
Την μαμά μου την λέγανε Τζίνα. Είχε πολύ όμορφο πρόσωπο, με πολύ εκφραστικά χαρακτηριστικά. Τα μάτια της ήταν ένα χρώμα ανάμεσα σε γκρι και σε σκούρο πράσινο, που μόνο αν το παρατηρούσες μπορούσες να καταλάβεις ακριβώς. Είχε κάτι πολύ πυκνά φρύδια, κατάμαυρα, τα οποία τα περιποιόταν με περισσή φροντίδα και προσοχή. Είχε πολύ όμορφες γωνίες στο πρόσωπο της, και πολύ ωραία οδοντοστοιχία ενώ δεν είχε βάλει ποτέ σιδεράκια όταν ήταν μικρή. Μάλιστα θυμάμαι ότι, της το είχε πει και ο ορθοδοντικός, και το είχε υπερηφανευτεί πολύ εκείνη την μέρα.
Γράφω σε παρελθοντικό χρόνο, γιατί η μαμά μου πέθανε. Στις 28 Απριλίου του 2022. Αυτή η φράση είναι σαν μια σφαίρα που περνάει ξυστά απ’ αυτιά μου, για λίγο δεν ακούω τίποτα, και μετά είναι σαν να ξυπνάω από κόμμα και βρίσκομαι κάπου όπου μιλούν πολύ άνθρωποι, αλλά σε γλώσσες ξένες, και γώ, δεν καταλαβαίνω τίποτα. Είναι σαν πολυβόλα που πυροβολούν για πολύ ώρα χωρίς να υπάρχει κάποιος να σκοτώσουν, αλλά στο τέλος τα τύμπανα σου έχουν τρυπήσει και τα μάτια σου τρέχουν αίμα. Είναι σαν να σου ρίχνουν ένα παγωμένο κουβά με νερό κατευθείαν στην μούρη, και μετά σε βγάζουν γυμνή έξω στο κρύο. Έτσι νιώθω όταν λέω ή σκέφτομαι ότι πέθανε η μαμά μου.
Όμως δεν θέλω να μιλήσω άλλο για το τέλος, τουλάχιστον δεν πόνεσε, που αυτό έχει την μεγαλύτερη σημασία. Θέλω να μιλήσω για την αρχή. Η αρχή σε αντίθεση λοιπόν με το τέλος ήταν πολύ δύσκολη. Λόγω λάθος γιατρού η μαμά μου γεννήθηκε με μαιευτική παραπληγία, το οποίο σημαίνει πρακτικά ότι από την μέση και κάτω δεν μπορούσε να κουνήσει τίποτα. Ό,τι έκανε, και όπου πήγε στην ζωή της την πήγαν τα χέρια της, και το μυαλό της. Το μυαλό της κυρίως. Αυτό περιλαμβάνει την σχολή της νομικής που έβγαλε, την δουλειά της στην τράπεζα όπου το χαιρόταν γιατί μιλούσε με κόσμο που την έβλεπε έξω και την χαιρετούσε. Τις ξένες γλώσσες που μάθαινε, τους χορούς που έκανε και εμένα. Ξέρετε εγώ που σας γράφω τώρα, αν τελικά η μαμά μου είχε ακολουθήσει τις προβλέψεις των γιατρών που έλεγαν ότι σε ένα εικοσιτετράωρο θα έχει φύγει, δεν θα υπήρχα να σας τα γράφω αυτά.
Παράξενο δεν είναι; Εγώ δημιουργήθηκα από έναν άνθρωπο που δεν περπάτησε ποτέ στην ζωή του και που το πιο πιθανό σενάριο ήταν να πεθάνει, όχι 60 χρόνια μετά, μια μέρα μετά. Ώρες ώρες νιώθω δέος μπροστά σε αυτό που λέμε ζωή. Νιώθω δέος όταν τα πράγματα είναι τόσο αμφίρροπα όσο η κόψη ενός ξυραφιού, που ξαφνικά μπορεί να βρεθείς από την άλλη πλευρά, χωρίς να ξέρεις τι έχει συμβεί και έφτασες ως εκεί. Εν αγνοία σου φυσικά. Αυτό που λέω τώρα, μου θυμίζει μια μέρα, γυμνάσιο πρέπει να ήμουν, ήταν μεσημέρι καλοκαιριού, και κάτι πήγαινα να πάρω. Ήμουν λοιπόν στην γωνία και ξαφνικά βλέπω ένα μαύρο τζιπ με φιμέ τζάμια να σταματάει δίπλα μου με μεγάλη ταχύτητα. Ξαφνικά βλέπω την Τζίνα στην άλλη γωνία είχε βγει και εκείνη φαίνεται να πάρει κάτι, και την χαιρετάω. Το τζιπ με μεγάλη ταχύτητα έβαλε μπροστά και έφυγε. Εκείνη την μέρα λοιπόν από καθαρή τύχη δεν με απήγαγαν γιατί εμφανίστηκε η μαμά μου. Πάλι είστε τυχεροί αναγνώστες μου και εξαιτίας της είμαι εδώ μαζί σας.
Μπορώ να πω πάρα πολλά για την Τζίνα, μπορώ να πω και καλά και μπορώ να πω και κακά, αλλά δεν είναι αυτός ο σκοπός μου. Επειδή αποφάσισα να μην γίνει ταφή, αλλά καύση, γιατί δεν ήθελα να είναι και μετά θάνατον κάπου φυλακισμένη, αυτή την φορά σε ένα κουτί, δείτε αυτό σαν ένα επικήδειο, που δεν ειπώθηκε στην κηδεία της. Η μαμά μου λοιπόν η Τζίνα ήταν μια πολύ ιδιαίτερη και πολύ έντονη φυσιογνωμία στην ζωή μου. Την αγαπώ και την θαυμάζω πάρα πολύ, όπως έχω και αρνητικά συναισθήματα για εκείνη λόγω των πράξεων και των επιλογών της. Ήταν ένας πολύ γενναιόδωρος και καλός άνθρωπος, που όσο περνούσαν τα χρόνια την βάραινε μια κατάθλιψη την οποία την έκανε να νιώθει φυλακισμένη.
Μαμά, αν είσαι κάπου τώρα, με ίδια ψυχή αλλά άλλη μορφή, εύχομαι αυτή την φορά να μην πονάς και να είσαι ελεύθερη.
Μια μεγάλη αγκαλιά η κόρη σου Ειρήνη.
*Τα τραγούδια έχουν επιλεγεί ως αγαπημένα τραγούδια της μαμάς μου, τα οποία τα είχαμε και σε cd και τα ακούγαμε στο αυτοκίνητο.