
Δεδομένης της καθημερινής του ρουτίνας, όπως αυτή είχε δημοσιευτεί στη βιογραφία του «Hunter» (1993) από την Ε. Τζιν Κάρολ, είναι απορίας άξιο το πώς ο εκκεντρικός δημοσιογράφος και συγγραφέας, Χάντερ Σ. Τόμσον, έζησε μέχρι τα 67 του χρόνια, μόνο και μόνο για να τερματίσει ο ίδιος τη ζωή του με καραμπίνα, ακολουθώντας το παράδειγμα του αγαπημένου του συγγραφέα, Έρνεστ Χέμινγουεϊ. Ξεκινώντας τη μέρα του στις 3 το απόγευμα με ουίσκι Chivas Regal και συνεχίζοντας με κοκαΐνη, καφέ, τσιγάρα και τελικά χασίς και L.S.D., ο Χάντερ Τόμσον έζησε την τρέλα της δεκαετίας του ’60 στα άκρα και βοήθησε στο να εδραιωθεί το είδος της «Νέας δημοσιογραφίας», ένα είδος ρεπορτάζ, δηλαδή, με υποκειμενικές απόψεις, το οποίο στήριξαν με ανάλογο σθένος οι συνάδελφοί του Τομ Γουλφ, Τζόαν Ντίντιον και Νόρμαν Μέιλερ. Ο Τόμσον είναι επίσης υπεύθυνος για την καθιέρωση του πολιτικού ρεπορτάζ στο θρυλικό μουσικό περιοδικό Rolling Stone και ήταν εκεί όπου εκδόθηκε αποσπασματικά, για πρώτη φορά, το αριστούργημα της Γκόνζο δημοσιογραφίας, «Φόβος και Παράνοια στο Λας Βέγκας» (1971). Η φήμη που απολαμβάνει σήμερα αυτό το παράξενο ντοκουμέντο ενός αγώνα με μοτοσικλέτες στην έρημο (ο οποίος απουσιάζει σχεδόν εντελώς από το βιβλίο) είναι τεράστια, τόσο λόγω της ιστορικής του σημασίας ως ένα από τα πρώτα παραδείγματα του είδους της «Νέας δημοσιογραφίας» και το πρώτο της σειράς «Φόβος και Παράνοια» του συγγραφέα, όσο και λόγω της κινηματογραφικής του μεταφοράς το 1997 από τον σκηνοθέτη των Μόντυ Πάιθον, Τέρι Γκίλιαμ, με πρωταγωνιστή τον προσωπικό φίλο του Τόμσον, Τζόνι Ντεπ, στο ρόλο του alter ego του συγγραφέα, Ραούλ Ντιουκ.
Η ιστορία ξεκινάει «in medias res», με τον Τόμσον ως Ραούλ Ντιουκ να οδηγεί την ανοιχτή κόκκινη Chevrolet στη μέση της ερήμου της Νεβάδα, με προορισμό το Λας Βέγκας και συνοδηγό του τον δικηγόρο του, Δρ. Γκόνζο (Όσκαρ Ζέτα Ακόστα). Οι δύο πρωταγωνιστές πηγαίνουν στην «αμαρτωλή πόλη» για να καλύψει ο Ντιουκ έναν αγώνα ταχύτητας μοτοσικλετιστών για το περιοδικό του και κατά τη διάρκεια του ταξιδιού τους ζούνε το «Αμερικανικό Όνειρο», όπως αυτό έχει διαμορφωθεί με τον πόλεμο του Βιετνάμ στο φόντο, υπό την προεδρία του διεφθαρμένου Προέδρου των Η.Π.Α., Ρίτσαρντ Νίξον. Ο Ντιουκ βλέπει νυχτερίδες να πετάνε στον ορίζοντα και ο Δρ. Γκόνζο το επιβεβαιώνει καθώς και οι δυο τους βρίσκονται υπό την επήρεια μεσκαλίνης, έχοντας μόλις βγει από ένα ψυχεδελικό τριπ με L.S.D. Ο Ντιουκ ανησυχεί πως αν τα «καλά» ναρκωτικά δεν τους βγάλουν μέχρι το ξενοδοχείο, ίσως χρειαστεί να πειραματιστούν και με αιθέρα.
Το ρεπορτάζ του Τόμσον συγχέεται με τις δικές του καταδικαστικές απόψεις εναντίον της κυβέρνησης Νίξον, το τέλος ουσιαστικά της Εποχής των Λουλουδιών, την αδυναμία του στο «White Rabbit» των Jefferson Airplane και το «Sympathy for the Devil» των Rolling Stones, αλλά και τις εφιαλτικές παραισθήσεις με γιγάντιες, ανθρωπόμορφες σαύρες που αποτυπώνονται άψογα στο βιβλίο, μέσα από σκίτσα του Ραλφ Στέντμαν, ο οποίος πειραματίστηκε για πρώτη φορά με L.S.D. προκειμένου να εικονογραφήσει το βιβλίο. Ο «φόβος» και η «παράνοια» του τίτλου είναι θέματα που επιστρέφουν συχνά, καθώς τόσο ο Ντιουκ, όσο και ο οξύθυμος Δρ. Γκόνζο πλησιάζουν συχνά την τρέλα, χάρη στην επήρεια των ναρκωτικών ουσιών που καταναλώνουν. Ο Τόμσον μιλάει μέσω του alter ego του με νοσταλγία για τα ψυχεδελικά πάρτι του 1967 στο Σαν Φρανσίσκο και ήδη κάνει λόγο για το «χαμένο Παράδεισο» της παγανιστικής αντι-κουλτούρας των χίπις. Εκείνο που φαίνεται να έχει απομείνει είναι η τρέλα και η βία, που, όπως εξηγεί χρησιμοποιώντας ένα απόφθεγμα από τον Δρ. Σάμιουελ Τζόνσον, κάνουν τον άνθρωπο τέρας για να τον βοηθήσουν να αποφύγει το βάρος του να παραμείνει άνθρωπος.
Ο Τόμσον διακρίνει ήδη από το 1971 μια λάθος «στροφή» που μοιάζει να έχει πάρει η κοινωνία. Η εγκληματική φιγούρα του Προέδρου Νίξον, αλλά και του επιτελείου του, αποτελούμενο από τον Χένρυ Κίσινγκερ, τον Σπύρο Άγκνιου και τον Τζέι Έντγκαρ Χούβερ, είναι μόνο μια απόδειξη πως ο ιδεαλισμός της περασμένης δεκαετίας έχει πια σαπίσει. Το ίδιο το «Αμερικανικό Όνειρο», η ιστορία του Οράτιου Άλγκερ με χαρακτήρες που βρίσκονται «από τα αλώνια στα σαλόνια» είναι ένα σαθρό παραμύθι που ο καθένας πια αδυνατεί να πιστέψει. Η απόρριψη της αντικειμενικής δημοσιογραφίας από τον Τόμσον και τους συγχρόνους του, δεν είναι μια απόφαση άσχετη με αυτή την οδυνηρή συνειδητοποίηση. Μια υποκειμενική αλήθεια, μοιάζει να θέλει να πει ο συγγραφέας, ίσως και να έχει περισσότερα να προσφέρει από μια ανειλικρινή αντικειμενικότητα, που επιχειρεί να βάλει όλο το αναγνωστικό κοινό σε ένα σάκο, κάνοντας έτσι διακρίσεις και περικοπές και καταλήγοντας φασιστική.
Δείτε το trailer της κινηματογραφικής μεταφοράς (1997) στο YouTube: