16 Οκτωβρίου 1888: Σ’ ένα δωμάτιο ξενοδοχείου στην πλατεία Τάιμς, στο Μπρόντγουεϊ της Νέας Υόρκης γεννιέται ο Ευγένιος Γκλάντστοουν Ο’Νηλ. Ήταν γιος του ιρλανδικής καταγωγής ηθοποιού Τζέφρι Ο’Νηλ και της Μαίρη Έλεν Κουίνλαν. Μεγάλωσε σε οικοτροφείο, όπου ανακάλυψε το θαυμαστό κόσμο των βιβλίων. Η πρώτη του επαφή με τη συγγραφή έγινε ένα καλοκαίρι όταν εργάστηκε στην εφημερίδα New London Telegraph. Τότε αποφάσισε να γράψει ποιήματα, τα οποία και δημοσιεύτηκαν. Τελειώνοντας το σχολείο, γράφτηκε στο Πρίνστον, ένα από τα καλύτερα πανεπιστήμια. Τον απέβαλαν όμως, με αποτέλεσμα ο νεαρός Ο’Νηλ να στραφεί στη θάλασσα. Η ναυτική ζωή δεν του ταίριαξε. Έτσι ο Ο’Νηλ έπεσε σε βαριά κατάθλιψη και έπνιγε τον πόνο του στο αλκοόλ. Το 1913 έλαβαν τέλος τα θαλασσινά ταξίδια, καθώς νοσηλεύθηκε σε σανατόριο έπειτα από προσβολή από φυματίωση. Και κάπως έτσι ξεκίνησε να γράφει θεατρικά έργα.
Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ‘10, ο Ο’Νηλ συσχετίστηκε με πολλά μέλη της λόγιας σκηνής του Γκρίνουιτς Βίλατζ στο Μανχάταν. Παράλληλα είχε μια πολύ καλή σχέση και με τον ιδρυτή του κομμουνιστικού εργατικού κόμματος της Αμερικής, Τζον Ριντ. Πέραν όμως της φιλίας των δύο αντρών, ο Ο’Νηλ είχε μια σύντομη ερωτική σχέση με τη σύζυγο του Ριντ, τη συγγραφέα Λουίζ Μπράιαντ.
Στα μέσα του 1916, ο Ο’Νηλ πήγε στο Πρόβινσταουν της Μασαχουσέτης με ένα φορτηγό γεμάτο θεατρικά έργα. Η πρεμιέρα του μονόπρακτου έργου του «Πλέοντας ανατολικά για το Κάρντιφ» από τον τοπικό θίασο έγινε σε μια καλύβα στην άκρη μιας προβλήτας. Οι ηθοποιοί του Πρόβινσταουν ερμήνευσαν πολλά από τα πρώιμα έργα του Ο’Νηλ σε συνοικιακά θέατρα του Πρόβινστάουν και του Γκρίνουιτς Βίλατζ του Μανχάταν.
Για μερικά από τα πιο πετυχημένα του δράματα ο Ο’Νηλ άντλησε την έμπνευσή του από προσωπικά βιώματα. Σε ένα από τα πρώτα του θεατρικά, τον «Αυτοκράτορα Τζόουνς», χρησιμοποίησε εξπρεσιονιστικά στοιχεία, φλερτάροντας με το υπερφυσικό. Στο έργο αυτό σχολίασε εμμέσως την κατάληψη της Αϊτής από το τάγμα πεζοναυτών των ΗΠΑ. Το 1920 τιμήθηκε με το πρώτο του βραβείο Πούλιτζερ για το έργο του «Πέρα από τον ορίζοντα». Την ίδια περίοδο απεβίωσαν οι γονείς του καθώς κι ο αδελφός του Τζέιμι, από υπερβολική κατανάλωση αλκοόλ.
Ακολούθησαν τα έργα του: «Άννα Κρίστι», με το οποίο τιμήθηκε με δεύτερο βραβείο Πούλιτζερ, «Πόθοι κάτω από τις λεύκες» (1924), «Παράξενο Ιντερμέτζο» (1928), για το οποίο έλαβε το τρίτο του Πούλιτζερ και η τριλογία «Το πένθος ταιριάζει στην Ηλέκτρα» (1931). Το τελευταίο έργο έχει έντονες επιρροές από την αρχαία ελληνική τραγωδία. Το 1933 έκανε πρεμιέρα στο Μπρόντγουεϊ η μοναδική του κωμωδία «Ω, Ερημιά!», στην οποία περιέγραφε μια εξιδανικευμένη παιδική ηλικία.Το 1936 τιμήθηκε με Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας.

Ο πρώτος γάμος του Ο’Νηλ ήταν με την Καθλίν Τζένκινς. Στα τρία χρόνια έγγαμου βίου (1909-1912) απέκτησε τον πρώτο του γιο τον Ευγένιο το νεότερο. Το 1917 γνωρίζει τη συγγραφέα Άγκνες Μπούλτον, με την οποία παντρεύτηκε ένα χρόνο αργότερα. Οι δυο τους απέκτησαν δυο παιδιά τον Σέιν και την Όονα. Το 1929 το ζευγάρι χωρίζει, αφού ο Ο’Νηλ τους εγκατέλειψε για την ηθοποιό Καρλότα Μόντερεϊ. Αμέσως μετά την έκδοση του διαζυγίου του θα παντρευτεί με τη Μοντερέι και θα μετακομίσουν στη Γαλλία. Οι δυο τους βρέθηκαν σε διάσταση πολλές φορές χωρίς να χωρίσουν ποτέ, καθώς είχαν μεγάλη ανάγκη ο ένας τον άλλο. Επέστρεψαν στην Αμερική στις αρχές της δεκαετίας του ‘30 κι από το 1937 έως το 1944, έζησαν στο Ντάνβιλ της Καλιφόρνια. Το σπίτι του Ο’Νηλ στην Καλιφόρνια, το Tao House, λειτουργεί σήμερα ως μουσείο.
Το 1943 αποκλήρωσε την κόρη του Όονα που παντρεύτηκε σε ηλικία 18 χρονών τον 36 χρόνια μεγαλύτερό της Τσάρλι Τσάπλιν. Οι δυο τους δεν ξαναειδώθηκαν ποτέ. Βέβαια ούτε με τους γιους του είχε καλές σχέσεις. Ο Γιουτζίν ο νεώτερος, που ήταν εθισμένος στο αλκοόλ αυτοκτόνησε το 1950, ενώ ο Σέιν, χρήστης ηρωίνης, αυτοκτόνησε το 1977.
Τα τελευταία δέκα χρόνια της ζωής του, παρουσίασε συμπτώματα παρόμοια με αυτά της νόσου Πάρκινσον οπότε ήταν αδύνατο να γράψει. Έτσι το όνειρό του για μια σειρά θεατρικών που θα παρουσίαζαν την αμερικανική οικογένεια από τις αρχές του 1800 μέχρι και τα μέσα του 1900 δεν πραγματοποιήθηκε. Αποφάσισε λοιπόν να ολοκληρώσει τα ημιτελή έργα του. Έτσι προέκυψαν «Ο παγοπώλης έρχεται» (1946), «Ένα φεγγάρι για τους καταραμένους» (1943) και «Ταξίδι μιας μεγάλης μέρας μέσα στη νύχτα». Το τελευταίο, το οποίο έκανε πρεμιέρα στο Μπρόντγουεϊ 4 χρόνια μετά το θάνατό του, θεωρείται και το καλύτερό του έργο και βραβεύτηκε με βραβείο Πούλιτζερ. Τα υπόλοιπα ημιτελή του έργα καταστράφηκαν από τη σύζυγό του έπειτα από παράκλησή του.
Ήταν 27 Νοεμβρίου 1953 όταν ο Ο’Νηλ απεβίωσε στο δωμάτιο 401 του ξενοδοχείου Σέρατον στη Βοστώνη. Οι τελευταίες του λέξεις ήταν:
«Το ήξερα! Το ήξερα! Γεννήθηκα σε δωμάτιο ξενοδοχείου και ανάθεμά με, πεθαίνω σε δωμάτιο ξενοδοχείου.»
Η αυτοψία που έγινε μετά το θάνατό του έδειξε ότι ο Ο’Νηλ δεν έπασχε από τη νόσο του Πάρκινσον, αλλά από εγκεφαλική ατροφία.
Πηγές:
http://www.efsyn.gr/arthro/otan-o-eygenios-onil-pire-nompel