
Το όνομα του Δανού σκηνοθέτη, Λαρς φον Τρίερ, είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με το κίνημα του «Δόγματος 95». Σύμφωνα με το μανιφέστο του κινήματος, το οποίο κυκλοφόρησε το 1995 και φέρει την υπογραφή του ίδιου του φον Τρίερ και του Τόμας Βίντερμπεργκ, θέτει ως προϋπόθεση οι ταινίες που ανήκουν στο είδος να είναι γυρισμένες στην περιοχή όπου διαδραματίζεται η ιστορία και να μην υπάρχει σετ ειδικά διαμορφωμένο για τα γυρίσματα, ο ήχος να μην είναι ξεχωριστά φτιαγμένος από τα πλάνα που βλέπει ο θεατής, η κάμερα να μην στηρίζεται σε σταντ, οι ταινίες να είναι έγχρωμες, να μην χρησιμοποιούνται φίλτρα ή άλλα εφέ, να μην υπάρχουν υπερβολικά ή υπερφυσικά στοιχεία και να χρησιμοποιούν φιλμ 35 χιλιοστών. Αν και η πλειοψηφία των ταινιών του φον Τρίερ υπακούν στους κανόνες του «Δόγματος 95», πολλές που χρησιμοποιούν τεχνικές που έρχονται σε αντιπαράθεση με το δεκάλογο του μανιφέστου, μοιάζουν και αυτές να ανήκουν στο κινηματογραφικό αυτό είδος, αλλά με κάποια «αντιδραστικά» στοιχεία. Ένα τέτοιο παράδειγμα αποτελεί και η ταινία «Dogville» (2003), με πρωταγωνίστρια τη Νικόλ Κίντμαν, που αν και διαθέτει ένα εντελώς εξωπραγματικό, μίνιμαλ σετ, μοιάζει να μην αποκλίνει εντελώς από τον πρώτο κανόνα του μανιφέστου, ορίζοντας με αυτό τον τρόπο την πόλη Dogville ως μία καθαρά φανταστική τοποθεσία, που θα μπορούσε να είναι οποιαδήποτε άλλη επαρχιακή πόλη της Αμερικής.

Η ιστορία του «Dogville» είναι χωρισμένη σαν μυθιστόρημα του 19ου αιώνα σε εννιά κεφάλαια. Στη μικρή αυτή επαρχιακή πόλη, κοντά σε ένα ορυχείο αργύρου στα Βραχώδη Όρη, τη δεκαετία του 1930, όπου λαμβάνει χώρα η περιπέτεια της Γκρέις Μάλλιγκαν (Κίντμαν), κυριαρχούν οι δεισιδαιμονίες και οι αυστηρές χριστιανικές αρχές. Οι κάτοικοι του Dogville ακούν με θέρμη τις ηθικολογικές διαλέξεις του νεαρού συγγραφέα, Τομ Έντισον Τζούνιορ (Πολ Μπέτανι), ο οποίος προσπαθεί να φέρει τους συνανθρώπους του στο «σωστό δρόμο». Η Γκρέις καταφεύγει στο Dogville κυνηγημένη όπως είναι από γκάνγκστερ, όπως εκμυστηρεύεται στον Τομ (ο οποίος τη διαβεβαιώνει πως κανείς δεν πρόκειται να τη βρει σε αυτή την απομακρυσμένη περιοχή) και προσπαθεί να χτίσει τη ζωή της από την αρχή, γνωρίζοντας τους κατοίκους και φροντίζοντας το νέο της σπίτι. Με το ένοχο παρελθόν της, όμως, και τους γκάνγκστερ τελικά να περνάνε από την πόλη ψάχνοντας για εκείνη, η Γκρέις προσπαθεί με νύχια και με δόντια να κερδίσει την εμπιστοσύνη ή τη συμπάθεια των νέων της γειτόνων και γι αυτό κάνει για εκείνους αγγαρείες, οι οποίες γίνονται σύντομα αναγκαστικές και ολοένα και σκληρότερες, φανερώνοντας σιγά-σιγά το κακό πρόσωπο της μικρής κοινότητας.

