Ο φωτογράφος στον οποίο πρόκειται να αναφερθώ σε αυτό το αφιέρωμα είναι κάποιος που έχει προκαλέσει πολλές αντιδράσεις στο κοινό του και το έργο του είναι εξαιρετικά αμφιλεγόμενο, γι’ αυτό και ίσως αρκετοί να αντιταχθούν στον χαρακτηρισμό του ανάμεσα στους “μεγάλους” των φωτογράφων. Είναι ένας από τους γνωστότερους φωτογράφους του 20ου αιώνα, δεν θα μπορούσα να αναφέρομαι σε κανέναν άλλο πέρα από τον Kevin Carter ( γνωστότερος μάλλον για την αυτοκτονία του παρά για την δουλειά του ). Μία και μόνο φωτογραφία αρκούσε για να τον κάνει διάσημο.
Η ζωή του
Ο Kevin Carter γεννήθηκε στις 13 Σεπτεμβρίου στο Γιοχάνεσμπουργκ, στην Νότια Αφρική. Μεγάλωσε σε “γειτονιά λευκών” με την ανάλογη αντιμετώπιση από τον κόσμο που τον περιέβαλλε. Ωστόσο η αδικία και η κακομεταχείριση απέναντι στον έγχρωμο πληθυσμό, των οποίων γινόταν συχνά θεατής, τον οδήγησαν αρκετά γρήγορα στο κοινωνικό φωτορεπορτάζ. Ξεκίνησε την καριέρα του σε μία τοπική εφημερίδα, αθλητικό περιεχομένου, στην Sunday Express. Αργότερα έγινε ένας από τους τέσσερις λευκούς ρεπόρτερς που συνέθεσαν το “The Bing Bang Club”. Τα μέλη του κατέγραφαν γεγονότα βίας κατά την διάρκεια μετάβασης από την Πολιτική Φυλετικού Διαχωρισμού προς την Δημοκρατία (άρση του Απαρτχάιντ). Έλαβαν αρκετές διακρίσεις και βραβεία για το έργο τους, ενώ συνέβαλλαν στην ευαισθητοποίηση του κοινού για τις εξελίξεις στην Αφρική, οι οποίες είχαν λάβει διαστάσεις διαμάχης στο διάστημα 1990 – 1994. Οι τέσσερις τους έθεσαν σε πολλές περιπτώσεις τη ζωή τους σε κίνδυνο και συνελήφθησαν άλλες τόσες, χωρίς ποτέ να εγκαταλείψουν το έργο τους.
Συχνά φωτογραφίες του εμφανίστηκαν στο Time και σε άλλες, γνωστές τότε, εφημερίδες, ακόμη και ως εξώφυλλο, γεγονός που το απέδωσε κύρος και φήμη. Έκανε σημαντική δουλειά κατά την διάρκεια της κατάργησης του Απαρτχάιντ, στις φωτογραφίες του απεικονίζεται “τη μέθοδο εκτέλεσης με το κολιέ”, πρόκειται για μέθοδο που πρωτοεμφανίστηκε εκείνη την εποχή για να θανατώσουν όσους εναντιώνονταν στο καθεστώς. Οι σχετικές φωτογραφίες υπάρχουν ακόμη στο συγκεντρωμένο αρχείο του φωτογράφου, ωστόσο δεν δημοσιεύθηκαν ποτέ καθώς θεωρήθηκαν εξαιρετικά σκληρές.
Η φωτογραφία που τον σημάδεψε
Το 1993 ταξίδεψε στο Σουδάν ώστε να καλύψει την αντάρτικη εξέγερση. Εκεί είδε μπροστά του ένα υποσιτισμένο κορίτσι που κατευθυνόταν προς το κέντρο σίτισης. Όταν αυτό υπέκυψε στην πείνα και την αδυναμία του και έπεσε στο χώμα ένα γεράκι έκανε την εμφάνιση του περιμένοντας να τραφεί από το αδύναμο κορίτσι που ήταν έτοιμο να πεθάνει. Ο Κάρτερ αφού τράβηξε την περιβόητη φωτογραφία, έδιωξε ο όρνιο και άφησε το παιδάκι να συνεχίσει τον δρόμο του. Η πιο γνωστή εκδοχή, και η κατάθεση του Κάρτερ στο δικαστήριο, ανέφερε ότι είχε πάρει εντολές από τους ανωτέρους του να αποφύγει κάθε επαφή με τους ντόπιους ώστε να μην έρθει σε επαφή με τοπικές, μολυσματικές ασθένειες. Ο τότε συνεργάτης του, Ζοάο Σίλβα, δήλωσε ότι την στιγμή που ο Κάρτερ τράβηξε την φωτογραφία γύρω του γινόταν επίθεση με πυροβολισμούς στον καταυλισμό, στον οποίο διέμενε.
