Η καύση των φακέλων κοινωνικών φρονημάτων που έλαβε χώρα τη μακρινή 28η Αυγούστου 1989, αποτέλεσε για ορισμένους τη “χρονιά των θαυμάτων”. Μετά από μια σειρά μεταβάσεων από ολοκληρωτικά σε δημοκρατικά καθεστώτα, δεκάδες κυβερνήσεις βρέθηκαν να διαχειρίζονται αστυνομικά ή άλλα αρχεία μυστικών υπηρεσιών ασφάλειας, κατάλοιπα της αυθαιρεσίας του παρελθόντος.
Η πρώτη κυβέρνηση συνεργασίας των παρατάξεων ΝΔ-Συνασπισμός Αριστεράς αποφάσισε να παραδώσει στη λήθη δια της πυράς 17.000.000 φακέλους κοινωνικών φρονημάτων. Στους φακέλους αποτυπωνόταν η εικόνα των “επικίνδυνων πολιτών”, ξεκινώντας από τον Μεσοπόλεμο και φτάνοντας μέχρι την Μεταπολίτευση.
Ιστορική αναδρομή
Τόσο οι φάκελοι, όσο και τα πιστοποιητικά κοινωνικών φρονημάτων θεσμοθετήθηκαν για πρώτη φορά την περίοδο της δικτατορίας του Ιωάννη Μεταξά. Οι εισαγωγικές εξετάσεις στις Παιδαγωγικές Ακαδημίες ενδεικτικά απαιτούσαν πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων. Στο πιστοποιητικό εγγραφόταν ρητώς πως ο/η [τάδε] δεν ήταν κομμουνιστής ή συμπαθής προς τον κομμουνισμό.
Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και κατά τον Εμφύλιο Πόλεμο, τα πιστοποιητικά και οι φάκελοι εντάχθηκαν στα “Έκτακτα Μέτρα”. Τα “Έκτακτα Μέτρα” ήταν ένα σύνολο θεσμών με στόχο τον έλεγχο-αποκλεισμό όσων ήταν ύποπτοι για συνεργασία με τους αντάρτες και αργότερα όσων έδειχναν συμπάθεια προς την κομμουνιστική ιδεολογία. Σε αυτά περιλαμβάνονταν οι εκτοπισμοί και η δημιουργία της Επιτηρούμενης Ζώνης (Μπάρα) κατά μήκος των βορείων συνόρων της χώρας. Το πιστοποιητικό ήταν απαραίτητο για τον διορισμό στον δημόσιο τομέα, για εισαγωγή σε πανεπιστήμια, για έκδοση άδειας οδήγησης κ.α.
Επιπλέον, το πιστοποιητικό ήταν αλληλένδετο με τον θεσμό των φακέλων. Για να εκδοθεί έπρεπε οι αρμόδιες αρχές ασφαλείας να ερευνήσουν τον ατομικό φάκελο του ενδιαφερόμενου, αλλά και του συγγενικού του περιβάλλοντος. Έτσι, επικράτησε η αρχή της οικογενειακής ευθύνης, σύμφωνα με την οποία η αίτηση κάποιου για έκδοση πιστοποιητικού μπορούσε να απορριφθεί λόγω ύποπτης πολιτικής δραστηριότητας συγγενών του, ακόμα και σε περίοδο που ο ίδιος δεν είχε γεννηθεί. Πολλοί Αριστεροί πολίτες εγκατέλειψαν την χώρα, αφού χωρίς το πιστοποιητικό δεν μπορούσαν να σπουδάσουν, να δουλέψουν κ.ο.κ.
Η κατάργηση τους στον χώρο της εκπαίδευσης ήρθε το 1964 επί κυβέρνησης Παπανδρέου. Επανήλθαν σε ισχύ το 1967 με την εγκαθίδρυση της στρατιωτικής δικτατορίας και καταργήθηκαν οριστικά το 1981.
