Το Ματσούκι είναι ορεινό χωριό του νομού Ιωαννίνων. Είναι χτισμένο σε υψόμετρο 1.100 μέτρων στις πλαγιές των Τζουμέρκων. Αποτελεί έδρα κοινότητας και ο πληθυσμός τους σύμφωνα με την απογραφή του 2001 είναι 543 κάτοικοι. Το Ματσούκι ήταν κυρίως κτηνοτροφικό χωριό σε αντίθεση με τα πλουσιότερα γειτονικά του Τζουμερκοχώρια, τους Καλαρρύτες και το Συρράκο, που στηρίχθηκαν στο εμπόριο και την αργυροχρυσοχοΐα. Κυριότερο αξιοθέατο της περιοχής είναι η Μονή Βύλιζας που βρίσκεται μεταξύ του Ματσουκίου και των Καλαρρυτών. Το 1912 συστάθηκε η Κοινότητα Ματσουκίου και το 1925 υπήχθη από το νομό Άρτας στο νομό Ιωαννίνων. Καταργήθηκε το 1997.
Εκτός λοιπόν από το Συρράκο και τους Καλαρρύτες τα οποία έχουν ανακηρυχθεί διατηρητέοι οικισμοί, υπάρχει και το Ματσούκι. Είναι το τρίτο βλαχοχώρι των Τζουμέρκων, όπου οι κάτοικοι συνεχίζουν να μιλάνε βλάχικα όπως και ελληνικά. Το Ματσούκι ίσως να μην έχει τη φήμη των άλλων δύο χωριών, αυτό όμως δεν σημαίνει πως δεν έχει ενδιαφέρον. Ο στενός δρόμος ανηφορίζει στις απότομες πλαγιές της Κακαρδίτσας (2.429 μ) μέχρι να καταλήξει στο χωριό, το οποίο έχει λιγότερη πέτρα από τα άλλα δύο χωριά, αλλά περισσότερους κατοίκους τον χειμώνα, μέχρι και δημοτικό σχολείο!
«Πολιορκημένο» από τους ορεινούς όγκους της Πίνδου και την κορφή της Κακαρδίτσας, βρίσκεται στα 1.100 μ. ανάμεσα σε ρέματα και απότομες πλαγιές. Αφήστε το αυτοκίνητο στο πλάτωμα και πηγαίνετε μέχρι την πλατεία με τα αιωνόβια πλατάνια. Λίγο πιο κάτω κυλάει ο ποταμός, του οποίου τα νερά δημιουργούν εντυπωσιακό καταρράκτη κοντά στο χωριό. Τα νερά του ποταμού πριν καταλήξουν στο ρέμα γυρνάνε τις μυλόπετρες του αναπαλαιωμένου μύλου και καθαρίζουν ρούχα και στρωσίδια αφού η νεροτριβή (ντριστέλα) είναι σε πλήρη λειτουργία. Δίπλα στη νεροτριβή βρίσκεται και το μαντάνι, ένα είδος ξύλινης μηχανής που κινείται με τεχνητό καταρράκτη. Παλαιότερα, τα υφαντά πριν πάνε στο ράφτη για να γίνουν ρούχα περνούσαν από το μαντάνι για να «χτυπηθούν», να μαλακώσουν, να βγει το χνούδι και να πάρουν τις επιθυμητές διαστάσεις.
Ο Αλή Πασάς και το Ματσούκι
“Η περίπτωση του Ματσουκίου είναι ίσως η πιο χαρακτηριστική για το πως ο Αλή Πασάς μεθόδευσε την οικονομική εξαθλίωση των κεφαλοχωρίων, μέχρι οι κάτοικοι τους να αναγκαστούν να του πουλήσουν τα χωριά τους. Γύρω στα 1805, οι Ματσουκιώτες για να μπορέσουν να εξοφλήσουν τις υπέρογκες φορολογικές τους υποχρεώσεις βρέθηκαν στην ανάγκη να δανειστούν από τοκογλύφους των Ιωαννίνων με αβάσταχτους τόκους. Όμως, το χρέος και οι οικονομικές δυσχέρειες μεγάλωσαν. Μπροστά στο αδιέξοδο, ένα μέρος των κατοίκων εγκατέλειψαν το χωριό κι έφυγε για τα Άγραφα. Έτσι, το 1809 οι κάτοικοι που απέμειναν παρουσιάστηκαν στον Αλή για να του πουλήσουν το χωριό συλλογικά. Ο Αλή συμφώνησε στην αγοραπωλησία και υποσχέθηκε να ξεπληρώσει το χρέος του χωριού και να τους καταβάλει επιπλέον 12 πουγκιά. Αφού έγινε κύριος του χωριού τους, έδωσε στους κατοίκους μόνο 2 πουγκιά από το συμφωνημένο ποσό και όσο για το κοινοτικό χρέος περιορίστηκε στο να στείλει τους δανειστές να το εισπράξουν από τους Ματσουκιώτες που είχαν αναγκαστεί να εκπατριστούν. Αργότερα, γύρω στο 1818, οι Ματσουκιώτες φυγάδες βρίσκονταν σκορπισμένοι στην Άρτα, τα Τρίκαλα, το Καρπενήσι, την Υπάτη, τη Λαμία και τη Μενδενίτσα της Φθιώτιδας.”
Το σπήλαιο Γκούβα Μάρε
Το σπήλαιο Γκούβα Μάρε βρίσκεται πριν το Ματσούκι και τη σιδερένια γέφυρα. Κατά σημεία στην άκρη του δρόμου έχουμε θέα στην είσοδο που βρίσκεται απέναντι στην πλαγιά. Η ονομασία του είναι βλάχικη και σημαίνει “Μέγα Σπήλαιο”. Η πρόσβαση ξεκινάει από τη γέφυρα του Σταφυλά. Κατόπιν αρχίζουμε να ανηφορίζουμε και αφού προσπεράσουμε το υπόγειο ποτάμι του Σταφυλά θα συνεχίσουμε για άλλα 20 λεπτά σε ανηφορικό μονοπάτι. Τα τελευταία 20 λεπτά είναι πλέον εκτός μονοπατιού και χρειάζονται προσοχή και υπολογισμό της θέσης του σπηλαίου. Το σπήλαιο διανοίγεται σε ασβεστόλιθο και αποτελείται από αγωγούς με περιοδική ροή νερού. Το καλοκαίρι που έγινε η εξερεύνηση υπήρχε αρκετή λάσπη, αλλά όχι ροή νερού. Κατά σημεία οι αγωγοί διακόπτονται από θαλάμους με διάκοσμο, με ιδιαίτερα όμορφα γκουρ και ρεόλιθο. Μετά από 350 μέτρα διαδρόμων υπάρχει βάραθρο, όπου μετά από κατάβαση 20 μέτρων βρίσκουμε κατηφορικό αγωγό που καταλήγει σε λίμνη. Πρόκειται για τεχνικό σπήλαιο με στενά περάσματα, βάραθρα εντός του και σημεία με αναρρίχηση. Σπάνια εξέρχεται νερό από την είσοδο του σπηλαίου, ενώ πηγές μόνιμης παροχής που πιθανό να συνδέονται με το υπόγειο δίκτυο νερού του σπηλαίου χύνονται χαμηλά μέσα στο Ματσουκιώτικο ρέμα. Το σπήλαιο εξερεύνησε ο Πρωτέας στα πλαίσια της αποστολής που διοργάνωσε στα Τζουμέρκα τον Ιούλη του 2017.
Η Μονή Βύλιζας
Δυστυχώς μέχρι σήμερα, μας είναι άγνωστη γραπτή μαρτυρία χρονολογίας κτίσεως της Μονής. Η αρχαιότερη χρονολογία ανήκει στο έτος 1676, γραμμένη στην εικόνα του Τιμίου Προδρόμου στο τέμπλο. Το δε αναλόγιο χρονολογείται από το 1695, αλλά έχουμε και χειρόγραφα του 14ου αιώνος. Ίσως μπορούμε να υποθέσουμε την ίδρυση της Βύλιζας στο α μισό του 17ου αιώνα.
Η Μονή είναι χτισμένη σε στενόμακρο σιάδι και στο χείλος απότομου γκρεμού πάνω από το Ματσουκιώτικο ποτάμι, σ’ένα τοπίο ιδιαίτερα άγριο όσο και γραφικό, 30′ με 40′ δυτικά του οικισμού Ματσούκι, ακολουθώντας το μονοπάτι της Μέσης. Η τοποθεσία της Βύλιζας αποτελούσε άλλοτε ομώνυμο οχυρό, σύμφωνα με την παροιμία που σώζεται μέχρι σήμερα: Κάστρο, Βύλιζα, χωριό Ματσούκι, Καλαρρύτες μαχαλάς και Συρράκο πέντε σπίτια. Η λέξη Βύλιζα προέρχεται από την λατινική vigilo, που σημαίνει αγρυπνώ, φρουρώ, βιγλίζω. Στα βλάχικα η αντίστοιχη λέξη είναι (α)βέγκλιου. Εάν οι Καλαρρύτες και το Συρράκο τοποθετούνται πριν ή πολύ πριν από τον 15ο αιώνα, τότε το Ματσούκι είναι πιο αρχαίο, ακόμη δε παλαιότερο το κάστρο της Βύλιζας.
Η είσοδος στη Μονή γίνεται από τα δυτικά, όπου υπάρχει και ο ξενώνας που στηρίζεται σε τρεις καμάρες, και από τον οποίο αγναντεύει κανείς την περιοχή. Εσωτερικά ευρύχωρο μπαλκόνι στηρίζεται σε τρεις πέτρινες καμάρες, επίσης παραδοσιακές. Η βόρεια πτέρυγα περιελάμβανε την τραπεζαρία και αποθηκευτικούς χώρους, ενώ στη νότια ήταν τα κελιά. Το ευρύχωρο αίθριο είναι στρωμένο με πλάκες.
Αφιερωμένο στη γέννηση του Τιμίου Προδρόμου είναι το παρεκκλήσιο που βρίσκεται λίγα βήματα έξω από τον περίβολο του Καθολικού, κομψό πέτρινο κτίσμα, σκεπασμένο με πλάκα, όπως όλα τα κτίσματα της Μονής. Είναι όλο τοιχογραφημένο από το 1737, δια χειρός των αυταδέλφων Γεωργίου και Στεργίου, από το γειτονικό χωριό Καλαρρύτες.
Στο Καθολικό και στην είσοδο του εξωνάρθηκα υπάρχουν εφτά πέτρινες καμάρες, κομψές και άριστα προσαρμοσμένες στην αρχαιολογική φυσιογνωμία της Μονής. Στο εσωτερικό του ναού, και συγκεκριμένα στο νάρθηκα, οι τοιχογραφίες με ολόσωμους αγίους και στηθάρια, η ρίζα του Ιεσσαί, η Θεοτόκος σε προτομή και μέσα σε δόξα στην καμάρα της οροφής, ανήκουν πιθανώς στον 17ο αιώνα ή το πρώτο μισό του 18ου αιώνος, ενώ η παράσταση της Δευτέρας Παρουσίας στην ανατολική πλευρά είναι λαϊκής τεχνοτροπίας του 18ου αιώνος. Οι τοιχογραφίες του υπόλοιπου ναού (κυρίως και ιερό) ανήκουν στο έτος 1793, διά χειρός Κωνσταντίνου και Στεργίου των ιερέων, καθώς και Χριστοδούλου και Ιωάννη, σύμφωνα με την επιγραφή στο εσωτερικό δυτικό υπέρθυρο του κυρίως ναού.
Πολύ αξιόλογες είναι οι τρεις μεγάλες εικόνες του τέμπλου: Μήτηρ Θεού (Ένθρονη), Ιησούς Χριστός (Ένθρονος), τις οποίες υπογράφει ο Γεώργιος Νομικός (1705), καθώς και του Ιωάννου του Προδρόμου, εικόνα εκφραστική, χρονολογούμενη πιθανώς στο β΄μισό του 17ου αιώνος. Βόρεια του νάρθηκα και κατόπιν διαμορφώσεως του χώρου κατά τα έτη 1986-1987, προέκυψε παρεκκλήσιο αφιερωμένο στην Αγία Κυριακή. Η Μονή της Βύλιζας κατείχε πλουσιότατη βιβλιοθήκη, η οποία δυστυχώς μετά τη διάλυσή της το 1893, καταστράφηκε σε μεγάλο βαθμό.
Πηγές:
Σύνταξη κειμένου: Μίλτος Γήτας
Επιμέλεια κειμένου: Ελευθερία Σακελλαρίου