Την αμέσως επόμενη μέρα δημοσιεύθηκε η φωτογραφία στους New York Times. Η δημοσίευση της φωτογραφίας ενίσχυσε την ευαισθητοποίηση και την επίγνωση για την κατάσταση που επικρατούσε στο Σουδάν. Παρ’ όλα αυτά προκάλεσε έντονες αντιθέσεις σχετικά με το ποιόν του φωτογράφου που προτίμησε να εξυπηρετήσει την δουλεία του αντί την ηθική του. Τον Μάιο του 1994 η φωτογραφία με το ετοιμοθάνατο κορίτσι κέρδισε το Βραβείο Πούλιτζερ για αξιόλογη φωτογραφία και η φήμη του εκτοξεύθηκε. Ταυτόχρονα όμως διογκώθηκαν η καχυποψία και οι κατηγορίες του κόσμου. Χαρακτηριζόταν από πολλούς ως καιροσκόπος, δίχως συνείδηση που εκμεταλλευόταν κάθε ευκαιρία για διασημότητα, παρά τον μεγάλο αριθμό ανθρώπου που απηύθυναν την βοήθεια τους προς τις εμπόλεμες ζώνες του Σουδάν.
Μόλις δύο μήνες μετά την βράβευση του ο Κάρτερ αυτοκτόνησε.
Η αυτοκτονία του
Οι κατηγορίες του και τα βιώματα του τελικά του έγιναν αβάσταχτα. Έπεσε σε έντονη κατάθλιψη, εγκατέλειψε την δουλειά του και οδηγήθηκε στην αυτοκτονία του τον Ιούλιο του 1994, σε ηλικία μόλις 33 ετών. Αφού επέστρεψε στο πατρικό του σπίτι στο Γιοχάνεσμπουργκ, οδήγησε το αυτοκίνητο του σε ένα σημείο που αγαπούσε ως παιδί, έβαλε ένα λάστιχο στην εξάτμιση του αυτοκινήτου του και την άλλη άκρη στις θέσεις των επιβατών. Τελικά πέθανε ασφυκτιώντας από τις αναθυμιάσεις του μονοξειδίου του άνθρακα. Στο σημείωμα της αυτοκτονία του έγραφε:
«Λυπάμαι πολύ. Ο πόνος της ζωής υπερισχύει της χαράς, σε σημείο που η χαρά να μην υπάρχει. Κατάθλιψη, χωρίς τηλέφωνο, λεφτά για ενοίκιο, λεφτά για να βοηθήσω τα παιδιά, λεφτά για τα χρέη… λεφτά!!! Με στοιχειώνουν οι μνήμες των σκοτωμών, των πτωμάτων, του θυμού και του πόνου, των πεινασμένων ή χτυπημένων παιδιών συνήθως από κάποιον αστυνομικό ή εκτελεστή. Θα συναντήσω τον Κεν*, αν είμαι τυχερός».
Τελικά, παρά τις απορίες του κοινού να μάθουν περισσότερες πληροφορίες σχετικά με το κοριτσάκι και το αν επέζησε, δεν ήρθε στην επιφάνεια καμία είδηση. Κάποιοι μάρτυρες ανέφεραν ότι μεταφέρθηκε σε κέντρο υγείας, όπου και νοσηλεύθηκε, χωρίς ωστόσο να δημοσιοποιηθούν επιπλέον λεπτομέρειες.
*Επίσης μέλος του Bang Bang Club, και φωτορεπόρτερ, ο οποίος είχε πρόσφατα χάσει την ζωή του καταγράφοντας σκηνές πολέμου.