
Σου αρέσει η ζωή σου; Με αυτήν την ερώτηση που ταλαντεύει κόσμο και κοσμάκη θα ήθελα να ξεκινήσω και σήμερα τις βαθυστόχαστες και φιλοσοφημένες σκέψεις μου περί ζωής και ύπαρξης. Το τρως το φαΐ σου, αγαπητέ μου; Κι εγώ πολύ, μόνο που έχω αυτήν την κακομαθημένη παραξενιά να μην θέλω να το γεύομαι ξαναζεσταμένο. Έτσι τη θέλω και τη ζωή μου, σαν το φαγητό μου, φρέσκια, πικάντικη και μυρωδάτη.
Φρέσκια, γιατί ενώ εγώ ξυπνώ σαν το μύδι το μπαγιάτικο κάθε πρωί, εκείνη περνά από μπροστά μου και μου λέει «Σήκωωωωω! Άντε γιατί έχουμε δρόμο». Και είναι η άτιμη μέσα στο κέφι και την ενέργεια. Πικάντικη, γιατί έχει την τάση να καίει ολίγον τι καθώς τη γεύεσαι, με τα πάνω και τα κάτω της, με τις χαρές και τις λύπες της. Μα καθετί το πικάντικο ένα τσικ εθισμού το έχει, έτσι και με τη ζωή μου μπορώ να κατονομαστώ ως εθισμένη. Και μυρωδάτη, αφού εγώ τον κόσμο μου, τον πλάθω μέρα- νύχτα με όλα τα καλά, άγρια λουλούδια τον κοσμούν κι ένα περιβόλι με όλα τα διαλεχτά. Κι ό,τι αγαπώ- κι ό,τι αγαπώ, το ‘χω εκεί φυτεμένο και σα θες με τη φροντίδα μου γίνεται ανθός και στέκει καμαρωτό.
Έχουν γραφτεί, ειπωθεί και τυπωθεί τόσα και τόσα για τη ζωή, έχω αναφερθεί πολλές φορές κι εγώ σε εκείνη, μα είναι πολλά αυτά που μπορεί κανείς να δει σε αυτήν. Άπειροι χαρακτηρισμοί και παραλληλισμοί. Μπορεί να τις ρίξεις ματίτσες και να την αναλύσεις και περιγράψεις από χίλιες δυο σκοπιές. Μάγκα, η ζωή είναι ένα χαρτάκι κολλημένο στο ψυγείο με μια συνταγή ενός κέικ μαμαδίστικου. Στην αρχή την ακολουθείς πιστά βήμα-βήμα, γιατί είσαι άσχετος από όλα αυτά τα κουζινικά κι έπειτα αφού πάρεις τον αέρα σου, φυσάς και γίνεσαι σεφ της ιδίας σου της νιότης. Φτιάχνεις ό,τι μπορεί κανείς να φανταστεί από τα χεράκια σου και καλοπιάνεσαι, ανακαλύπτεις τις γεύσεις που αγαπάς και κάνεις τον κόπο να τις διατηρείς και να τις ξαναδημιουργείς. Συνειδητοποιείς πως σαν ξαναζεστάνεις το ιερό φαγητό σου, δεν είναι όπως πρώτα, πάντα κάτι θα του λείπει και αναρωτιέσαι, «μα δεν μπορώ να πετώ ό,τι περίσσεψε». Κι εγώ, καλομαθημένε μου, θα συμφωνήσω μαζί σου. Ό,τι περίσσεψε μην το πετάς, μονό δώσ’ το, πρόσφερέ το τριγύρω, εκεί που το έχουν ανάγκη κι αφού έχεις την πολυτέλεια να μαγειρέψεις κι αύριο, σήμερα δώσε ό,τι μπορείς από το λίγο σου.
Κι αφού η ζωή είναι το φαγητό, σε αυτήν μου την παρομοίωση, ό,τι περίσσεψε από εκείνο δεν είναι παρά οι στιγμές και οι αναμνήσεις. Που σαν τις ξαναζείς το βλέπεις και με τα μάτια σου πως δεν είναι όπως και πρώτα, πάντα αυτή η μαγεία του να ζεις κάτι νέο πρώτη φορά, θα έχει χαθεί. Και τι κάνεις, τις πετάς; Μωρέ δε σφάξανε, να εδώ τις κρατάς κειμήλια στις ενθυμήσεις σου, γίνονται κομμάτι σου. Αν θες να διατηρείς τις όμορφες στιγμές κι αναμνήσεις- όπως και τις όμορφες γεύσεις- δεν έχεις παρά να τις ξαναζείς, είτε το ίδιο, είτε σε μια παρόμοια version τους. Τίποτα να μην πετάς!
Έρχονται όμως και μέρες πείνας, δεν έχεις τη δυνατότητα να μαγειρεύεις και δε σου αρέσει και το έτοιμο, μα συμβιβάζεσαι με ντελίβερι. Ε λοιπόν να! Δεν έχω χειρότερο από το συμβιβασμό, ειδικότερα όταν πρόκειται για τη ζωή μου. Ο συμβιβασμός δε με κολακεύει καθόλου, τον θεωρώ στασιμότητα, βαρεμάρα και μιζέρια. Είναι σα να τρως ανάλατο φαΐ. Ξάφνου η ζωή μου χάνει την πικάντικη πινελιά της κι εγώ ένα από τα τρία κύρια συστατικά της που σου περιέγραψα στην αρχή. Η αδράνεια που λέτε είναι ό,τι χειρότερο για μια ζωή που έχει την τάση να κυλά τόσο γοργά, που δεν προλαβαίνεις καν να αντιληφθείς πότε πέρασε.
Με τρομάζει αυτή η γρηγοράδα της ζωής λες και τρέχει σε αγώνα δρόμου και θέλει να βγει πρώτη. Τι θα προλάβω να ευχαριστηθώ εγώ; Με μαλώνει και μου λέει «άσε τους εγωισμούς και σήκω. Σήκω να μαγειρέψεις. Κι όταν δοκιμάζεις, είτε σ’αρέσει, είτε όχι, μην ξεχνάς, μην το πετάς στη λήθη, για να έχεις να θυμάσαι κάποτε όλα όσα γεύτηκες, όλα όσα έζησες και να τα λες- να τα λες μην ξεχαστούν. Να τα λες στα παιδιά και τα εγγόνια σου κι αν δεν κάνεις, να τα λες στο χαρτί, να τα γράφεις να κρατάς ασφαλισμένες τις στιγμές σε λόγια και συλλαβές. Κι όταν ξεχνάς, ή κάπου στο τέλος αναρωτηθείς τι έζησα, που να πάρει η ευχή; Ρώτα ή διάβασε ό,τι έχεις γραμμένο και καταστάλαξε. Έζησες όπως σου ‘πρεπε ή τζάμπα σου δόθηκα;».
Κι αν φτάσεις στο σημείο να ξαναζεσταίνεις συνεχώς ό,τι περίσσεψε και να το δοκιμάζεις αδιάφορα και τυπικά, ε ρε δόλιε μου! Πάει, το ‘χασες το δώρο της ζωής. Δες πόσα καλά έχει ο κήπος σου, σήκω μάζεψε κάνα δυο φρέσκα υλικά και φτιάξε κάτι δικό σου, κάτι να το παινεύεσαι και να το μοιράζεσαι με όσους αγαπάς. Κι αν η ζωή είναι σαν το φαγητό, θεέ μου και πως θα ‘θελα να γίνω η καλύτερη μαγείρισσα!