
“Δεν είχα χρόνο να σου γράψω πιο πριν, έρωτα μου, συγνώμη. Εδώ και δυο μέρες γυρίζουμε από μέρος σε μέρος, μέσα στις λάσπες, μέσα στα σκατά και το γαμημένο κρύο της νύχτας. Κινούμαστε όλη την ώρα γιατί δεν πρέπει να μας δουν. Αλλά καταλήγω να μην δω εσένα.
Έχει τρυπήσει το μπουφάν μου και ο αέρας τσουχτερός και βίαιος καλπάζει μέσα στα σπλάχνα μου, και δεν με αφήνει σε ησυχία. Τον ικετεύω, τον παρακαλάω, πέφτω στα γόνατα μπροστά του, τον βρίζω, τον απειλώ. Με αγνοεί.
Δεν μου έχει απομείνει κανένας φίλος πια, κανένας δικός μου. Όλοι τους πέθαναν, και ο τελευταίος μου έφυγε χθες, τον είχα πάνω στα ματωμένα χέρια μου ξαπλωτό, του μιλούσα για να ξεχαστεί από το τρυπημένο του στέρνο, τον πίεζα στην πληγή, απαντούσα στις ασυναρτησίες του πόνου του με πόνο ψυχής δικής μου . Δεν έχει σημασία αν τον ήξερα καλά , σημασία έχει ότι δεν τον γνώρισα όσο θα έπρεπε.
Χάνουμε τον πόλεμο, αλλά φοβάμαι ότι έχουμε χάσει πολλά περισσότερα. Φοβάμαι ότι έχουμε χάσει εμάς. Φοβάσαι ότι έχω χάσει εσένα. Σε έχω;
Δεν ξέρω πόσα γράμματα σου έχω γράψει, δεν ξέρω πόσα έχουν φτάσει στα υπέροχα χέρια σου. Αχ, μου λείπουν πολύ τα χέρια σου. Μου λείπει να τα κρατάω χούφτα στα δικά μου, μου λείπει να μου κρατάνε και αυτά συντροφιά, να μου υπενθυμίζουν πως δεν είμαι μόνος μου, αλλά μαζί σου. Τώρα, τα χέρια μου είναι βρώμικα. Έχω να τα πλύνω αρκετές μέρες, τα νύχια μου έχουν γεμίσει σκόνη και αγωνία από το κακόμοιρο έδαφος που εδώ και μέρες τσαλαπατάμε με μίσος, επειδή το μίσος έχει ήδη τσαλαπατήσει τις καρδιές μας.
Μου λείπουν τα χεράκια σου. Θα έπιανες τα βρομερά δικά μου; Νομίζω πως θα τα έπιανες. Το κάνεις και τώρα που διαβάζεις το γράμμα μου, το νιώθω, τα νιώθω να κλείνουν και να φαντάζεσαι πως υπάρχουν τα δικά μου μέσα σου, τα αισθάνομαι ζεστά και τρυφερά, και ήδη γαληνεύω. Ακόμα και σε αυτό το περιβάλλον χωρίς ίχνος γαλήνης, αγάπης, και έρωτα, γαληνεύω, έρωτα μου.
Εδώ και μέρες το ψευτομολύβι που είχα πάρει από εκείνο το πανηγύρι πρόπερσι αποτελεί το μόνο μου στήριγμα, το μόνο μου καταφύγιο. Περιμένω να φύγει το βράδυ και να έρθει ξανά, να κόψω λίγο χαρτί στα κρυφά από την σκηνή του αρχηγού, και να σου γράψω. Θέλω να σου γράφω ασυναρτησίες, αλλά δε μπορώ. Θέλω να ξεχαστώ από τις σφαίρες, την καπνιά, την ομίχλη που μου τυφλώνει τη ψυχή, αλλά δε μπορώ.
Θέλω να μπορέσω, αλλά δε μπορώ.
