Η θεωρία γονικής επένδυσης: Οι συμπεριφορές επιλέγονται με βάση την επένδυση που έχουν κάνει οι άνδρες και οι γυναίκες για τη φροντίδα των παιδιών στο πέρασμα του χρόνου. Οι γυναίκες είναι πάντα σίγουρες ότι εκείνες είναι οι μητέρες. Οι άνδρες όμως δεν μπορούν να είναι σίγουροι. Τα δύο φύλα θα ζηλεύουν για διαφορετικούς λόγους:
–οι άνδρες φοβούνται για την πατρότητα (σεξουαλική απιστία).
–οι γυναίκες ανησυχούν περισσότερο για τη συναισθηματική απιστία του συντρόφου.
H διαφορά μεταξύ των δύο φύλων ως προς το βαθμό επένδυσης στους απογόνους τους συνεπάγεται διαφορές στην προσωπικότητα:
Γυναίκες: αντιλαμβάνονται τον εαυτό τους ως μέρος ενός μεγαλύτερου συνόλου. Τα όρια ανάμεσα στον εαυτό και τους άλλους δεν είναι απόλυτα σαφή. Η αίσθηση ταυτότητας είναι σε σχέση με άλλους ανθρώπους- στο πλαίσιο των σχέσεών τους. Η επένδυση είναι στη φροντίδα των νέων & στις σταθερές σχέσεις. Είναι συνήθως υπεύθυνες για τη διατήρηση των σχέσεων. Δίνουν έμφαση στη συνεργασία και στη σύνδεση με τους άλλους. Η αυτοαξία πηγάζει σε μεγάλο βαθμό από τη διατήρηση και ανάπτυξη των σχέσεων.
Άνδρες: Η εστίαση είναι στον εαυτό – η εμπειρία τους είναι πρωταρχικά ως άτομα και όχι σε σχέση με τους άλλους. Το άτομο είναι μία ανεξάρτητη και αυτόνομη οντότητα. Αντιλαμβάνεται τον εαυτό του ως μία οντότητα με σαφή όρια και ως διαφοροποιημένο από το κοινωνικό πλαίσιο και τις αναπαραστάσεις των άλλων. Η αντίληψη του εαυτού είναι με βάση τα εσωτερικά χαρακτηριστικά και τις προσωπικές ικανότητες. Οι ομάδες στις οποίες ανήκει το άτομο, οι σχέσεις του και οι κοινωνικοί ρόλοι είναι λιγότερο σημαντικοί. Η έμφαση είναι σε προσωπικούς & ατομικούς στόχους.
Σχολιασμός θεωρίας: Υπάρχει κριτική από τους βιολόγους ότι οι ψυχολόγοι δεν καταλαβαίνουν τη θεωρία και τη χρησιμοποιούν με λανθασμένο τρόπο και υπερβάλλουν για το ρόλο της εξέλιξης. Οι ίδιες παρατηρήσεις μπορούν να ερμηνευθούν και διαφορετικά και είναι δύσκολο να την αποδείξει κανείς λανθασμένη. Η συγκεκριμένη θεωρία έχει αποτελεί επίσης βάση για ρατσισμό και σεξισμό.
Sarah Blaffer Hdry
H S. B. Hdry πιστεύει πως σε σύγκριση με άλλα θηλαστικά απαιτείται τεράστια φροντίδα έτσι ώστε τα παιδιά να φτάσουν στην ενηλικίωση, καθώς τείνουν να εξαρτώνται από τους ενήλικες σε υπερβολικό βαθμό. Η φροντίδα των τρίτων (όχι μόνο της μητέρας) μετά τον αποθηλασμό εξασφάλιζε την επιβίωσή τους μέχρι την ωρίμανσή τους και ανεξαρτησία τους. Η ιδιαιτερότητα των ανθρώπων έγκειται ως προς το ότι:
–Έχουν μεγάλο εγκέφαλο που απαιτεί πολλή ενέργεια.
–Για τα θηλυκά, η περίοδος μετά την εμμηνόπαυση είναι μεγαλύτερη από ότι για τα άλλα θηλαστικά.
–Δείχνουν έντονα προκοινωνικές συμπεριφορές, ιδιαίτερα όσον αφορά στο μοίρασμα της τροφής.
Προτείνεται ότι η ζωή μετά την εμμηνόπαυση προέκυψε επειδή οι μητέρες βοηθούσαν στη φροντίδα των εγγονών και επομένως τα χαρακτηριστικά τους (ζωή μετά την εμμηνόπαυση) «επιλέχθηκαν.» Η μακροζωία σχετίζεται με μεγαλύτερη διάρκεια παιδικής ηλικίας. Σε μία τέτοια περίπτωση η φάση της αναπαραγωγής μπορεί να καθυστερήσει. Η μεγάλη σε διάρκεια παιδική ηλικία διευκολύνει την ανάπτυξη του εγκεφάλου, η οποία οδηγεί σε πλεονέκτημα για την επιβίωση (σε ανταγωνισμό με την αναπαραγωγή σε μικρή ηλικία που οδηγεί σε περισσότερους απογόνους). Επομένως, η συνεργασία (και η εμπιστοσύνη που απαιτείται) για την ανατροφή των παιδιών διευκόλυνε την ανάπτυξη του εγκεφάλου.
