Προσφάτως έπεσε στα χέρια μου η “Ζούγκλα” του Upton Sinclair, ένα βιβλίο γραμμένο στις αρχές του 20ού αιώνα με θέμα την ιστορία μιας οικογένειας εργατών στο Σικάγο, τη ζωή και τις δυσκολίες που αντιμετώπισε για την επιβίωση της σε μια εποχή άγριας και εντατικής βιομηχανοποίησης. Το βιβλίο γράφτηκε από το συγγραφέα μέσα σε μια ερημική καλύβα λίγο έξω από τη Νέα Υόρκη. Μα το υλικό από το οποίο γεννήθηκε το μυθιστόρημα συλλέχθηκε από τον ίδιο το συγγραφέα αυτοπροσώπως. Ο Sinclair για να ερευνήσει σε βάθος τις συνθήκες διαβίωσης αυτών των ανθρώπων μετακόμισε και φιλοξενήθηκε ο ίδιος για κάποιους μήνες σε ένα φτωχικό σπιτάκι στην φημισμένη κρεατούπολη του Σικάγου, μια τεραστίων διαστάσεων παραγκούπολη, που βρισκόταν απλωμένη γύρω από τις κολοσσιαίου μεγέθους εγκαταστάσεις της μεγάλης αμερικανικής κρεατοβιομηχανίας. Έτσι είδε με τα ίδια του τα μάτια τον τρόπο ζωής και εργασίας μέχρι εξαντλήσεως των εργαζομένων, τη φτώχεια και την αδικία που αντιμετώπιζαν σε καθημερινή βάση, μα και τις ακραία ανθυγιεινές συνθήκες της διαβίωσης και πιο συγκεκριμένα της διατροφής τους, οι οποίες οδηγούσαν ένα μεγάλο ποσοστό τον κατοίκων με μαθηματική ακρίβεια στην ασθένεια και στο θάνατο.
Αλλά ας πάμε στην πλοκή του μυθιστορήματος (ΠΡΟΣΟΧΗ ΣΠΟΪΛΕΡ!). Πρωταγωνιστής είναι ο Γιούργκις Ρούντκους, ένας Λιθουανός μετανάστης που μαζί με τη γυναίκα του και μερικούς ακόμα συγγενείς άφησε τη χώρα του στην Ευρώπη και αφέθηκε να ακολουθήσει το αδάμαστο κύμα της μετανάστευσης που έπαιρνε μαζί του εκατομμύρια φτωχούς ανθρώπους της γηραιάς ηπείρου και τους κατεύθυνε στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, στην Αμερική, προς αναζήτηση μιας νέας ζωής, γεμάτης από αφθονία υλικών αγαθών, ευημερία και ευτυχία. Και πράγματι αυτό πίστευαν οι άνθρωποι αυτοί ότι θα αντικρίσουν, έχοντας προετοιμαστεί ψυχολογικά από τη συνεχή αναπαραγωγή συγκεκριμένων φημών που ήθελαν την Αμερική να αποτελεί ένα είδος ουτοπίας, το οποίο προσέφερε απλόχερα εύκολο και δίχως όρια πλουτισμό στους νέους του κατοίκους. Η οικογένεια φτάνει στο Σικάγο με τα χίλια ζόρια, έχοντας ήδη πέσει θύμα πολλαπλής εκμετάλλευσης. Διάφοροι μεσάζοντες έχουν ήδη προλάβει να βάλουν χέρι στις καλά φυλαγμένες και με χρόνιο κόπο αποκτημένες οικονομίες τους, χρεώνοντας τους υπέρογκα ποσά για την απλή διαμονή σε κάποιο ξενοδοχείο και για τις μετακινήσεις τους.
