαίνει. Τους λείπει μια δόση αναισθησίας κι υποφέρουν. Αν αφήσουν την τοξικότητα της κατάθλιψης να κυλήσει στο αίμα τους, πάει δεν το ελέγχουν, τέλειωσε. Τους τρώει μέρα με τη μέρα και δεν το ελέγχουν, δεν ελέγχεται, ριζώνει και γίνεται ένα με τα σωθικά τους, κομμάτι τους, ένας δαίμονας που τους θέλει υποχείρια.
Και ποιο ‘ναι το γιατρικό θα μου πεις. Πως να γιατρευτεί κανείς από την κατάθλιψη; Τα καταθλιπτικά άτομα δεν ανοίγονται εύκολα κι αν ανοιχτούν το κάνουν σε ανθρώπους που ελπίζουν για λίγη κατανόηση. Γι ‘αυτό σαν πάρουν τη γενναία απόφαση να μιλήσουν, κάνε μου την χάρη και μην τα παρεξηγάς, δώσε αγάπη και αγκαλιές. Μην τα παρεξηγάς, κάνε υπομονή, δώσε χαμογελά πολλά κι ας μη στα ανταποδίδουν, δώσε ζεστασιά κι ας μη στη δώσουν πίσω. Σαν βγουν από το λούκι θα στα επιστρέψουν διπλά, γιατί θα δουν καθαρά, τώρα είναι τυφλοί ψυχικά και θολωμένοι. Είναι ένα λούκι η κατάθλιψη δύσκολο, σχεδόν αφόρητο πολλές φορές. Ένα μονοπάτι δύσβατο, θέλει γερά πόδια και μια πυξίδα λογικής να δείχνει το δρόμο.
Μια συμβουλή μονάχα, μην δείξεις οίκτο για αυτά τα πλάσματα, ο οίκτος θα τους ρίξει στα κατάβαθα. Το ξέρω πως θέλει δύναμη και κουράγιο, μα πίστεψε με δε φταίνε. Η κατάθλιψη μπορεί να χτυπήσει σε όλους την πόρτα, μη σου πω πως την χτυπά κάθε μέρα, στο χέρι σου είναι αν θα την ακούσεις ή αν έχεις χαλάσει το κουδούνι σου και δεν ηχεί. Είναι μια πανεύκολη παγίδα της εποχής μας η κατάθλιψη. Πολλές φορές, μου λένε οι δικοί μου ότι μπορεί κάποτε να ζούσαν δύσκολα, μα τώρα τα πράγματα είναι πιο σκληρά, καθώς βιώνουμε ένα ψυχολογικό πόλεμο. Νέοι χωρίς δύναμη να χτίσουν ένα αύριο που αστράφτει…
Εγώ, αν με ρωτάς, δεν έχω γνωρίσει πιο δυνατό άτομο από ‘κείνο που παλεύει μέρα-νύχτα με το μέσα του, που σκίζει τις εσωτερικές του σάρκες, μα σιωπά και συνεχίζει όσο μπορεί την καθημερινότητα. Μη μου τον ξαναπείς αδύναμο τον καταθλιπτικό, γιατί θα σε μαλώσω, άμα δεν εισέλθεις στο λούκι του, δεν μπορείς να τον νιώσεις. Το λιγότερο που σου ζητώ είναι να τον αγαπάς όσο μπορείς κι ας μην στ’ ανταποδίδει. Όταν θα γιατρευτεί, θα δεις ένα θεριό που έσωσες, ένα θεριό που ‘χει ικανότητες να κάνει τα πάντα.