Το γιαούρτι είναι τροφή σε κρεμώδη κατάσταση που παράγεται από γάλα που έχει υποστεί ζύμωση. Έχει υψηλή θρεπτική αξία. Μπορεί να παραχθεί από γάλα αγελάδας, προβάτου, κατσίκας και βούβαλου. Το γιαούρτι βιομηχανοποιημένης παραγωγής κυκλοφορεί στην παγκόσμια και ελληνική αγορά σε παρά πολλούς τύπους. Ενδεικτικά: Στραγγισμένο, κλασικό αγελάδας ή πρόβειο, γιαούρτια ως λειτουργικά τρόφιμα, επιδόρπια γιαουρτιού με προσθήκη φρούτων ή μελιού ή ζάχαρης ή μπισκότων ή δημητριακών ή καραμέλας, και σε συνδυασμούς τους.
Πλούσιο σε θρεπτικά συστατικά
Συγκεκριμένα το γιαούρτι παρέχει σχεδόν όλες τις θρεπτικές ουσίες που χρειάζεται καθημερινά ο οργανισμός. Είναι γνωστό ότι αποτελεί την κύρια πηγή ασβεστίου, απαραίτητο δομικό συστατικό για υγιή δόντια και οστά. Επίσης, είναι πλούσιο σε βιταμίνες του συμπλέγματος Β, ιδιαίτερα σε βιταμίνη Β12 και σε ριβοφλαβίνη. Οι οποίες συμβάλλουν θετικά στην λειτουργία της καρδιάς, τα αγγεία και προστατεύουν από διάφορες γενετικές ανωμαλίες.
Πιο αναλυτικά ένα φλιτζάνι παρέχει το 38% της συνιστώμενης ημερήσιας δόσης φωσφόρου, 12% μαγνησίου και 18% καλίου. Αυτά τα μέταλλα είναι απαραίτητα για διάφορες βιολογικές διεργασίες, όπως είναι η ρύθμιση της αρτηριακής πίεσης, του μεταβολισμού και της υγείας των οστών.
Πηγή πρωτεΐνης υψηλής βιολογικής αξίας
Πράγματι, το γιαούρτι περιέχει μεγάλη ποσότητα πρωτεΐνης υψηλής βιολογικής αξίας, περίπου 12 γραμμάρια ανά 200 γραμμάρια. Η πρωτεΐνη ενισχύει τον μεταβολισμό και συμβάλλει στον καλύτερο έλεγχο της όρεξης, καθώς ενισχύει το αίσθημα του κορεσμού. Σε μια μελέτη, τα άτομα που κατανάλωσαν ως σνακ γιαούρτι πεινούσαν λιγότερο. Καθώς ταυτόχρονα κατανάλωναν 100 θερμίδες λιγότερες στο δείπνο, σε σύγκριση με εκείνους που κατανάλωναν σνακ χαμηλότερης περιεκτικότητας σε πρωτεΐνες με την ίδια ποσότητα θερμίδων.
Ενίσχυση της υγείας του εντέρου
Περιέχει ζωντανούς μικροοργανισμούς (που προκύπτουν από τη ζύμωση του γάλακτος) οι οποίοι είναι υπεύθυνοι για την ισορροπία της εντερικής χλωρίδας. Συγκεκριμένα συμβάλλει θετικά στην σωστή λειτουργία του εντέρου και την αποφυγή γαστρεντερικών προβλημάτων. Βοηθάει στη σωστή λειτουργία του πεπτικού συστήματος καθώς τα ένζυμα που περιέχει διευκολύνουν την πέψη και βελτιώνουν την αφομοίωση των τροφών. Επίσης τα ζωντανά και ενεργά βακτήρια ασκούν θετική επίδραση στη μικροχλωρίδα του εντέρου και στην παραγωγή εντερικών αντισωμάτων.
Ενισχύει το ανοσοποιητικό σύστημα
Η κατανάλωση γιαουρτιού, ειδικά εάν περιέχει προβιοτικά, σε τακτική βάση μπορεί να ενισχύσει το ανοσοποιητικό σύστημα και να μειώσει την πιθανότητα εμφάνισης νοσημάτων. Τα προβιοτικά έχουν αποδειχθεί ότι μειώνουν τη φλεγμονή, η οποία πυροδοτεί την εμφάνιση πολλών ασθενειών. Επιπρόσθετα, οι ανοσοποιητικές ιδιότητες του γιαουρτιού οφείλονται στο μαγνήσιο, στο σελήνιο και στο ψευδάργυρο. Που είναι ιχνοστοιχεία με σημαντικό ρόλο στην εύρυθμη λειτουργία του ανοσοποιητικού συστήματος.
