Στα προεφηβικά και εφηβικά χρόνια, ας μην κρυβόμαστε, η μουσική κουλτούρα του καθενός αφενός ξεκινάει το ταξίδι της διαμόρφωσής της και αφετέρου αποτελεί ένα από τα βασικότερα και πρωταρχικά στοιχεία της δημιουργίας αυτής της έννοιας που συνοπτικά καλούμε το «ανήκειν» κάπου. Ειδικά τότε η μουσική καταβολή ήταν κι αυτό που σε έκανε να αισθάνεσαι ότι ανήκεις κάπου.
Για μένα ήταν εκείνο το καλοκαίρι που υπήρξε ό,τι πιο κομβικό για την μουσική μου επιρροή. Θα ήμουν κοντά στα 12 όταν η ξαδέρφη μου άρχιζε να μου υπερπροβάλει ένα rapper, έτσι τον αποκαλούσε. Αποκλείεται να μην τον ξέρεις. Είναι ο μοναδικός λευκός rapper που είναι τόσο κορυφαίος. Μέχρι τότε δεν ήξερα καν τι είναι η rap μουσική. Χρόνια μετά κατάλαβα πως όλοι άκουγαν Eminem τότε γιατί ήταν η εποχή που έκανε το μεγάλο του bam. Τότε είχε κυκλοφορήσει η αυτοβιογραφική του ταινία «8 mile» και όλοι άκουγαν το “Lose yourself”. Θα σου γράψω κάτι τραγούδια του σε ένα CD, θυμάμαι τα λόγια της ξαδέρφης μου που με κάνουν να αναπολώ στιγμές μιας άλλης εποχής, όταν η τεχνολογία ήταν ακόμα στα σπάργανά της. Έτσι κι έγινε. Εκείνο το CD το έχω ακόμα μαζί με τα άλλα του Eminem. Αλλά το θέμα είναι πως για μένα δεν υπήρξε ποτέ μια μόδα, δεν τον ξεπέρασα ποτέ αυτόν τον «λευκό rapper». Αυτός μου κράτησε το χέρι στα δύσκολα και με έκανε να περάσω το tunnel της εφηβικής πορείας.
Του πλέκω το εγκώμιο για τον λόγο πως μόλις την περασμένη εβδομάδα ο «λευκός rapper» που δύσκολα χαμογελά έγινε 44 ετών (17 Οκτωβρίου) και η δική του ξεχωριστή μέρα με έκανε να θυμηθώ για άλλη μια φορά πως είναι να έχεις έναν μουσικό μέντορα που αδυνατείς να εξηγήσεις το πώς και το γιατί ταυτίστηκες μαζί του και σε παρέσυρε αλλά νιώθεις μια ασφάλεια που το έχεις βιώσει αυτό το συναίσθημα. Την ασφάλεια του ότι οποιαδήποτε στιγμή σε μια αποτυχία, σε μια επιτυχία, στο άγχος και στα νεύρα, απλά θα βάλεις τα ακουστικά ή τα ηχεία στο τέρμα για να νιώθεις την δόνηση του μπάσου να τραντάζει τις φλέβες σου και θα αφεθείς στους στίχους και στο beat. Αυτή είναι η σχέση μου με τον Eminem, μια σχέση θαυμασμού.
Το πραγματικό του όνομα ακούει στο Marshall Mathers ενώ λόγω της δισκογραφικής εταιρείας μέσω της οποίας έγινε γνωστός συχνά αυτοαποκαλείται ως Slim Shady. Αυτά τα τρία διαφορετικά ονόματα έχουν μια ιδιαίτερη συμβολική ερμηνεία. Ο Eminem υπήρξε ένας rapper που άλλαξε τα νότα της rap μουσικής. Έδωσε βαρύτητα στους κατά κύριο λόγο καταθλιπτικούς στίχους που σε αρκετά σημεία είχαν έντονες αναφορές σε εξιστορήσεις βίας και ψυχολογικής πάλης. Ήταν κάτι σίγουρα διαφορετικό για τα δεδομένα του είδους. Η ιδιαίτερη ικανότητά του να αλλάζει το ύφος και τον τόνο στην φωνή του όχι μόνο από κομμάτι σε κομμάτι αλλά ακόμα και σε διαφορετικά μέρη του ίδιου του τραγουδιού αφενός προσέφερε ένα ακόμα χαρακτηριστικό της μοναδικότητάς του και αφετέρου συμβάλλει στον αποσυμβολισμό των τριών ονομασιών του.
Γρήγορα κάποιος έμπειρος fan που έχει εξοικειωθεί και μελετήσει την ψυχοσύνθεση της υφολογίας των κομματιών του συνειδητοποιεί πως ως Marshall Mothers κάνει επίκληση στον συναισθηματικό του κόσμο, παλεύει με τους προσωπικούς του δαίμονες και σκαλίζει το παρελθόν του επειδή δεν μπορεί να ξεφύγει από αυτό, ενώ ως Eminem βλέπει τα πράγματα ως έχουν. Ρεαλιστικά. Και «χώνει» με μια ήρεμη και ώριμη χροιά. Από την άλλη, ως Slim Shady αφήνει πίσω τους συναισθηματισμούς και τις ωριμότητες και ραπάρει για να να ραπάρει, διότι δεν μπορεί αλλιώς. Υψώνει την τονικότητά του και επιταχύνει τη ρίμα του για τον απλό λόγο ότι είναι από τους λίγους που μπορεί και μπράβο του. Θυμίζει, θα έλεγε κανείς, τον διαχωρισμό της δομής της ψυχής σύμφωνα με τον Freud (περί του Εκείνο, Εγώ και Υπερεγώ).