Οι πιέσεις για τη συνεργασία οδήγησαν στη συναισθηματική πολυπλοκότητα του μοντέρνου ανθρώπου. Αυτές οι πιέσεις πιθανόν να οδήγησαν στην τάση των γυναικών να παραμένουν κοντά στις μητέρες τους κατά τη διάρκεια της αναπαραγωγής. Η ανάγκη για συνεργασία για την ανατροφή των παιδιών οδήγησε στη μεγαλύτερη ικανότητα/μεγαλύτερο δυναμικό του ανθρώπου για συνεργασία, στην ικανότητα για τη χρήση συμβόλων και στις πολύπλοκες μορφές επικοινωνίας που επιτρέπει η γλώσσα. Οι άνθρωποι έχουν ιδιαίτερα ανεπτυγμένη την ικανότητα να κατανοούν, να εμπλέκονται και να μοιράζονται την εμπειρία των άλλων. Η Hdry διαφωνεί ότι αυτή η ικανότητα αναπτύχθηκε με τις άλλες (και ως αποτέλεσμα) ανώτερες λειτουργίες που έχουμε, όπως είναι η γλώσσα και ο χειρισμός συμβόλων. Τα μικρά παιδιά δεν μπορούν να χρησιμοποιήσουν τη γλώσσα αποτελεσματικά αλλά αισθάνονται ντροπή, ενδιαφέρονται για το τι σκέφτονται οι άλλοι, για τι αισθάνονται οι άλλοι και για το τι σχεδιάζουν, τι θέλουν να ακούσουν οι άλλοι – τι είναι αρεστό. Επομένως σε κάποια φάση στην εξέλιξή μας, οι πρόγονοί μας υιοθέτησαν τρόπους μοιράσματος της τροφής και ανατροφής που ήταν πολύ διαφορετικοί από ότι στους άλλους οργανισμούς.
Αυτό είχε επιπτώσεις στο βαθμό επένδυσης της μητέρας στα βρέφη, στην ικανότητα των μικρών παιδιών να διαβάζουν τις προθέσεις των άλλων και στην παρόρμηση/επιθυμία για προκοινωνική συμπεριφορά. Σε κάθε περίπτωση, σε κάποια χρονική στιγμή οι μητέρες μεγάλωναν παιδιά, το «κόστος» της ανατροφής των οποίων ήταν πολύ μεγάλο για να το αντιμετωπίσουν μόνες τους. Αυτό οδήγησε στην τάση των γυναικών να επενδύουν σε ένα παιδί, μόνον όταν υπάρχει αρκετή κοινωνική υποστήριξη από το περιβάλλον. Επομένως, τα ανθρώπινα βρέφη είναι εν δυνάμει σε μεγαλύτερο κίνδυνο απ’ ό,τι τα βρέφη πιθήκων τα οποία οι μητέρες τους δεν τα αφήνουν καθόλου μόνα τους ή με κάποιον άλλο για αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα μετά τη γέννησή τους. Το αποτέλεσμα όλων αυτών των πιέσεων είναι να έχουμε παιδιά που έχουν τις κοινωνικές δεξιότητες που παρατηρούμε σε άλλους οργανισμούς αλλά συναισθηματικά πολύ πιο ευαίσθητα στις όποιες ενδείξεις υπάρχουν από το περιβάλλον για το βαθμό στον οποίο οι άλλοι είναι επενδυμένοι στη σχέση τους.
Οι προτεραιότητες των παιδιών είναι πολλές φορές διαφορετικές από αυτές των μητέρων (σε ποιο βαθμό θα έπρεπε να τα μεταφέρει ή να τα αφήσει σε κάποιον άλλο για φροντίδα, κτλ); Για να αισθάνονται (τα παιδιά) ασφάλεια χρειάζεται να αισθάνονται ότι υπάρχει δεσμός με κάποιον άλλο. Όμως, τα παιδιά χρειάζονται πολύ περισσότερα πράγματα από απλά και μόνον τη σωματική επαφή. Ξέρουμε ότι τα βρέφη αναπτύσσουν τεράστια ευαισθησία στις εκφράσεις του προσώπου, στον τόνο της φωνής και σε άλλες ενδείξεις για το βαθμό στον οποίο ο φροντιστής ενδιαφέρεται/ είναι ευαίσθητος στην ψυχική κατάσταση και ανάγκες του βρέφους. Αυτή η τάση πιθανόν να εξηγεί γιατί μας ενδιαφέρει το τι σκέφτονται οι άλλοι για εμάς. Επίσης, γιατί αισθανόμαστε μοναξιά, ακόμη και όταν ήμαστε με άλλους.
