Ακόμα ένα βράδυ που δεν κοιμήθηκα καλά. Δεν έχω χρόνο να σκεφτώ τι φταίει, ίσως το άγχος για τη δουλειά, πρέπει να σηκωθώ. Γρήγορα στο μπάνιο για δόντια και πρόσωπο, μετά ξανά στο δωμάτιο και τη ντουλάπα, ακόμα γρηγορότερα στην εξώπορτα του σπιτιού μου.
Δεκαπέντε λεπτά περπάτημα μέχρι τον ηλεκτρικό θα έκαναν και τον Ιησού να βρίζει, ο ίδιος ο ηλεκτρικός ακόμα και τον Διάβολο να μεταθέσει εκεί το στέκι της κόλασής του. Ενώ παρακαλούσα να μη φτάσω ποτέ, η δυσοσμία του χώρου μου υπενθύμιζε πως πλησιάζω. Στήνομαι στην ουρά για εισιτήριο, μουρμουρίζουν όλοι, τους συντροφεύω και εγώ. Νέοι που μασάνε με ύφος κατσίκας τη τσίχλα τους, ηλικιωμένοι που αγκομαχούν με κάθε τι τεχνολογικό, είτε κινητό είτε ηλεκτρονικό εισιτήριο. Εγώ προσπαθώ να ξεχαστώ στη μουσική των ακουστικών μου, μάταια. Η μαζική βαβούρα διαταράσσει την όποια ηρεμία προσπαθούσα να πετύχω, αναδεικνύει την όποια δολοφονική τάση προσπαθούσα να καταπνίξω. Έρχεται η σειρά μου, παίρνω εισιτήρια, βλέπω την ουρά να πληθαίνει, την μουρμούρα του ενός να διαδέχεται τα νεύρα του άλλου. Ξεφυσάω. Προχωράω.
10 λεπτά για το επόμενο βαγόνι. Τέλεια…
Άσχημες μυρωδιές από τη μία, φασαρία και άντρο της πολυλογίας από την άλλη. Μαζικά νεύρα, πολλαπλές υστερίες και κακή διάθεση παντού.
Ευτυχώς, ήρθε γρηγορότερα. Κόσμος βγαίνει, κόσμος μπαίνει. Προσπαθώ να μπω και εγώ, τα καταφέρνω κάπως. Βέβαια, ήμουν έτοιμος να φιληθώ με το τύπο μπροστά μου, αλλά δεν πρέπει να έχω και απαιτήσεις. Πάλευα μέσα μου να μη φωνάξω, ένιωθα να πιέζομαι πιο πολύ σε κάθε χιλιόμετρο, ένιωθα χέρια να με ακουμπούν παντού.
Πέντε στάσεις μετά, ξεπηδάω βίαια προς το έξω. Η τσάντα μου είχε γίνει ένα, πλέον με την πλάτη μου, η μύτη μου δεν ένιωθε τίποτα πια, αλλά έφτασα έγκαιρα έστω. Αν δεν είναι αυτό εργασιακή αφοσίωση, τι είναι;
Φτάνω, ανοίγω την πόρτα, μπαίνω. Χαιρετάω, κάνω χαζοαστεία και κάθομαι στο γραφείο, προσπαθώ να ξεχαστώ στη δουλειά.
Πολλά γράμματα, περισσότερα χαρτιά. Νιώθω ένα χέρι στην πλάτη, ξυπνούν οι εφιάλτες των ΜΜΜ. Γυρίζω και βλέπω το ίδιο χέρι να αφήνει γαλήνια ένα φάκελο στο γραφείο μου, τα μάτια να με χαιρετούν γοητευτικά και το άλλο χέρι να στέκεται αμήχανα και κάπως άγαρμπα χαμηλά. Σπάω τη σιωπή που επικράτησε, ευχαριστώ και παρακάλεσε, χαμογέλασα και χαμογέλασε. Ψάχνω να βρω κάτι έξυπνο, κάτι μη κλισέ και γραφικό, κάτι αστείο και γλυκό. «Σου χρωστάω». Συγχαρητήρια, ηλίθιε. Τα σκάτωσες! «Δεν κάνει τίποτα», ξεστόμισε φεύγοντας. Ακόμα χαμογελούσε, όμως.