Μετά από αρκετές δυσκολίες τέτοιου είδους καταφέρνουν να φτάσουν επιτέλους στον προορισμό τους, πιστεύοντας με αφέλεια πως από εδώ και εμπρός θα ξεκινήσει μια επίγεια ευτυχία για αυτούς. Σε αυτό συνηγορεί η εμφάνιση ενός φίλου του Γιούργκις και συμπατριώτη τους, ο οποίος είχε γίνει γνωστός πίσω στην Λιθουανία, ως υπόδειγμα ανθρώπου που έκανε την τύχη του και πλούτισε στην Αμερική. Το γεγονός πως ο “πλούτος” του αποτελούταν απλώς από ένα μικρό κατάστημα ντελικατέσεν δεν βάζει σε υποψίες τους αφελείς ανθρώπους που πλέουν σε μακάρια πελάγη ευτυχίας. Η οικογένεια βολεύεται αρχικά σε ένα μικρό ξενώνα, μέσα στον οποίο ζούνε στιβαγμένοι δεκάδες άλλοι, κυριολεκτικά ο ένας πάνω στον άλλον, κοιμώμενοι σε στρώματα σε κάθε ελεύθερη γωνία του πατώματος. Αυτό τους κακοφαίνεται, μα είναι άνθρωποι που ξέρουν να υπομένουν τις δυσκολίες. Ο Γιούργκις δεν χάνει το καιρό του. Από την πρώτη μέρα ξεκινάει δουλειά στο εργοστάσιο κρέατος, πέφτοντας με τα μούτρα στο έργο του. Χειροδύναμος και με ατσάλινη αντοχή επιλέγεται γρήγορα μέσα από μια στρατιά εξαντλημένων ανέργων και δουλεύει ασταμάτητα με σκοπό να προοδεύσει.
Οι δυσκολίες όμως δεν έχουν ακόμα αρχίσει για τη δύστυχη οικογένεια. Αυτό που τους περιμένει είναι μια ατελείωτη σειρά αλυσιδωτών βασάνων και συμφορών που πρόκειται να πέσει πάνω τους και που οι ίδιοι δεν υποψιάζονται καν. Ο καταιγισμός της δυστυχίας ξεκινάει με την αγορά εκ μέρους τους ενός αξιοπρεπούς σπιτιού, το οποίο τους κόστισε όλες τις εναπομείναντες οικονομίες τους. Και αυτό γιατί λίγο μόνο καιρό μετά την αγορά συνειδητοποιούν ότι το συμβόλαιο του σπιτιού – το οποίο όπως τελικά αποδεικνύεται μόνο αξιοπρεπές δεν είναι και διαθέτει πληθώρα ελαττωμάτων – είναι η αρχή του τέλους τους, καθώς αποτελεί μια καλά στημένη απάτη εις βάρος τους. Πιο συγκεκριμένα πληροφορούνται πως έχουν βρεθεί χρεωμένοι, έχοντας να πληρώσουν αμέτρητους τόκους οι οποίοι με τον καιρό αυξάνονται. Και το χρέος είναι τέτοιο, ώστε ο πενιχρός μισθός του Γιούργκις δεν φτάνει ούτε για αστείο να το καλύψει. Όλα τα μέλη της οικογένειας αναγκάζονται να εργαστούν, τόσο οι γυναίκες όσο και τα ανήλικα παιδιά για να επιβιώσουν. Με το πέρασμα του καιρού αρχίζει να διευρύνεται η αντίληψη τους σχετικά με την πραγματικότητα που τους περιβάλει. Συνειδητοποιούν πως δεν είναι ούτε οι πρώτοι, ούτε οι τελευταίοι στους οποίους συμβαίνει κάτι τέτοιο. Καταλαβαίνουν πως συστηματικά και μεθοδικά όλοι οι κάτοικοι πέφτουν θύματα δεκάδων διαφορετικών εκμεταλλευτών που ποντάρουν στην αφέλεια τους ή στην ανικανότητα τους να μιλήσουν την αγγλική γλώσσα.
