Ασκητική
Νίκος Καζαντζάκης
«Δεν ελπίζω τίποτα, δεν φοβούμαι τίποτα, λυτρώθηκα από το νου κι από την καρδιά, ανέβηκα πιο πάνω, είμαι λεύτερος.»
‘Ίσως από τις πιο πολυγραμμένες και πολυσυζητημένες λογοτεχνικές προτάσεις του 20ου αιώνα. Όμως μία λογοτεχνική ανάλυση δε θα μπορέσει να εξηγήσει το μεγαλείο αυτής της φράσης, που ακουμπά την ανθρώπινη υπέρβαση. Έτσι κι εγώ, δε θα σας ζαλίσω με δυσνόητους όρους, αλλά θα σας εξοικειώσω με τη καινούρια δραματική μορφή του κειμένου της ομώνυμης παράστασης, σε σκηνοθεσία του Ανδρέα Κουτσουρέλη, σε μια παραγωγή του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος.
Με αφορμή την παράσταση που παρακολούθησα στη πόλη μου, βρέθηκα να αναρωτιέμαι πώς θα παρουσιαζόταν οι ηθοποιοί εφόσον δεν υπάρχουν χαρακτήρες και αφού το έργο δεν είναι θεατρικό; Πώς θα αποτυπωνόταν η φιλοσοφική αναζήτηση του ανθρώπου και τη “Kραυγή” του Καζαντζάκη, όπως την ονόμασε ο ίδιος; Kαι τέλος, πως θα ήταν το σκηνικό έτσι ώστε να αναδεικνύει το λόγο και να μην αποσπά τη προσοχή του θεατή;
Για όσους δεν είναι οικείοι με το περιεχόμενο του βιβλίου, η Ασκητική πραγματεύεται τις ιδεολογίες και τη συνεχή αναζήτηση του εαυτού. Αυτές αφορούν τη σχέση του είτε με το Θεό, είτε με τη φύση, είτε με τον ίδιο τον Άνθρωπο. Ο σκηνοθέτης της παράστασης επιστρατεύοντας τον μονόλογο και συγκεκριμένα, τους μικρούς μονολόγους , κατάφερε να ξεφύγει από τη μονοτονία της απαγγελίας. Το σκηνικό, σε ένα λιτό και απέριττο φωτισμό, στόχευε στη συγκέντρωση της προσοχής του θεατή στο κείμενο και όχι το περιβάλλον που το περιέκλειε. Αντίθετα, η μουσική υπόκρουση, θύμιζε κάτι από τελετουργικά τραγούδια αρχαίας φυλής· όπως και οι χορευτικές κινήσεις που μάλλον αστείες έμοιαζαν παρά “ανυψωτικές”. Η προσπάθεια σύζευξης του «Αρχέγονου» με το χορό των ηθοποιών, ήταν αναποτελεσματική καθώς και άκυρη, λόγω του ότι θύμιζε Διονυσιακές τελετές και εξέπεμπε ένα μυστικισμό. Στο έργο του Καζαντζάκη δεν υφίσταται κανένα είδους τέτοιο πρότυπο.
Προσωπικά δεν αισθάνθηκα ότι η Ασκητική σαν παράσταση να μου έδωσε κάτι παραπάνω από αυτό που μου έδωσε ήδη το πρωτότυπο κείμενο. Το «Salvatores Dei», ο υπότιτλος του έργου, είναι ένα καθολικό διήγημα που ένας άνθρωπος θα μπορούσε να ταυτιστεί και να οδηγηθεί μέσω αυτού σε εσωτερική αναζήτηση, όπως και να ανέλθει στη κλίμακα ηθικών αξιών. Να αγωνιστεί για το Ύψιστο. Με λίγα λόγια, έλειπε η πνευματική ανύψωση και δεν είχε το βάθος που αρμόζει σε ένα έργο που αυτοσκοπός του είναι ακριβώς αυτός. Μια επαφή όμως με το οriginal κείμενο, θα φανερώσει και στον πιο απαιτητικό αναγνώστη, πως η μαγεία του συγκεκριμένου διηγήματος, βρίσκεται στο πνεύμα του και (δυστυχώς) όχι στο θεατρικό σανίδι.
Στάθης Βούτος, Κώστας Ίτσιος, Γιάννης Γκρέζιος, Δημήτρης Παλαιοχωρίτης, Νίκος Νικολάου