Θυμάμαι όλες εκείνες τις βόλτες στην παραλία της Σκιάθου, εκείνες τις στιγμές που η άμμος γινόταν ένα με τα γυμνά μας πόδια, γινόταν ένα με εμάς. Θυμάμαι τις μπύρες που κατεβάζαμε χασκογελώντας, τις φορές που συζητούσαμε, σχεδόν μεθυσμένοι, για τη ζωή, για τον Θεό και για την άμμο, έξω από μια σκηνή, δίπλα στη θάλασσα.
Θυμάμαι τις φορές που πήγαμε γήπεδο, το πάθος της φωνής μας στα γκολ, την εκσφενδόνιση βρισιών προς διαιτητές και αντιπάλους, τις ώρες που αγωνιούσαμε όρθιοι.
Θυμάμαι και τους τσακωμούς μας, τα νεύρα και τις φορές που πιαστήκαμε στα χέρια, αλλά και αυτές που ακολούθησαν, οι οποίες μας βρήκαν αγκαλιά, γελώντας και αναζητώντας μια μπύρα.
Θυμάμαι τη μέρα που γνωριστήκαμε στο νηπιαγωγείο της διπλανής γειτονιάς, την πρώτη μπάλα που κλοτσήσαμε εκεί, την πρώτη ζωγραφιά που φτιάξαμε στο χαρτί, τους πρώτους μαρκαδόρους που μου δάνεισες.
Θυμάμαι την πρώτη μας μέρα στο σχολείο, όταν δε ξέραμε τι να κάνουμε και απλά κοιτούσαμε ο ένας τον άλλον αμήχανα, αλλά και τα ηλεκτρονικά μετά, παρέα με δύο παγωτά χωνάκι.
Θυμάμαι τις φορές που σε κέρδιζα στα ηλεκτρονικά, ακόμα καλύτερα εκείνες που με κέρδισες εσύ. Εκνευρίζομαι με τη τύχη σου, τις χαμένες ευκαιρίες μου και την αξιόπιστη επίθεσή σου, το ύπουλο βλέμμα όταν σκόραρες και το στοργικό χτύπημα στην πλάτη μου.
Θυμάμαι τα αναψυκτικά στην παιδική χαρά τα απογεύματα, καθισμένοι στο παγκάκι που είχαμε βαφτίσει δικό μας, τους τσακωμούς με τα υπόλοιπα παιδιά, τα μαυρισμένα μάτια και τα ξεσκισμένα ρούχα που τους πρόσφερες όταν με πείραζαν.
Θυμάμαι τις κοπέλες στο γυμνάσιο, αυτές στο λύκειο και τις φορές που μου δάνεισες το σπίτι σου σε ανάλογες περιπτώσεις. Τρέμω ακόμα με τη φορά που μπήκε ξαφνικά η μάνα σου στο σπίτι και το δωμάτιο, τα γέλια σου και τη ντροπή μου. Σκέφτομαι και τις φορές που, ενώ είχες βγει ραντεβού, σε έπαιρνα συνεχώς τηλέφωνο για να σε εκνευρίσω. Θα μπορούσες να το κλείσεις. Δεν το έκλεισες.
Θυμάμαι τις πρώτες μας διακοπές, τα πρώτα ξενύχτια και τη ζάλη της επόμενης ημέρας, τα καλοκαίρια στη Σκιάθο, την άμμο και τις ζεστές μπύρες μας.
Θυμάμαι τη μέρα που διαγνώστηκες με καρκίνο. Το κλάμα και τα χτυπήματα στο τοίχο, τα δάκρυα και τα νεύρα. Έτρεξα αμέσως σε σένα, δεν είπες τίποτα, ούτε και εγώ. Σου κράτησα το χέρι, ψιθύρισα ότι δε θα αφήσω να πάθεις κακό, δάκρυσα και πάλι. Με αγκάλιασες, σε αγκάλιασα, και με ρώτησες αν θέλω να παίξουμε ηλεκτρονικά. Γέλασα, σκούπισα λίγο τα βρεγμένα μου μάτια και σε κοίταγα. Μια δύναμη που υπερέβαινε τα όρια της ζωής, τα στενά όρια του θανάτου και του αναμενόμενου, μια δύναμη πολύ ισχυρή, αντίστοιχη του Θεού, για τον οποίο είχαμε ξενυχτήσει ολόκληρες βραδιές…
Θυμάμαι τις εβδομάδες που νοσηλευόσουν, τις μέρες που δε σε έβλεπα, τις μέρες που υπέφερες, αλλά και τις τακτικές μου επισκέψεις στο νοσοκομείο, τη στοματική διαταραχή που μου προκαλούσε ένα άσπρο δωμάτιο, το χαμόγελο όταν με έβλεπες.
Τα θυμάμαι όλα αυτά σήμερα, ανήμερα της κηδείας σου. Δε σε προστάτευσα τελικά, δεν σε έσωσα από το πεπρωμένο. Ίσως θα μπορούσα να κάνω κάτι, αν και ποτέ σου δε μου ζήτησες κάτι, αν και ποτέ δεν απαίτησες τίποτα. Δεν ήθελα να με αφήσεις, δεν ήθελα να μείνω μόνος. Δεν ξέρω τι να κάνω, δεν ξέρω τι δεν πρέπει να κάνω. Πάντα με προστάτευες εσύ, εσύ ήσουν αυτός που έμπαινες εμπόδιο σε κάθε κίνδυνο. Και εγώ δεν μπήκα. Θα σε σκέφτομαι, θα σε θυμάμαι, θα σε χρειάζομαι. Στην υγειά σου!