Ο αγώνας που δίνουν είναι δύσκολος και ρουφάει λίγο λίγο όλες τους τις δυνάμεις. Η εργασία είναι εξοντωτική, σχεδόν σαν σκλαβιά. Εργασιακά δικαιώματα δεν υπάρχουν ούτε για αστείο, καθώς την εποχή εκείνη ούτε καν επισήμως δεν είχαν κερδηθεί. Οι εργάτες δεν διέφεραν και πολύ από τα εργαλεία που χρησιμοποιούσαν. Μόλις ένας εργάτης τραυματιζόταν ή γερνούσε, απλώς τον πετούσαν στον κάδο των αχρήστων, τον απέλυαν και στη θέση του έπαιρναν κάποιον από τους χιλιάδες άνεργους. Φυσικά, το ίδιο ίσχυε και για όποιον τολμούσε να προβάλει την οποιαδήποτε απαίτηση ή να γνωστοποιήσει κάποιο παράπονο του. Ο χειμώνας ήταν αδυσώπητος με συνεχείς χιονοθύελλες που ξεπάγιαζαν και έδιναν τη χαριστική βολή στους ήδη μισοεξοντωμένους από τη βαριά δουλειά εργαζόμενους. Οι νεκροί από αρρώστιες και το κρύο ήταν καθημερινό φαινόμενο και ήταν θαύμα για τους ηλικιωμένους και τους πιο αδύναμους το να καταφέρουν να επιζήσουν μέχρι την άνοιξη. Η οικογένεια βυθίζεται σιγά σιγά σε ένα κύκλο ατελείωτων καταστροφών. Ξεπερνάει τη μία δυσκολία μετά την άλλη, απλώς και μόνο για να καταλάβει πως στην αέναη αυτή πορεία των εμποδίων δεν υπάρχει τελειωμός και πως είναι θέμα χρόνου να χτυπηθεί και αυτή από την αρρώστια και το θάνατο. Κάποια μέλη της οικογένειας δεν τα καταφέρνουν, μα αυτό δεν είναι παρά η αρχή της δίχως τέλους ταλαιπωρίας που τους περιμένει.
Τα χειρότερα έρχονται όταν ο Γιούργκις εξοργισμένος χτυπάει τον προϊστάμενο της Μαρίας, ο οποίος την εκβίαζε και προσπαθούσε να την εκμεταλλευτεί, εκδίδοντας την στην πορνεία, πρακτική στην οποία ωθούσαν πολλές από τις φτωχές εργάτριες χωρίς να τους αφήνουν διαφυγή, καθώς σε περίπτωση άρνησης θα ακολουθούσε απόλυση και μόνιμη ανεργία, και σε μια κατάσταση τόσο ακραίας φτώχειας που ήταν ζήτημα το αν θα υπήρχε κάθε μέρα φαγητό στο τραπέζι, δεν υπήρχαν πολλές εναλλακτικές αντίστασης. Από εκεί και έπειτα επέρχεται η αληθινή καταστροφή. Ο Γιούργκις κλείνεται στη φυλακή και η οικογένεια μένει χωρίς τη βοήθεια του πιο “ισχυρού” της μέλους. Όταν βγαίνει, επί της ουσίας δεν έχει μείνει οικογένεια για την οποία μπορεί να παλέψει, καθώς ο θάνατος θα βρει με τον πλέον τραγικό τρόπο κάποια από τα πιο αγαπημένα του πρόσωπα. Έτσι αποφασίζει να ζήσει μόνος του. Με το όνομα του γραμμένο στην μαύρη λίστα και τις πόρτες των εργοστασίων κλειστές για αυτόν δεν του μένει άλλη εναλλακτική από το να περιπλανηθεί στην εξοχή, όπου προς στιγμή βρίσκει κάπως την παλιά του υγεία και αναζωογονείται η πρόωρα καταπονημένη νεανική δύναμη του. Μα αυτή η περίοδος χάριτος έχει δυστυχώς ημερομηνία λήξης.