Τα τραγούδια του είναι ένα puzzle από κομμάτια του ημερολογίου του. Κοιτάει την ζωή του και την λυτρώνει μετουσιώνοντάς την σε ομοιοκαταληκτικούς στίχους που δεν μοιάζουν καθόλου με τις κοινές γνωστές ρίμες rap. Έχω την εντύπωση πως χάνεται μέσα σε στίχους και σκέφτεται και αισθάνεται μονάχα μέσω αυτών. Η πολύ άσχημη σχέση του με την μητέρα του και η εγκατάλειψη του πατέρα του, η αυτοκτονία του αγαπημένου του θείου Ronnie, η δολοφονία του αδελφικού του φίλου Proof, η κατάχρηση ουσιών κυρίως ηρεμιστικών και οι αποτοξινώσεις του, η πολύπλοκη σχέση του με την δύο φορές γυναίκα του Kim και η γέννηση της πολυαγαπημένης του κόρης Hailie (υφίσταται και ολόκληρο τραγούδι με τίτλο το όνομά της καθώς και πάρα πολλές αναφορές της στους στίχους του), το ότι ήρθε κοντά με το θάνατο, η δήλωσή του ότι πράγματι έχει Ιδεοψυχαναγκαστική Διαταραχή, όπως και αναφέρει στο πρόσφατο του τραγούδι Monster, τον κάνουν να μην παραδίδει τα όπλα. Αιωρούνται όλα αυτά στο μυαλό του μέχρι την στιγμή που τα καταθέτει στο χαρτί.
Στο παρελθόν, παράλληλα με την εκτόξευση της δημοτικότητάς του την οποία και για ένα διάστημα κατέληξε να αποκαλύπτει στους στίχους ότι δεν δύναται να διαχειριστεί, υπήρξαν φήμες πως δημιουργήθηκε μια έντονη τάση πολλών οπαδών του για συμπεριφορές μιμητισμού και τόσο μεγάλης ταύτισης με τα κομμάτια του και την όλη εικόνα που ενέπνεε σε σημείο μάλιστα να παρατηρηθούν περιστατικά απόπειρας αυτοκτονιών. Το τραγούδι Stan με την συνεργασία της αξιόλογης Dido στο refrain διηγείται μια τέτοια περίπτωση.
Η επιτυχία του σε παγκόσμιο επίπεδο διαφαίνεται σε πρώτη φάση από τα νούμερα. Στο δισκογραφικό θησαυροφυλάκιό του αριθμούνται 12 album. To The Slim Shady LP (1999) έγινε τρεις φορές πλατινένιο ενώ το The Marshall Mathers LP πούλησε 1,76 εκατομμύρια αντίγραφα μέσα στην πρώτη εβδομάδα κυκλοφορίας του πράγμα που τον οδήγησε στο να κερδίσει και μια θέση στο Βιβλίο Guinness. Έχει συμμετάσχει σε 19 ταινίες είτε με την παρουσία του είτε μέσω soundtracks (πολύ γνωστό το πρόσφατο Southpaw).
Για το “Lose yourself”, το οποίο και ήταν soundtrack στην ταινία του “8 mile”, έφτασε εύκολα στην κορυφή των charts σε δεκαοκτώ χώρες, συμπεριλαμβανομένου του Ηνωμένου Βασιλείου και της Αυστραλίας. Στις ΗΠΑ έφθασε στο No1 στο Billboard Hot 100 και προσέφερε στον ερμηνευτή του το Oscar Καλύτερου Πρωτότυπου Τραγουδιού το 2003 και αξίζει να υπογραμμιστεί πως ήταν το πρώτο rap τραγούδι που κέρδισε αυτόν τον τίτλο. Επιπλέον, κέρδισε το βραβείο Grammy για Καλύτερο Rap Τραγούδι και Καλύτερη Rap Solo Performance το 2004. Το περιοδικό Rolling Stone το συμπεριέλαβε στην λίστα των 500 καλύτερων τραγουδιών όλων των εποχών.
Το τραγούδι του “Rap God” μπήκε στο Guinness World Records ως το μοναδικό single που περιέχει τις περισσότερες λέξεις (1.560 λέξεις) και ήταν υποψήφιο για το βραβείο Grammy για την καλύτερη Rap Perfomance. Πολλά tour και lives του τόσο στην Αμερική όσο και σε άλλα μέρη του κόσμου καθώς και τα πρόσφατα album του, όπως το “The Marshall Mathers LP 2” (2013), δείχνουν πως μπορεί τα χρόνια να περνούν για τον πασίγνωστο rapper αλλά η αγάπη του και το ταλέντο του για το rapping δεν θα γεράσουν ποτέ.
Κοιτάζοντας τις αφίσες του που στολίζουν το παιδικό μου δωμάτιο και ρίχνοντας μια ματιά στα CD του που είναι στοιβαγμένα κάπου εκεί, νιώθω πως είναι σαν μην πέρασε μια μέρα από την πρώτη φορά που άκουσα την φωνή του. Μια φωνή που φτιάχνει σενάρια και διαλόγους βγάζει συναίσθημα και θυμό σε κάθε ρίμα. Μια φωνή που ευελπιστώ να μείνει στην ζωή για αρκετά ακόμα χρόνια.