Τα χρόνια εκείνα, τα παλιά, της παιδικής μου ηλικίας που συγχρόνως ζω μέσα σε αυτά και σήμερα, με την ίδια δυσκολία να κατανοήσω γύρω μου τον κόσμο, συχνά μου έρχονται στο μυαλό, ιδιαίτερα τις γιορτινές ημέρες ή τις ημέρες που πλησιάζουν οι γιορτές. Έτσι συμβαίνει και με τις ημέρες πριν το Πάσχα, μου έρχονται αναμνήσεις από τις κόκκινες παπαρούνες και το χαμομήλι που είχαν φυτρώσει παντού στην εξοχή, εκεί όπου θα με φιλοξενούσαν και θα με πρόσεχαν κάθε χρόνο οι αγαπημένοι μου παππούδες με τα νόστιμα φαγητά τους, το πειθαρχημένο τους πρόγραμμα και τη ζεστή τους την καρδιά . Τη Μεγάλη εβδομάδα, δεν καταλάβαινα και πολλά πράγματα, ήξερα όμως με την απόλυτη σιγουριά και ωριμότητα της ηλικίας μου ότι δεν θα έπρεπε να πλησιάσω εκείνο το λαχταριστό χρωματιστό μεγάλο τραπέζι στο σαλόνι μέχρι την Κυριακή, σαν να κρεμόταν όλος ο κόσμος από αυτό, το τραπέζι, όπου καθημερινά στα μάτια μου φάνταζε ολοένα και μεγαλύτερο, καθώς οι μυρωδιές από τα κουλουράκια, τα τσουρεκάκια και τα σοκολατένια μεγαλειώδη αυγά συνέπαιρναν το μυαλό μου και τα χρώματα από τα τα βαμμένα αυγά έμοιαζαν να ανοίγουν νέους κόσμους για τη φαντασία μου όπου αυτό το τραπέζι μετατρεπόταν το κέντρο του μικρού μου σύμπαντος. Κάθε μέρα που περνούσε έδινα μία εσωτερική μάχη με το τραπέζι των γλυκών και κάθε επόμενη ημέρα που είχα καταφέρει να μην το αγγίξω ένιωθα όλο και πιο δυνατή. Τα απογεύματα, θα έπρεπε να βάλω τα καλά μου και να είμαι καλό παιδί για να πάμε στην εκκλησία και ήταν και αυτό μέσα σε όλα αυτά που δεν κατανοούσα αλλά έτσι έπρεπε και όταν φτάναμε, θυμάμαι πως άκουγα τις ψαλμωδίες και αυτός ήταν ο πιο ευχάριστος τρόπος να περάσουν οι ώρες εκεί. Παρατηρούσα τους ανθρώπους γύρω μου ακούγοντας πρωτόγνωρες πολυφωνικές μελωδίες, συνήθως οι άνθρωποι γύρω ήταν σιωπηλοί και χωρίς να κατανοώ ακόμη το γιατί, τότε, που ήμουν μικρό παιδί, συχνά ένιωθα εκείνες τις στιγμές, μια γλυκιά ανεξήγητη ιδιαίτερη μελαγχολία.
Το Μεγάλο Σάββατο είχε φτάσει, ήταν πλέον γεγονός, το τόσο αναμενόμενο Πάσχα δεν φαινόταν πια τόσο μακρινό και το τραπέζι; Σχεδόν αδιάφορο! Γιατί άραγε; Να ήταν το απαγορευμένο που το έκανε να μοιάζει τόσο μαγικά επιθυμητό; Πρωτόγνωρες οι σκέψεις αυτές τότε για την ηλικία μου, στην πορεία επιβεβαιώθηκα πως αυτός ήταν ο λόγος, πως η διαδρομή είχε την ομορφιά και όταν πια είχα φτάσει τόσο κοντά στο τόσο λαχταριστό τραπέζι, σχεδόν θα παρακαλούσα για άλλη μία ακόμη εβδομάδα αναμονής. Αλλά τώρα ο ήλιος έλαμπε χαρούμενα και δεν ήταν στιγμή για άλλη ενδοσκόπηση και αναλύσεις, ήταν η στιγμή της ανταμοιβής, της χαράς και της απόλαυσης. Είχε έρθει η στιγμή να εστιάσω στο παρόν, να ζήσω την κάθε στιγμή με τους παππούδες μου, να μαγειρέψουμε για τους καλεσμένους για το βράδυ της Ανάστασης και την Κυριακή του Πάσχα. Γιατί τελικά τι είναι οι γιορτές αν δεν είναι η απόλαυση του να χαιρόμαστε τη στιγμή, τη φύση και να νιώθουμε ευγνωμοσύνη για ότι μας προσφέρεται σε αντίθεση με άλλες στιγμές που αναπολούμε ή προσμένουμε όλα αυτά;