Ο χειμώνας ξανάρχεται και η εξοχή δεν αποτελεί πλέον φιλόξενο μέρος για περιπλανώμενους αλήτες. Οι στρατιές των περιπλανώμενων επιστρέφουν αναγκαστικά στην πόλη, όπου μετατρέπονται ξανά σε στρατιές ανέργων. Ο Γιούργκις είναι πλέον άστεγος, με άδειο στομάχι και χωρίς καταφύγιο. Αδύναμος και εξασθενημένος από τις κακουχίες δέχεται συνεχείς απορρίψεις για κάθε δουλειά που ζητάει. Τα διάφορα μπαρ που υπάρχουν στην περιοχή δεν δείχνουν ούτε λίγη λύπηση σε ένα τέτοιο αβοήθητο άνθρωπο. Ο ρόλος τους είναι περισσότερο να ποτίζουν με ατελείωτο αλκοόλ τους εργάτες, τραβώντας τους σε ένα κύκλο αλκοολισμού, προσφέροντας τους μια ψευδαίσθηση ευχαρίστησης, μια ψευδαίσθηση που βοηθάει και αυτή λίγο λίγο στην προοδευτική τους φυσική και ψυχική κατάρρευση.
Μια δεύτερη θητεία στη φυλακή, ωθεί τον άστεγο άνδρα σε νέες γνωριμίες, αυτή τη φορά με τον υπόκοσμο. Πιστεύοντας πως με την παρανομία διαπράττει κάποιο είδος επανάστασης ενάντια στην άδικη κοινωνία, δεν δυσκολεύεται να αφοσιωθεί στο νέο του επάγγελμα και να διαπρέψει. Ληστείες, κλοπές και δουλειές με μπράβους αποτελούν ασχολίες ικανές να γεμίσουν για πρώτη φορά στη ζωή του τις τσέπες του με χρήματα. Χρήματα, τα οποία κατασπαταλάει σε κραιπάλες, όργια και μεθύσια κάθε είδους. Μα η περίοδος αυτή της ευημερίας δεν αργεί να λήξει. Ο Γιούργκις μπλέκεται και με την πολιτική, καθώς στην κρεατούπολη ολόκληρη η δομή της κοινωνίας ήταν τέτοια ώστε να εξυπηρετεί τους εργοστασιάρχες και ο κόσμος των νέων του συναναστροφών είχε συγκεκριμένο ρόλο να παίξει σε αυτό. Ο υπόκοσμος συνεργαζόταν τόσο με την αστυνομία, όσο και με πρόσωπα από το χώρο της πολιτικής και την ανώτερης κοινωνικής τάξης. Ο Γιούργκις καταλήγει να μπλεχθεί σε πολιτικά σκάνδαλα, να δράσει ως βαλτός πράκτορας μέσα στο συνδικάτο των μέχρι προ ολίγου καιρού συναδέλφων του, ακόμα και να βρεθεί να παίζει το ρόλο του απεργοσπάστη, γεγονός που τον κάνει να σιχαθεί τον εαυτό του. Μα εν τέλει βρίσκεται ξανά στη φυλακή και αυτή τη φορά μάλιστα ξεχασμένος από τους ισχυρούς προστάτες του. Όταν βγαίνει βρίσκεται στην ίδια άσχημη και απελπιστική θέση. Αυτή του άστεγου, που δεν έχει πως να ζήσει. Νέα ελπίδα στη ζωή του έρχεται να του δώσει η γνωριμία με ένα κύκλο σοσιαλιστών, οι οποίοι τον δέχονται στις γραμμές τους με ανοιχτές αγκάλες. Έχοντας δει όλη τη σαπίλα του κόσμου αυτού, οι φιλόδοξοι αυτοί κοινωνικοί μεταρρυθμιστές που τον βλέπουν σαν ίσο τους, μοιάζουν στα μάτια του σαν τη μόνη ακτίδα φωτός σε έναν ωκεανό σκότους.
