Λογικά όσοι περνάτε από κει θα πρέπει να τον έχετε δει. Βρίσκεται στο φανάρι ακριβώς μετά το Ιπποκράτειο, εκεί που κάνει μια διχάλα ο δρόμος, ευθεία συνεχίζεις στην Κηφισίας και δεξιά στρίβεις για Γουδί ή για να βγεις στην Μεσογείων. Εκεί σε αυτή την διχάλα σχηματίζεται λοιπόν μια νησίδα με κάτι δεντράκια και κάτι θάμνους, όπου από ότι φαίνεται διατηρεί ο γεράκος το σπίτι του. Όταν βρέχει; Άραγε τι κάνει όταν βρέχει; Ευαίσθητο θέμα αυτό, με τους ανθρώπους χωρίς στέγη. Άλλοι τους λυπούνται που κατάντησαν έτσι, άλλοι τους αγνοούν τελείως. Δεν τους αφιερώνουν ούτε μισή τους σκέψη όταν τους συναντούν. Άλλοι πάλι, θυμώνουν όταν τους βλέπουν διότι λένε “τα ήθελε και τα έπαθε και κατέληξε σε αυτό το σημείο!”. Ξέρετε τι, τα καταλαβαίνω όλα, έτσι και αλλιώς όλα είναι συναισθήματα που μας προκαλεί αυτή η συγκεκριμένη “εικόνα”.
Εμένα η δική μου σκέψη είναι τι μπορεί να έγινε στην ζωή αυτού του ανθρώπου και του κάθε ανθρώπου και να τον οδήγησε να το χάσει τελείως. Όταν δεν μπορεί ο γεράκος αυτός και ο κάθε γεράκος να φροντίσει τον εαυτό του, και να εκτίθεται σε κίνδυνο συνέχεια, κάτι έχει πάει πολύ λάθος. Τι είναι άραγε αυτό; Είναι πληγή, είναι απόρριψη, είναι μίσος; Θεωρώ ότι μια τέτοια απόφαση προκύπτει από ένα τραυματικό γεγονός, είτε σε σχέση με τον εαυτό μας, είτε σε σχέση με την οικογένεια μας και έπειτα σε αδυναμία διαχείρισης αυτού του γεγονότος. Μπορεί βέβαια να λέω και βλακείες, αφού ούτε ψυχολόγος ούτε κοινωνιολόγος είμαι. Όμως για να έχει φτάσει ο γεράκος εκεί, κάτι δεν είχε, κάτι πολύ σημαντικό έλειπε, είτε μέσα του, είτε έξω του.
Περνάω λοιπόν σχεδόν κάθε πρωί που πάω στην δουλειά μου, και κάπου τον βλέπω αυτόν τον γεράκο. Επειδή νιώθω σύγχυση και αμηχανία για το τι θα πρέπει να κάνω όταν θα μου χτυπήσει το παράθυρο, προσπαθώ να τον αποφεύγω. Έχει αυτή την περίεργη μορφή, με την καμπούρα του, το ποτηράκι με το οποίο ζητάει χρήματα και ένα πανάκι μικρό, σαν αυτά που ξεσκονίζουμε το σπίτι. Εμένα λοιπόν όλη αυτή η εικόνα με μπερδεύει και επειδή έχω και κάποια θεματάκια με την καθαριότητα με απωθεί. Φτάνω λοιπόν που λέτε τις προάλλες στο φανάρι και επειδή άργησε να ανάψει, ήρθε ο γεράκος και με το πανί του, μου σκούπισε το τζάμι για να μου ζητήσει χρήματα. Είδα το πρόσωπο του που είχα φανταστεί περίπου πως θα είναι, και έπεσα μέσα σχεδόν. Ήταν γερασμένο, σκαμμένο και βρώμικο.
Θα ήθελα αυτό ς ο γεράκος και ο κάθε γεράκος να μην ήταν εκεί. Θα ήθελα να ήταν στο σπίτι του και να έχει καλέσει τους φίλους του να φάνε. Θα ήθελα να κάνει μπάρμπεκιου με μια μπύρα στο χέρι και να γελάει. Να έχει ένα καθαρό πανί και να ξεσκονίζει μόνο τα δικά τα πράγματα. Θα ήθελα να υπάρχει έστω μια ελάχιστη δικλίδα ασφάλειας από το κράτος, ώστε κανένας άνθρωπος, όσα λάθη και αν έχει κάνει να μην κοιμάται στον δρόμο, εκτός και αν πραγματικά το γουστάρει και είναι επιλογή του. Θα ήθελα όσοι θα διαβάσετε αυτό το άρθρο να το θέλετε και εσείς, ή τουλάχιστον θα ήθελα να μην το θεωρείτε ουτοπικό, έτσι ώστε να γίνει κάποια στιγμή. Θα ήθελα πολλά πράγματα, ανάμεσα τους, είναι και αυτό.