Όλα γύρω σου καταρρέουν. Κοίταξε. Ιδέες, φιλίες, εμπιστοσύνη, έρωτας.
Έχεις πιάσει πολλές φορές τον εαυτό σου να χτυπιέται, να αναλογίζεται, να καταρρέει και αυτός. Ένα «γιατί;» πλανάται γύρω σου. Ένα σκοτεινό, βρώμικο και ίσως αναπάντητο ερώτημα, ένα αναπάντητο «γιατί;», στέκεται ακριβώς από πάνω σου, στέκεται ακριβώς μέσα σου. Οι σκέψεις και οι απορίες σου είναι ικανές να το ταΐζουν συνεχώς, να το ενδυναμώνουν, να του δίνουν ό, τι χρειάζεται για να θεριέψει, για να σε οδηγήσει σε πτυχές που ούτε καν εσύ ο ίδιος δεν μπόρεσες να ανακαλύψεις κάποτε.
Αυτό που σε ενοχλεί περισσότερο δεν είναι το τέλος αυτό που σφράγισε μια σχέση, ερωτική ή φιλική, αλλά ο τρόπος ή η δικαιολογία ή η απόσταση, όχι η γεωγραφική αλλά η συναισθηματική ή όλα αυτά μαζί. Γιατί ποτέ κανένας δε θα νιώθει τα ίδια με σένα, μπορεί να σε αγαπάει, αλλά όχι όσο εσύ, μπορεί να σε πληγώνει, αλλά όχι όσο εσύ, μπορεί και να σκέφτεται κάπως τα ίδια τώρα, αλλά όχι όσο εσύ.
Αυτή είναι η ανθρώπινη αλυσίδα, ενδεχομένως. Όπως συμβαίνει και στη φύση με την αντίστοιχη τροφική, όπου, εν ολίγοις, κάποια ζωική τάξη τρέφεται με μια άλλη, έτσι και εδώ. Ο καθένας κουβαλάει σε ένα νοητό σάκο, συνέχεια, τα προβλήματα, τις ανησυχίες, τα κόμπλεξ και τις φιλοδοξίες του. Ο σάκος, λοιπόν, μένει φορεμένος στην πλάτη, μέχρι να βρεθεί κάποιος άλλος με διαφορετικά προβλήματα, διαφορετικές ανησυχίες και κόμπλεξ και φιλοδοξίες. Στη συνέχεια, ο καθένας επιλέγει αυτά που του ταιριάζουν, απορρίπτει τα υπόλοιπα και προχωράει. Αρπάζοντας κάθε φορά κάτι σημαντικό από τον άλλον, είτε πρόκειται για την καρδιά του είτε για τα άγχη του. Και προχωράει. Με σένα ή χωρίς εσένα. Προχωράει…
Στεναχωριέσαι. Δεν ξέρεις τι να κάνεις. Νιώθεις μόνος, ευάλωτος, αβοήθητος. Νιώθεις ότι ο σάκος σου αδειάζει συνεχώς, ότι ξεμένεις από τα θετικά του και σου έχουν απομείνει παρά μόνο τα αρνητικά, τα προβλήματα και οι έννοιες σου. Νιώθεις μόνος.
Ανοίγεις τον σάκο. Ψάχνεις καλά. Σχεδόν άδειος. Στάζει μοναξιά. Πετάς τα πάντα έξω, μάλλον προσπαθείς να βρεις κάτι καλό. Δε βρίσκεις. Ή μήπως βρίσκεις; Αυτή η έλλειψη στο νοητό σου σάκο σε πεισμώνει. Δε θες να την πατήσεις ξανά, σκέφτεσαι. Μαζεύεις τα πράγματά σου, τα χαζεύεις για λίγο, τα βάζεις μέσα. Πιάνεις τον σάκο με τα χέρια σου, τον περνάς στον ώμο σου, ξεφυσάς. Πρέπει να προχωρήσεις. Ξεφυσάς.
Αλίμονο στον επόμενο…