Αν και το βιβλίο μοιάζει με έναν μαραθώνιο απαισιοδοξίας που είναι πιθανό να κουράσει σε ορισμένα σημεία τον αναγνώστη, αξίζει για την ενδελεχή κοινωνική ανατομία του. Φυσικά, ο συγγραφέας ήθελε να προπαγανδίσει τις πολιτικές ιδέες του και να ξεσηκώσει θύελλα αντιδράσεων, μα ενδιαφέρον προκαλεί το γεγονός πως αυτή η θύελλα όντως ξεσηκώθηκε, όχι όμως για τους λόγους που ήθελε αυτός. Ο ίδιος έκανε την εξής πολύ εύστοχη δήλωση: “Στόχευα την καρδιά του αναγνώστη και κατά λάθος πέτυχα το στομάχι!”. Παρά το γεγονός πως ο στόχος του ήταν η γενική αδικία και η εκμετάλλευση που συντελούνταν εις βάρος των βιοπαλαιστών, η προσοχή του κοινού συνταράχθηκε πιο πολύ από τις συνθήκες υγιεινής που επικρατούσαν μέσα στα σφαγεία της βιομηχανίας. “Η μυρωδιά του αίματος των σφαγμένων ζώων ανακατεύεται με τη μυρωδιά των σπλάχνων, των ακαθαρσιών , των ατμών και του ανθρώπινου ιδρώτα. Τίποτε δεν πάει χαμένο . Όλα μεταποιούνται αρκεί να αφήνουν κέρδος για τους ιδιοκτήτες των σφαγείων. Άρρωστα ζώα, χαλασμένα κρέατα, κόκκαλα που κονιορτοποιούνται και γίνονται λιπάσματα, απόβλητα που γίνονται τροφές πολυτελείας και πωλούνται πανάκριβα στις αγορές του κόσμου.”
Ο συγγραφέας περιγράφει με τόσες ρεαλιστικές λεπτομέρειες τις διεργασίες αυτές που δεν μπορεί παρά να τραβήξει την προσοχή. Τα μολυσμένα ζώα πωλούνταν, με το κρέας τους να γίνεται λαρδί και να στέλνεται σε άλλες πολιτείες, ενώ μαρτυρίες υποστήριζαν πως ακόμα και άνθρωποι που έπεσαν εξαιτίας της έντονης κόπωσης μέσα σε καζάνια υψηλής θερμοκρασίας, κατέληξαν να αναμειχθούν με το αηδιαστικό και εγκληματικό αυτό μείγμα. Ήταν τόσο πολλές οι αντιδράσεις, που ειδικές επιτροπές στάλθηκαν για να ελέγξουν αν οι συνθήκες που περιγράφονται στις σελίδες του βιβλίου ανταπεξέρχονταν στην πραγματικότητα. Και τα αποτελέσματα των ερευνών δικαίωσαν το συγγραφέα. Ήταν πράγματι, δίχως όρια η διαστροφή που συνέβαινε εκεί και φυσικά αυτό δεν ήταν καθόλου άσχετο με το γεγονός της υψηλής θνησιμότητας των κατοίκων και των ασθενειών που θέριζαν ελεύθερα, καθώς πολλές από τις τροφές που κατανάλωναν ήταν φυσικά μολυσμένες. Όλη αυτή η δημοσιότητα οδήγησε στο να ψηφιστεί ειδικός νόμος για τη βελτίωση των συνθηκών υγιεινής και την αύξηση των αμοιβών στα σφαγεία, που είχε όμως παροδική διάρκεια. Όπως και να έχει, το βιβλίο ήταν μια μεγάλη επιτυχία με τεράστια απήχηση σε ολόκληρη την κοινωνία. Ο γνωστός συγγραφέας Τζακ Λόντον χαρακτήρισε τη «Ζούγκλα» ως «Η καλύβα του μπάρμπα – Θωμά της μισθωτής σκλαβιάς».