
Δεν υπάρχει σωστό και λάθος.Υπάρχει αντίστοιχα το μεταβλητό και το σταθερό.Υπάρχει το αληθινό και το ψεύτικο. Υπάρχει το ηθικό και το ανήθικο.Υπάρχει το νόμιμο και το παράνομο. Από την στιγμή που εισβάλλει το αναφαίρετο και ύψιστης σημασίας ανθρώπινο δικαίωμα της ελεύθερης βούλησης που μεταφράζεται σε επιλογή ανάμεσα στο σωστό και στο λάθος, τότε το σωστό και το λάθος μεταμορφώνεται στο τι μου αρέσει, με εκφράζει και δεν θέλω να αλλάξω στην ζωή μου και στο τι δεν με καλύπτει πια και επιθυμώ να αλλάξω.
Όλα παρουσιάζονται σχετικά, ανάλογα με ποιά οπτική τα θωρείς. Το «αντικειμενικό» δεν πρέπει να υφίσταται σαν έννοια. Αυτό που εμείς θεωρούμε αντικειμενικό και το υποστηρίζουμε τόσο ένθερμα και εμμονικά προκύπτει από τις δικές μας προσλαμβάνουσες, προστιθέμενο στα ερεθίσματα που μας μετέδωσε το οικογενειακό μας περιβάλλον και ο κοινωνικός μας περίγυρος. Και όλα αυτό πολλαπλασιαζέται, σε έναν κοινό αποδεκτά κώδικα ηθικής και δεοντολογίας. Αν τολμήσουμε να βγούμε από το καβούκι μας και δούμε τα πράγματα από απόσταση συνειδητοποιούμε οτι αυτό που εμείς θεωρούμε αντικειμενικό για κάποιους άλλους ορίζεται ως υποκειμενικό. Έτσι ο καθένας από εμάς διαμορφώνει άλλη θεώρηση. Κάνουμε λόγο δηλαδή για πολλά διαφορετικά υποκειμενικά αφού ο καθένας μας είναι μοναδικός. Δεν χρειάζεται να μας ξενίζει. Αυτό είναι το υγιές απλά δεν μας το έμαθαν, οπότε δεν το αναγνωρίσαμε και ως εκ τούτου δεν βρεθήκαμε καθόλου εξοικειωμένοι με αυτή την εξίσωση. Ό,τι ορίζω ως σωστό και τελικά το ενστερνίζομαι, το σκανάρω με την δίκη μου κρίση, το παρατηρώ από την δική μου οπτική και το στοιχειοθετώ με τα δικά μου επιχειρήματα. Εγώ όμως.
Από μικροί ακούμε αυτές τις λέξεις και έτσι μάθαμε και εμείς να τις χρησιμοποιούμε στο καθημερινό μας λεξιλόγιο τόσο εύκολα και με τέτοια σιγουριά και ασφάλεια σαν να αναφερόμαστε στον ποινικό κώδικα. Εκεί όπου υπάρχουν νόμοι σαφείς σε πλαίσια με όρια. Ωστόσο, δεν υπάρχει εγχειρίδιο χρήσης που να υποδεικνύει τον ορθό τρόπο που πρέπει να ζήσεις γιατί δεν υπάρχει σωστό και λάθος. Δεν υπάρχουν κανόνες που πρέπει να ακολουθήσουμε , υπό την απειλή να μας ακυρώσουν την ίδια μας την ύπαρξη.
Πως είναι δυνατόν το σωστό για εμένα να απαιτώ να είναι σωστό και για τον άλλον; Ακόμη και αν εξ ′ορισμού το σωστό λέγεται για κάποιον που δρα σύμφωνα με τα αποδεκτά πρότυπα συμπεριφοράς, ποιος ορίζει και με ποια κριτήρια, ποια είναι τα πρότυπα αυτά;
Αυτοί οι τετριμμένοι όροι, πια ξεπερασμένοι, κάλυψαν άλλες εποχές. Πλέον φαντάζουν παρείσακτοι χωρίς ακεραιότητα αφού τους χρησιμοποιούμε, εμφανώς, αφενός για να δικαιολογήσουμε τις πράξεις μας και αφετέρου για να αμβλύνουμε τις συνέπειες αυτών. Οφείλουμε να συμφωνήσουμε όλοι στην παραδοχή πως η ελληνική γλώσσα είναι ίσως η μοναδική γλώσσα που περιλαμβάνει τόσες λέξεις όσες και τα διαφορετικά νοήματα που επιθυμούμε κάθε φορά να μοιραστούμε. Πλούσια και επεξηγηματική. Μήπως πίσω από ένα τόσο απρόσωπο «σωστό» κρύβεται ένα υγιές, ωφέλιμο, δημιουργικό, αληθινό, νόμιμο, ενδιαφέρον, ευχάριστο; Αντιστοίχως, πίσω από ένα ξύλινο «λάθος», ένα στενάχωρο, αγχωτικό, ανούσιο, παράνομο, ανήθικο, βλαβερό, κακόβουλο;
Ο παράγοντας που αξίζει κάθε φορά να μας προβληματιζει και μας επιτρέπει να αναλωνόμαστε νοητικά είναι, τι συναισθήματα μας προκαλεί κάθε κατάσταση που περιμένει να την διαχειριστούμε. Εξετάζοντας την ορθότητα μιας κατάστασης, μιας πράξης, είναι σκόπιμο να εστιάζω στο τι με ευχαριστεί και με γεμίζει, ώστε να κρατήσω ως σταθερά στην ζωή μου. Από την άλλη, τι μου ασκεί μη δημιουργικό, ψυχοφθόρο άγχος (ή θλίψη ή οργή ή καταπίεση) αναγκάζοντας με να μεταβάλλω, ακόμη και να αποχωριστώ από την ζωή μου, για να νιώσω πιο ανάλαφρος, πιο ουσιαστικά χαρούμενος, πιο ισορροπημένος, να εξελιχθώ, να γίνω πιο «άνθρωπος». Ως δείκτης λοιπόν, ορίζεται το συναίσθημα μου κάθε στιγμή. Με αυτό πορεύομαι και αυτό με οδηγεί.