Πρόληψη της οστεοπόρωσης
Είναι αλήθεια ότι το γιαούρτι περιέχει βασικά θρεπτικά συστατικά για τη διατήρηση της υγείας των οστών. Όλες αυτές οι βιταμίνες και τα μέταλλα συμβάλλουν στην πρόληψη της οστεοπόρωσης. Δηλαδή τα άτομα με οστεοπόρωση έχουν χαμηλή οστική πυκνότητα και διατρέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο καταγμάτων. Ωστόσο, η έρευνα δείχνει ότι η κατανάλωση τουλάχιστον τριών μερίδων γαλακτοκομικών προϊόντων σε καθημερινή βάση μπορεί να βοηθήσει στη διατήρηση της οστικής μάζας και της αντοχής των οστών.
Έλεγχος σωματικού βάρους
Το γιαούρτι μπορεί να βοηθήσει στη διαχείριση του βάρους. Η υψηλή περιεκτικότητα του σε πρωτεΐνες σε συνδυασμό με το ασβέστιο που περιέχει συμβάλλει στην αύξηση των επιπέδων των ορμονών καθώς και μείωσης της όρεξης, . Επιπλέον, αρκετές μελέτες υποστηρίζουν ότι η κατανάλωση γιαουρτιού συνδέεται με χαμηλό σωματικό βάρος καθώς επίσης και με χαμηλό σωματικό λίπος και περιφέρεια της μέσης.
Μια πρόσφατη ανασκόπηση έδειξε ότι η λήψη γαλακτοκομικών προϊόντων με πλήρη λιπαρά, συμπεριλαμβανομένου του γιαουρτιού, μπορεί να μειώσει τη συχνότητα εμφάνισης παχυσαρκίας. Άλλες μελέτες έχουν τονίσει ότι όσοι καταναλώνουν γιαούρτι ακολουθούν καλύτερες διατροφικές επιλογές, σε σύγκριση με εκείνους που δεν τον καταναλώνουν. Αυτό οφείλεται στην υψηλότερη περιεκτικότητα του σε θρεπτικά συστατικά, σε σύγκριση με τις θερμίδες που αποδίδει.
Συμπέρασμα
Το γιαούρτι είναι πλούσιο σε θρεπτικά συστατικά όπως πρωτεΐνες, ασβέστιο, βιταμίνες, μέταλλα, προβιοτικά και μπορεί να συμβάλλει θετικά στην υγεία του ανθρώπου. Μεγάλος αριθμός μελετών έχει υποστηρίξει τη συνεισφορά των γιαουρτιών στην πεπτική υγεία, στον έλεγχο του βάρους, σε γαστρεντερικές διαταραχές (όπως φούσκωμα, διάρροια και δυσκοιλιότητα) στην οστεοπόρωση και στην υποστήριξη της ανοσολογικής λειτουργίας.
Ορισμένα επιδημιολογικά στοιχεία δείχνουν χαμηλότερη θνησιμότητα από κάθε αιτία σε άτομα που καταναλώνουν υψηλές ποσότητες φρούτων μαζί με γιαούρτι. Επιπλέον, υπάρχει ευρεία επιστημονική συναίνεση σχετικά με τα οφέλη τόσο των φρούτων όσο και του γιαουρτιού σε σχέση με την καρδιομεταβολική υγεία 1. Συνολικά, η ανάλυση διατροφικών προτύπων υποδηλώνει ότι το γιαούρτι και τα φρούτα είναι κοινοί δείκτες υγιεινών διατροφικών προτύπων που είναι προστατευτικά έναντι της αύξησης βάρους, του Σακχαρώδη Διαβήτη τύπου 2 και των Καρδιαγγειακών νοσημάτων 2.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
logodiatrofis.gr
www.mynutriplan.gr
Mozaffarian D. Dietary and policy priorities for cardiovascular disease, diabetes, and obesity: a comprehensive review. Circulation 2016;133:187–225. Google Scholar Crossref Pub Med World Cat
Mozaffarian D, Hao T, Rimm EB, Willett WC, Hu FB. Changes in diet and lifestyle and long-term weight gain in women and men. N Engl J Med 2011;364:2392–404. Google Scholar Crossref PubMed WorldCat
Ruhee D, Mahomoodally F. Relationship between family meal frequency and individual dietary intake among diabetic patients. J Diabetes Metab Disord 2015;14:66. Google Scholar Crossref PubMed WorldCat
Wood AD, Strachan AA, Thies F, Aucott LS, Reid DM, Hardcastle AC, Mavroeidi A, Simpson WG, Duthie GG, Macdonald HM. Patterns of dietary intake and serum carotenoid and tocopherol status are associated with biomarkers of chronic low-grade systemic inflammation and cardiovascular risk. Br J Nutr 2014;112:1341–52.
Google ScholarCrossrefPubMedWorldCat