Η σημασία των φακέλων κοινωνικών φρονημάτων
Ανεκτίμητα ιστορικά τεκμήρια έγιναν στάχτη στις καμινάδες της Χαλυβουργικής στην Ελευσίνα, προκειμένου να διαγραφεί ένα ανεπιθύμητο και τραυματικό παρελθόν. Το κάψιμο των φακέλων αποτέλεσε ήττα για την Ιστορία και τους ιστορικούς, οι οποίοι έκαναν τα πάντα για να την αποτρέψουν.
Από τα πυρά αποφασίστηκε να διασωθούν και να αρχειοθετηθούν περίπου 2.000 φάκελοι, κυρίως των “επωνύμων” πολιτικών στελεχών και προσωπικοτήτων για λόγους ιστορικού ενδιαφέροντος. Μερικές από αυτές τις προσωπικότητες ήταν ο Α. Βελουχιώτης, ο Στ. Καζαντζίδης, ο Ν. Καζαντζάκης, ο Κ. Καραμανλής. Οι συγκεκριμένοι φάκελοι θα δίνονταν στη δημοσιότητα μετά την παρέλευση 20 ετών. Έως τότε, ήταν απόρρητο τόσο το περιεχόμενό τους όσο και το ποιοι φάκελοι είχαν σωθεί.
Το 2009 επί κυβέρνησης Κ. Καραμανλή, δόθηκε αναβολή της άρσης απορρήτου. Το 2015, το ζήτημα των φακέλων επανεξετάζεται από τον υπουργό Δημόσιας Τάξης και Προστασίας του Πολίτη, Ν. Τόσκα, και τον πρωθυπουργό Α. Τσίπρα. Αργότερα την ίδια χρονιά, με υπουργική απόφαση αποφασίζεται το άνοιγμα των φακέλων.
Ο ιστορικός και συγγραφέας του βιβλίου “Ανεπιθύμητο Παρελθόν”, Βαγγέλης Καραμανωλάκης επεσήμανε το εξής: “Είναι σαφές ότι οι φάκελοι δεν πρόκειται να αλλάξουν την ελληνική Ιστορία, να μας προσφέρουν άλλο φως για να την ξαναδιαβάσουμε. Το πολύ-πολύ να μας προσφέρουν καινούργια στοιχεία, και αυτά ελέγξιμα, για τα πρόσωπα στα οποία αναφέρονται. Μπορούν όμως να μας βοηθήσουν καλύτερα να καταλάβουμε νοοτροπίες, συμπεριφορές, στάσεις των ανθρώπων που έζησαν στον ταραγμένο ελληνικό 20ο αιώνα. Μας βοηθούν να κατανοήσουμε καλύτερα τις διαδικασίες μέσα από τις οποίες συγκροτούνται φόβοι και αντιλήψεις που χαρακτήρισαν την ελληνική κοινωνία”.
Οι πραγματικοί λόγοι καταστροφής των φακέλων
Στο τότε ελληνικό πλαίσιο (σκάνδαλο Κοσκωτά, αρρώστια Παπανδρέου και πτώση ΠΑΣΟΚ), η καύση των φακέλων έμοιαζε με έναν ασήμαντο κρίκο σε μια αλυσίδα. Ορισμένοι υποστηρίζουν πως υπήρχε κάποια πολιτική σκοπιμότητα, όπως η περιθωριοποίηση του ΠΑΣΟΚ ή η εθνική συμφιλίωση. Η εξήγηση αυτή, όμως, από μόνη της δεν επαρκεί.
Σε μια στιγμή τεράστιων αλλαγών – η περεστρόικα, η γκλάσνοστ και η διαφαινόμενη ανασύνθεση του ανατολικού μπλοκ – που επηρέασαν καθοριστικά όχι μόνο τις σοσιαλιστικές χώρες, αλλά και την Ελλάδα, κυριάρχησε η κούραση της ελληνικής κοινωνίας για τους φακέλους, η δυσπιστία προς το κράτος και ο φόβος για το περιεχόμενο τους. Πολλά από αυτά, όμως, εκ των υστέρων αποδείχθηκαν αυταπάτες.