Τα γράμματα και τα χαρτιά πληθαίνουν, τα χέρια μου ενώνονται με το πληκτρολόγιο του υπολογιστή, το κεφάλι μου πήζει βάναυσα.
Οι ώρες περνούν, σε αντίθεση με τα νεύρα που πολλαπλασιάζονται συνεχώς. Μαζεύω τσάντα και ηρεμία, συντάσσω υποχρεώσεις και γαλήνη. Σηκώνομαι, χαιρετάω, κάποια χαζοαστεία ακόμα, λίγη κουβέντα για μπάλα και ξεκουμπίζομαι. Μπήγω τα ακουστικά στα αυτιά μου, ανοίγω την πόρτα, βγαίνω.
Λίγα μέτρα ποδαρόδρομος, πάλι ηλεκτρικός, πάλι υστερία και εγκεφαλικά βρώμας. Ο χώρος τόσο αποπνιχτικός, με ωθεί σχεδόν να επιστρέψω στο γραφείο.
Νιώθω ένα χέρι στην πλάτη, το ίδιο χέρι του γραφείου, το ίδιο χέρι με τα μάτια που με κοιτούσαν πριν. Προσπαθώ να σπάσω ξανά τον πάγο, «γεια». Με χαιρετάει και αυτή, και πάλι χαμογελαστή. Άρχισε να παραπονιέται κάπως για τα ωράρια, να θυμώνει με τις ατελείωτες ώρες εργασίας στον υπολογιστή, για τα χαζοαστεία που λέγονται στο γραφείο.
Εγώ απλά χάζευα τα μάτια της, ποθούσα τα χείλη της. Χανόμουν στο άρωμά της, το οποίο διατάρασσε την ορμή της μπόχας και της πολυκοσμίας. Έστεκε σαν μια επαναστατική φιγούρα μπροστά στο χάος του σταθμού, μια ατελείωτη ομορφιά στην ασχήμια των τραίνων.
Πλέον, δεν με απασχολούσαν οι θρασείς νέοι και οι τεχνολογικά απολιθωμένοι ηλικιωμένοι, οι τσακωμοί και τα πλήθη κόσμου, αλλά μόνο αυτή. Συνέχισε να μιλάει, δεν έδινα ιδιαίτερη σημασία στο τι έλεγε, μπορεί και να με πέρασε για ηλίθιο. Τη χάζευα.
8 λεπτά για το επόμενο βαγόνι. Γαμώτο, τι να προλάβω να πω σε 8 λεπτά;
Βγάζω τα ακουστικά, που συντρόφευαν το λαιμό μου τα τελευταία λεπτά, τα «τσαλακώνω» και τα πετάω στη τσέπη της ζακέτας μου. Όλη μου η προσοχή είναι μόνο σε αυτή. Κατεβαίνει δύο στάσεις πριν από εμένα, της προτείνω να τη συνοδεύσω, δε θέλει να με βάλει σε κόπο, χαμογελάω και της αποδεικνύω πως θέλω.
Το βαγόνι έρχεται, μαζί και το χαμόγελο στα χείλη μας. Με σπρώχνουν και σπρώχνω, αλλά δεν με πειράζει. Την έχω μπροστά μου, με έχει μπροστά της. Απότομο φρενάρισμα, χάνει την ισορροπία της, την κρατάω σφικτά και τη φέρνω κοντά μου. Σχεδόν η μύτη της ακουμπάει τη δική μου, τα χείλη της στα δικά μου. Ανοίγουν οι πόρτες, κατεβαίνει, κατεβαίνω.
Το σπίτι της δεν είναι μακριά, λέει, δε θα με κουράσει πολύ, φτάσαμε. Μα, θέλω να με κουράζεις, αποκρίνομαι. Σταματάει, γυρνάει, χαμογελάει. Σταματάω, χαμογελάω, τη φιλάω. Και αυτή. Την αγκαλιάζω ξανά. Και αυτή.
-Αύριο;
-Αύριο!