Και πάλι παιδί.
Έτυχε να περάσει από εκείνο το περίπτερο με το «κόκκινο αυτοκινητάκι», από εκείνα που μπαίνουν τα μικρά παιδάκια και παίζουν ώσπου να τελειώσει η διάρκεια του κέρματος. Που τίποτα άλλο δεν τα απασχολεί πέρα από το αν θα μπορέσουν να κάνουν μια ακόμα φορά. Είχε ξεχάσει την ύπαρξη τέτοιων παιχνιδιών ή καλύτερα είχε ξεχάσει πως είχε περάσει και εκείνη από αυτή την ηλικία. Ίσως επειδή δε βρίσκεται στην πόλη της να μη το θυμόταν καθόλου, όμως εκείνη τη μέρα ένιωσε ότι κάτι άλλαξε. Είχε βγάλει μια φωτογραφία σε αυτό το κόκκινο αυτοκινητάκι που πλέον έχει ξεθωριάσει από τη φθορά των χρόνων, κάπως έτσι δε γίνεται και με τους ανθρώπους άλλωστε; Όλοι δεν ξεθωριάζουμε με το πέρασμα του χρόνου;
Ένα μόνο πράγμα της ήρθε στο μυαλό μόλις είδε το αυτοκινητάκι. Μια φωτογραφία. Μια φωτογραφία που ήταν επάνω του. Τη θυμόταν αμυδρά είναι η αλήθεια, αλλά θυμόταν πόσο μικροσκοπική ήταν τότε σε σχέση με τώρα. Ένα μικρό κοριτσάκι με καστανόξανθες μπουκλίτσες. Αυτό και τίποτα άλλο. Μόλις πήγε σπίτι το πρώτο πράγμα που έκανε ήταν να βρει αυτή τη φωτογραφία για να τη θυμηθεί καλύτερα. Πέρασε αρκετές μέχρι να φτάσει σε εκείνη. Φωτογραφίες με εκείνη στη μέση σαν να προσπαθεί να χορέψει και ένα σωρό συγγενείς δίπλα. Καθισμένη στο πάτωμα της γιαγιάς κρατώντας ένα παγωτό διπλάσιο από το μπόι της (ούτε η ίδια ξέρει τι προσπαθούσε να κάνει, μάλλον μπάνιο με γεύση βανίλια). Μια ακόμα φωτογραφία, τη θυμόταν αυτή τη μέρα. Ήταν τα γενέθλια της. Λευκό φορεματάκι, ροζ τούρτα με πολλά τριαντάφυλλα και στο κέντρο τον αριθμό 3 και γύρω της πολλά χαρούμενα πρόσωπα. Χαρούμενη και εκείνη.
Τα χρόνια πέρασαν, τα πάντα άλλαξαν και κυρίως αυτό το μικρό κοριτσάκι. Τίποτα δεν το θυμίζει πλέον εκτός από ένα όνομα και μια «ιστορία» από εκείνες που έχουν όλοι οι άνθρωποι και ονομάζεται οικογένεια. Δεν είναι λίγο και πρέπει να ναι τυχερή η μικρούλα, αλλά κάτι της λείπει. Της λείπει εκείνη που πίστευε ότι μπορεί να κάνει ο,τι θέλει, εκείνη που τα ματάκια της έλαμπαν από ζωηράδα. Τα ματάκια της είναι λίγο κουρασμένα τώρα και μάλλον δε μπορεί να κάνει ο,τι θέλει. Υπάρχουν δύο άνθρωποι που δε θα άφηναν κανέναν να την πειράξει, κανέναν να τη στεναχωρήσει, κανέναν να σκοτεινιάσει το βλέμμα της και τώρα πρέπει οι δύο αυτοί άνθρωποι να έρθουν αντιμέτωποι με εκείνη την ίδια που από μόνη της πείραξε τον εαυτό της, τη στεναχώρησε και σκοτείνιασε το βλέμμα της.
Τίποτα δε θέλει, της αρκεί μόνο ένα πράγμα. Να γυρίσει για λίγο εκείνη η μικρή να την κρατήσει από το χέρι και να της δείξει πως εκείνη δεν ξεθώριασε σαν το κόκκινο αυτοκίνητο, πως εκείνη είναι ακόμα εδώ και δε θα αφήσει να χαθεί ξανά η φλόγα από τα μάτια της.
Σύνταξη κειμένου: Αρετή- Ειρήνη Κοβανη
Επιμέλεια κειμένου: Μπράιτ Κλεοπάτρα