Πολλοί ήταν και οι πολίτες που προτιμούσαν την καταστροφή των φακέλων, έτσι ώστε να σβηστεί και η δική τους ανάμιξη. Κατά κύριο λόγο, αυτοί οι πολίτες ήταν πληροφοριοδότες που συνεργάστηκαν έμμισθα ή άμισθα με το καθεστώς λόγω συμφέροντος, ιδεολογίας ή πίεσης.
Ο πρόεδρος του Εφορευτικού Συμβουλίου της Εθνικής Βιβλιοθήκης, Σταύρος Ζουμπουλάκης έκανε λόγο για την “Γκρίζα Ζώνη”: “Η Γκρίζα Ζώνη αφορά τους θύτες που δεν ήταν επαγγελματίες πληροφοριοδότες, χαφιέδες. Ήταν, όμως, συνάδελφοι, γείτονες, συμφοιτητές, θυρωροί, περιπτεράδες, ταξιτζήδες ρουφιάνοι. Όλοι αυτοί συμπλήρωναν τους φακέλους και φοβούνταν την αποκάλυψη. Επεδίωκαν, έτσι, τη συγκάλυψη από τον φόβο μην το μάθουν τα παιδιά τους ή μήπως υπάρξουν διεκδικήσεις εκ μέρους των θυμάτων που διώχτηκαν, υπέφεραν, θανατώθηκαν. Από την άλλη όμως, και τα ίδια τα θύματα φοβούνταν. Ποιος δεν θα φοβόταν τι μπορεί να περιέχει ο φάκελός του που είχε συγκροτηθεί ερήμην του;”
Το περιεχόμενο φακέλων κοινωνικών φρονημάτων
Με λίγα λόγια, στους φακέλους αποτυπώνονταν με φρικιαστικό τρόπο η μισαλλοδοξία, η εμπάθεια, η μικρότητα, ο παραλογισμός και η βαρβαρότητα της εμφυλιακής και μετεμφυλιακής περιόδου. Ο φόβος μιας, εν δυνάμει, κομμουνιστικής ανταρσίας χρησιμοποιήθηκε από την εκάστοτε κυβέρνηση, κατά κόρον, για τον διωγμό των πολιτικών της αντιπάλων. Έκρυβε όμως και την άλλη πλευρά: την ανάπτυξη του κομμουνιστικού κινήματος κατά τη διάρκεια της Κατοχής, τα Δεκεμβριανά και τα γεγονότα του Εμφυλίου.
Επίσης, οι φάκελοι περιείχαν πολλά χαλκευμένα στοιχεία, πολλές συκοφαντίες. Υπήρξαν ένα επιχειρησιακό εργαλείο καταπολέμησης της Αριστερής δράσης, όμως παραδόξως, δεν αποτέλεσαν εγχειρίδιο αντι-κομμουνιστικής προπαγάνδας. Ερευνητές σημείωσαν πως οι φάκελοι των Αριστερών είχαν “λεηλατηθεί”, με σκοπό είτε την απόκρυψη των προσώπων που κατέδιδαν, είτε τον εξωραϊσμό της σκληρής στάσης της κυβέρνησης απέναντι σε πολιτικούς της αντιπάλους.
Αντί επιλόγου…
Λαμβάνοντας υπόψη την ομόθυμη επικρότηση της καύσης των φακέλων κοινωνικών φρονημάτων, βλέπουμε μια κοινωνία που φοβάται το παρελθόν. Και το φοβάται επειδή δεν το έχει αντιμετωπίσει, δεν έχει συζητήσει γι’ αυτό. Η πολιτική μπορεί εν μέρει να απομακρύνει τον φόβο, αλλά όχι και να τον εξαλείψει. Χρειάζεται και το κουράγιο να αντιμετωπίσεις την αλήθεια. Και στην Ελλάδα, η περίπτωση της καύσης των φακέλων κοινωνικών φρονημάτων δείχνει ότι το κουράγιο αυτό μας έχει λείψει…