Η επιβίωση των παιδιών ήταν συνάρτηση της ικανότητάς τους να διατηρήσουν επαφή με τους ενήλικες και να εξασφαλίσουν τη φροντίδα τους. Τα παιδιά που επιβίωναν ήταν αυτά που μεγάλωσαν/εξασφάλισαν ένα περιβάλλον με φροντιστές που έδειχναν ενδιαφέρον. Η παροχή τροφής και η φροντίδα ήταν αλληλένδετα. Τα παιδιά που επιβίωναν ήταν αυτά που είχαν αναπτύξει και τα ίδια την ικανότητα να καταλαβαίνουν τους άλλους, την ικανότητα ενσυναίσθησης και συνεργασίας με τους άλλους. Όπως δημιουργήθηκαν οι κοινότητες γύρω από αγροτικές δραστηριότητες, υπήρξε μεγαλύτερη απομόνωση της μητέρας από τους γύρω, μεγαλύτερη πίεση για τον έλεγχο του σώματος της γυναίκας και μεγαλύτερη πίεση οι άνδρες να παραμένουν κοντά στους γονείς τους και στους αδελφούς τους. Επομένως, οι γυναίκες έπρεπε να μετακομίζουν σε άλλες περιοχές, μακριά από την «πατρική» οικογένεια.
Καθώς αναπτύχθηκε η έννοια της περιουσίας, ο τρόπος οργάνωσης των κοινοτήτων γινόταν με βάση τις ανάγκες των ανδρών. Η πίεση για τον έλεγχο της σεξουαλικότητας των γυναικών έγινε πιο μεγάλη. Οι ευκαιρίες που είχαν οι γυναίκες να χρησιμοποιήσουν τη σεξουαλικότητά τους για να εξασφαλίσουν και άλλους «κουβαλητές» μειώθηκαν. Τεκνοποιούσαν σε ένα περιβάλλον μακριά από το σύστημα υποστήριξης των δικών τους. Αντίθετα, αναπτύχθηκε ο ανταγωνισμός με τις άλλες γυναίκες. H πίεση στις γυναίκες είναι πλέον να έχουν πολλά παιδιά και ιδιαίτερα αγόρια. Η ευημερία των παιδιών παύει να είναι τόσο σημαντική.
Στην εποχή μας, οι γυναίκες έχουν πολλές επιλογές. Η πιθανότητα ότι ένα παιδί θα πεθάνει από ασιτία έχει μειωθεί σημαντικά. Όμως, η επιβίωση ενός βρέφους δεν εξαρτάται πλέον από το βαθμό επένδυσης/ενδιαφέροντος της μητέρας. Στο παρελθόν, προβληματική προσκόλληση του παιδιού σήμαινε και θάνατο. Όπως και με τους πιθήκους, η εμπειρία και η μάθηση είναι σημαντικοί παράγοντες που επηρεάζουν τον τρόπο που ανατρέφουν οι μητέρες τα παιδιά τους. Δεν υπάρχουν μοτίβα μητρικής συμπεριφοράς, βιολογικά προκαθορισμένα όπως ίσως με λιγότερο πολύπλοκους οργανισμούς. Δεν φαίνεται να υπάρχει το «μητρικό ένστικτο». Η ικανότητα ανταπόκρισης μίας μητέρας στις ανάγκες του παιδιού της φαίνεται σε ένα βαθμό να είναι επίκτητη, μέσω της εμπειρίας της (να φροντίζει και να φροντίζεται). Χαρακτηριστικά που δεν χρησιμοποιούνται δεν επιλέγονται. Εάν η ενσυναίσθηση και η κατανόηση αναπτύσσονται μόνον κάτω από συγκεκριμένες συνθήκες και αυτές οι συνθήκες έχουν αλλάξει, η ανάγκη και η ικανότητα για σύνδεση δεν θα υπάρχουν – θα εξασθενήσουν ως χαρακτηριστικά. Οι άνθρωποι δεν θα είναι όπως τους γνωρίζουμε σήμερα, με ενδιαφέρον και περιέργεια για τα συναισθήματα των άλλων.
Πηγή:
Hdry, S.B. (2011). Mothers and others: the evolutionary origins of mutual understanding. United States of America: Harvard University Press.
Hdry, S.B (2000). Mother nature: maternal instincts and how they shape the human species. United States of America: Ballantine Books.
Hdry, S.B (1999). The woman that never evolved. United States of America: Harvard University Press.