
Οι τελευταίες μέρες του καλοκαιριού στην πόλη είναι η απόδειξη πως το ανθρώπινο είδος μπορεί να πέσει ακόμα πιο χαμηλά. Αυτές οι μέρες περιθάλπουν χωρίς ιδιαίτερη επιτυχία τις πρότερες μέρες των διακοπών και της ξεγνοιασιάς και δύνανται να σε βουλιάξουν ως άλλη Ρόουζ στον Τιτανικό στα παγερά νερά της αδιαφορίας και της κούρασης. Ουσιαστικά, ναι, είμαστε ο Τζακ της κοινωνίας, απλά λιγότερο όμορφοι και σίγουρα με μεγαλύτερες πιθανότητες για όσκαρ.
Αρχικά, για να επιστρέψεις στην πόλη μετά τον Δεκαπενταύγουστο πρόκειται για υποχρέωση, είτε για δουλειά είτε για μαθήματα και διάβασμα. Σε άλλες περιπτώσεις ο μαζοχισμός χτυπάει κόκκινο και η αυτοταπείνωση σου χτυπάει την πόρτα, κάτι που δεν το κάνουν πια ούτε οι ντελιβαράδες, αφού τα παιδιά είναι σε άδεια και το μαγαζί κλειστό. Οπότε, έρμε μου Τζακ, είσαι μόνος σου, εσύ και ο πόνος σου, ενώ παράλληλα έχεις στο μυαλό σου και το άγχος της καθημερινότητας πλέον, με τις υποχρεώσεις να τρέχουν σαν να τις κυνηγάει αρκούδα στα χιόνια.
Ένα ακόμα μεγάλο πρόβλημα που προκύπτει όταν είσαι μόνος σου στην πόλη είναι, αυτό βασικά, είσαι μόνος σου στην πόλη. Δεν έχεις παρέα, δεν έχεις όρεξη, τα πιθανά στέκια μάλλον είναι κλειστά και τα τηλέφωνα των πρώην σου κλειστά τώρα για μέρες. Είναι η εποχή του χρόνου που κάθεσαι λίγο παραπάνω στο σούπερ μάρκετ, αποσκοπώντας για παρέα και για ερκοντίσιον, αν και σουλατσάρεις στους διαδρόμους εδώ και μισή ώρα μόνο με ένα αποσμητικό στο χέρι. Είναι η εποχή του χρόνου, λοιπόν, που θα κάτσεις λίγο παραπάνω και στο ταμείο, ανυπομονώντας για μια κουβέντα, αλλά βλέποντας πως ο υπάλληλος έχει εφημερίδα με τον Σεμέδο εξώφυλλο αποφασίζεις να μην πέσεις τόσο χαμηλά σήμερα. Αυτό το πράγμα θα επαναλαμβάνεται καθημερινά σχεδόν, μέχρι καθημερινότητα και όνειρο να γίνουν ένα, με πολλαπλές αλληλεπιδράσεις, οκ, οι αναφορές στο Ντι Κάπριο σταματούν εδώ.
Οι τελευταίες μέρες στην πόλη ελλοχεύουν χαρά μόνο για την ΔΕΗ, καθώς καις το ερκοντίσιον συνεχώς μπας και επιβιώσεις. Μάταια. Οι δρόμοι εξακολουθούν να είναι άδειοι, και εσύ, μαζί με λίγους ακόμα άλλους, είστε σαν ναυαγοί σε νησί, ένα νησί για καταραμένους. Ναι, είπα ψέματα για τις αναφορές στο Ντι Κάπριο.
Σιγά σιγά, όμως, οι φίλοι και οι παρέες επιστρέφουν, ο κόσμος γυρίζει σε αυτό το μοιραίο που ονομάζουμε καθημερινότητα και οι δρόμοι πια γεμίζουν με γέλια και φωνές. Επιτέλους, σμίγεις σαν νυχτοπούλι με τους δικούς σου, βγαίνεις, ξενυχτάς, βρίσκεις τον εαυτό σου και είσαι έτοιμος να τον χάσεις ξανά. Όλο αυτό που με κόπο αποζητούσες, μοιάζει με θησαυρό αν το σκεφτείς, σαν διαμάντι. Ένα μαύρο διαμάντι. Σταματάω εδώ γιατί μάλλον τον έχει πιάσει λόξυγγας.