Η ταινία, αν και συμβατική ως προς το σενάριο, διαθέτει μία avant-garde υφή που οφείλεται καθαρά στα μίνιμαλ σκηνικά της. Τα σπίτια στο Dogville δεν είναι πραγματικά κτίρια και οι δρόμοι ή οι αυλές της μικρής κωμόπολης δεν ορίζονται παρά μόνο από γραμμές ζωγραφισμένες με κιμωλία στο σκουρόχρωμο πάτωμα. Ο ορίζοντας, από την άλλη, είναι ξεκάθαρα το εσωτερικό ενός μεγάλου στούντιο (θυμίζοντας εκείνα του Χόλυγουντ κατά τη δεκαετία του 1930) και ο φον Τρίερ διαλέγει αντί να το καλύψει με σκηνικά, να μας το δείξει ξεκάθαρα. Ενώ φαινομενικά η όλη ατμόσφαιρα και οι σεναριακές ή σκηνοθετικές επιλογές του φον Τρίερ έρχονται κάθετα αντίθετες με τους κανόνες του «Δόγματος 95», το «Dogville» δεν στέκεται σε τόσο μεγάλη απόσταση από την υπόλοιπη φιλμογραφία του σκηνοθέτη. Όντας μία από τις πρώτες αγγλόφωνες ταινίες του φον Τρίερ, με Αμερικανούς κυρίως ηθοποιούς στο καστ, όπως τη Νικόλ Κίντμαν σε α’ γυναικείο ρόλο, τον Τζον Χερτ ως αφηγητή και τη Λορίν Μπακόλ, τον Πολ Μπέτανι, την Κλόι Σεβινί, τον Ούντο Κίερ, τον Μπεν Γκαζάρα και τον Τζέιμς Κάαν σε β’ ρόλους, αλλά και το πρώτο μέρος της τριλογίας «Η.Π.Α.» του σκηνοθέτη (το δεύτερο είναι η ταινία «Manderlay» που κυκλοφόρησε το 2005, ενώ το τρίτο δεν έχει γυριστεί ακόμα), ο φον Τρίερ αποτίνει αφενός το φόρο τιμής του στο Χόλυγουντ και την ιστορία του και αφετέρου ασκεί την κριτική του, όσο αφορά τα ψεύτικα σκηνικά του και τις γλυκερές φόρμες του, που έχουν αναπόφευκτα γίνει κλισέ. Το «Dogville» είναι λοιπόν, κατά ένα τρόπο, μια ταινία του «Δόγματος 95» στα χέρια των μεγάλων παραγωγών της βιομηχανίας του σινεμά.

Το «Dogville» έκανε την πρεμιέρα του στο Φεστιβάλ των Καννών του 2003, χάνοντας το Χρυσό Φοίνικα (Palme d’Or) από το «Elephant» του Γκας Βαν Σαντ. Για τη Νικόλ Κίντμαν, που διακρίθηκε για την εξαιρετική ερμηνεία της, η ταινία της άνοιξε το δρόμο προς τον ευρωπαϊκό κινηματογράφο και μια νέα πτυχή της καριέρας της, το πιο πρόσφατο παράδειγμα της οποίας είναι «Ο θάνατος του ιερού ελαφιού» (2017), του Γιώργου Λάνθιμου. Σε επίπεδο υποκριτικής, ξεχωρίζει και η ερμηνεία της Λορίν Μπακόλ ως μια κακοπροαίρετη και κουτσομπόλα επαρχιώτισσα, ένας ρόλος που αφενός την απομακρύνει από τη φιγούρα του «femme fatale» η οποία την έκανε διάσημη και αφετέρου αναβιώνει την καριέρα της για τελευταία φορά, λίγο πριν πεθάνει το 2014, σε ηλικία 89 ετών. Για τον ίδιο τον φον Τρίερ, το «Dogville» σηματοδότησε μια νέα περίοδο στη φιλμογραφία του, αλλά και την εξέλιξη του αναχρονιστικού πια «Δόγματος 95», πηγαίνοντας από το φιλμ 35 χιλιοστών στην ψηφιακή κάμερα, αλλά και από τον ντοκιμαντερίστικο ρεαλισμό στην ουτοπική μυθοπλασία. Κάποιος που δεν έχει γνωρίσει τον φον Τρίερ από την τηλεοπτική σειρά, «Riget» (1994-1997), το «Δαμάζοντας τα κύματα» (1996), τους «Ηλίθιους» (1998) ή το «Χορεύοντας στο σκοτάδι» (2000), μπορεί να γνωρίσει το σινεμά του Δανού πρωτοπόρου μέσα από αυτό το μίνιμαλ «masterpiece».
Δείτε το trailer της ταινίας στο YouTube: