Πόσες φορές κοίταξες τον νυχτερινό ουρανό για να δεις αν υπάρχει κάποιο πεφταστέρι; Και σαν δεν είδες αστέρια σ’ εκείνο το απέραντο σκοτεινό πέπλο, πόσες φορές έψαξες για τον ήλιο του μεσονυχτίου; Το φεγγάρι που κάθε βράδυ θα ήταν εκεί πάνω, ν’ απλώσει λίγο φως στα συννεφιασμένα πρόσωπα, έτοιμο ν’ ακούσει τις ευχές που θα έκανες στα πεφταστέρια. Τι είναι, όμως, αυτό που σε ελκύει στο να πνίξεις τον πόνο σου ή να ζητήσεις κάποια χάρη από κάτι άπιαστο; Από κάτι που δε θα σου απαντήσει ποτέ;
Ίσως είναι το σκοτάδι. Όχι της νυκτός, αλλά αυτό που περιβάλλει τον νου και την ψυχή. Νιώθεις πως μέχρι εκείνη τη στιγμή έχεις πει σε όλους και στα πάντα το τι εύχεσαι για τη ζωή σου, αλλά και πάλι συνειδητοποιείς πως οι λέξεις σού έπεσαν σε απροσπέλαστους τοίχους. Βλέπεις τις επιθυμίες σου να εξατμίζονται σαν καπνός αποτσίγαρων, που ακολουθώντας την πορεία του καταλήγεις να κοιτάζεις τον σκοτεινό ουρανό. Εκεί μέσα στο σκοτάδι της μοναξιάς σου, ενώ εύχεσαι για κάποια παρέα, βρίσκεις το φεγγάρι ολόγιομο να ψάχνει κι αυτό κάτι από τον τυχαίο περαστικό που θα κοιτάξει προς τη μεριά του.
Μπορεί και να ταυτίζεσαι μαζί του. Ο καθένας μέσα στο σκοτάδι του ψάχνει να βρει κάτι. Και τότε είναι η στιγμή που ανοίγεσαι σε κάτι που δεν έχει αυτιά για να σ’ ακούσει, αλλά ούτε και στόμα να σε συμβουλέψει. Ένας διάλογος με το φεγγάρι που καταλήγει σε έναν μονόλογο με τον εαυτό σου. Για να κρύψεις την τρέλα του εαυτού σου, όμως, προσωποποιείς αυτό το ουράνιο σώμα, θέλοντας να πιστέψεις σε κάτι ανώτερο που θα κάνει αυτόν τον κρυφό σου πόθο πραγματικότητα.
Τι είναι, όμως, αυτοί οι πόθοι σου που τόσο εξιστορείς σε πράγματα κι όχι σε ανθρώπους; Εργασία; Φίλοι; Οικογένεια; Σχολείο; Έρωτας; Μίσος; Ίσως αν το φεγγάρι είχε συνείδηση, να είχε σταματήσει προ πολλού να μας φωτίζει και να μας άφηνε να βαδίζουμε μέσα σε σκοτάδια. Ίσως να μην έβγαινε ποτέ ξανά τα βράδια αναγκάζοντάς μας να μιλάμε με κάποιο άτομο δίπλα μας, παρά να πνίγουμε οτιδήποτε θέλουμε μέσα μας.
Όλοι φοβηθήκαμε να πούμε αυτό που νιώθουμε, αυτά που θέλουμε κι αυτά που επιθυμούμε. Είναι η διαχωριστική γραμμή που ξεχωρίζει τον πραγματικά θαρραλέο απ’ αυτόν που καταφεύγει σε ευχές και φεγγάρια, αντί να πιάνει τη ζωή από τα μαλλιά και να κυνηγάει τα πιστεύω του και τους στόχους του. Ωστόσο, κι οι δύο έχουν ένα κοινό. Και ο θαρραλέος κι ο δειλός ξεκίνησαν από μια ίδια αρχή. Από μια ευχή που είχαν στα χείλη τους. Μια ευχή που γεννήθηκε σε κάποιο σεληνόφως.
Που θέλω να καταλήξω; Ίσως είναι πραγματικά υπέροχο να εύχεσαι πράγματα, είτε σε ανθρώπους είτε σε κάτι ανώτερο. Αυτές οι ευχές θα δώσουν τροφή στα όνειρά σου. Το θέμα είναι, κάθε βράδυ να μη βρίσκεσαι στο ίδιο σημείο, να εύχεσαι στο φεγγάρι και σε κάθε φεγγάρι της ζωής σου. Αυτό μας φωτίζει και θέλει να μας βλέπει να προχωρούμε κάθε νύχτα και λίγο παραπέρα. Μια λέξη παραπάνω. Μια κίνηση πιο μακριά. Τότε θα έχουμε μονάχα το δικαίωμα να το ζαλίζουμε με τις υπόλοιπες μυριάδες ευχές μας.