Έχασα τη φωτογραφία μας, έρωτα μου. Αυτήν που είμαστε αγκαλιά μπρος μιας παραλίας με καταγάλανα νερά και απόλυτη νηνεμία. Την έχασα. Έπεσε μέσα στα σκατά που σκύβω πάνω τόσες μέρες. Έπεσε και την έχασα. Δεν θέλω να σε ξεχάσω, καμιά φορά αισθάνομαι ότι δε μπορώ να σχηματίσω τη μορφή σου στο μυαλό μου, και τρομάζω. Τρομάζω πολύ. Έπεσε και την έχασα. Έπεσε και έπεσα και εγώ μαζί της.
Υπάρχουν στιγμές που εύχομαι να μην σου γράψω ξανά. Θέλω να ζήσεις τη ζωή σου. Θέλω να ξεχαστείς, να με ξεχάσεις, και μετά να ξεχαστώ και εγώ.
Περπατάμε, έρπουμε, βουτάμε στα σκατένια νερά που αναγκαζόμαστε να πιούμε. Δεν τρώω, στο έχω πει πάλι, νομίζω. Ναι, έχω μέρες να φάω, και συγνώμη αν τα γράμματά μου είναι στιφτά και αποπέμπουν μια καπνίλα, μια τύφλα, ένα μεθύσι για τις στιγμές που είχα και πλέον δεν αγγίζω.
Σφαίρες πάλι. Φασαρία, τσιρίδες, θάνατος. Βαρέθηκα, έρωτα μου. Βαρέθηκα.
Δεν πάω πουθενά. Θα κάτσω εδώ. Θα ξαπλώσω στο χωματένιο κρεβάτι μου, θα γυρίσω στα πλάγια και θα με αφήσω να σε φανταστώ δίπλα μου, γυμνή και χαμογελαστή. Θα κλείσω τα μάτια μου και θα σε βλέπω με την καρδιά μου την σκοτεινή και την τραχιά. Θα κρατάω με το ένα μου χέρι το γράμμα μου, και με το άλλο εσένα. Θα σε φέρω κοντά μου, θα έρθεις κοντά μου. Θα με κοιτάξεις, και με τα καθαρά χεράκια σου θα μου κρατήσεις τα βρώμικα δικά μου, όπως σου είχα πει πριν.
Μετά θα με φιλήσεις με πάθος στο στόμα, ξανά και ξανά. Θέλω να παραδοθώ σε σένα, σαν στρατιώτης που παρακαλάει τον εχθρό του για την λύτρωσή του. Παραδίνομαι. Παραδίνομαι στην παιδικότητά σου, στην ανάγκη μου να τη ζήσω ξανά.
Θα με φιλάς και θα με κοιτάς συνέχεια. Θα κουρνιάσεις πάνω μου γεμάτη έρωτα, και όταν έρθει η στιγμή εκείνη που θα πρέπει να μου πεις το αντίο, όταν έρθει εκείνη η απαίσια χροιά που θα με αφήσεις και θα σηκωθείς από το ράντζο που κάνει τη μέση μου να υποφέρει όλη την ώρα τα βράδια που κάνω πως κοιμάμαι, όταν θα έρθει η μέρα που δεν έχουμε άλλες μέρες μαζί, θα μου ανοίξεις τα μάτια, θα κοιτάξω κατάματα το όπλο που με σημαδεύει, και μετά θα τα κλείσω ξανά. Αλλά δεν θα τα ανοίξω ξανά, όσο και αν προσπαθήσεις.
Σε αγαπώ πολύ, αλλά εύχομαι να μας αγαπούσαν και οι άλλοι.
Δεν πειράζει.
Σε αγαπώ όσο αυτοί οι άλλοι μαζί, και ακόμα περισσότερο. Πηγαίνω εκεί που δεν ξέρω αν γίνεται να περιμένεις κάποιον.
Θα σε περιμένω”.