Τελείωσες μόλις τη δουλειά σου και αναρωτιέσαι τι να κάνεις. Οι δείκτες του ρολογιού αγγίζουν δειλά το αμέσως επόμενο του δώδεκα. Στο νου σου ακόμα το βλέμμα της…Δε θες να πας σπίτι, έχει κόσμο έξω αυτό το βράδυ και η ατμόσφαιρα είναι πολύ περίεργη. Ναι, περίεργη. Σου προκαλεί ένα παράξενο συναίσθημα σαν κάτι να προσπαθεί να σου πει, σαν κάτι να προσπαθεί να σε προειδοποιήσει για αυτό που θα συμβεί αργότερα. Δεν το σκέφτεσαι δεύτερη φορά και καλείς ήδη το «παρεάκι» μήπως πάτε για ένα χαλαρό ποτάκι.
Δεν είναι «ψημένοι» όμως εσύ θες να κάτσεις έξω, πρέπει να κάτσεις έξω. Δε λέει να πας μόνος σου. Παρέα δε βρίσκεις οπότε παίρνεις το δρόμο της επιστροφής. Έπρεπε να μείνεις έξω αυτό το βράδυ. Έχεις ήδη φτάσει στην εξώπορτα του σπιτιού σου και χτυπάει το τηλέφωνο. Είναι εκείνη η φίλη που μπορεί να μη μιλάτε συχνά αλλά της έχεις ιδιαίτερη αδυναμία. Ήξερε πως εκείνη την ώρα τελειώνεις από τη δουλειά και σκέφτηκε να πάτε καμιά βόλτα. «Από μηχανής θεός» αυτή η φίλη.
Τη συναντάς στην πλατεία και συζητάτε για το που θα πάτε. Αυτό το περίεργο συναίσθημα εξακολουθεί να σε διακατέχει μα δε δίνεις σημασία. Η βραδιά είναι πολύ όμορφη και γλυκιά αν και κάνει κρύο. Εν τέλει πριν πάτε σε ένα μαγαζί για αυτό το «χαλαρό» ποτό κάνετε μια βόλτα. Σου λέει εν συντομία τα νέα της και παίρνεις σειρά εσύ. Παρατηρείς οτι δεν έχεις νέα πέρα από ένα, που εκείνη τη στιγμή θα ήθελες να μην είχες. Τελείωσες τη σχέση σου. Της εξηγείς πως και γιατί, αλλά εκείνη ξέρει αφού της έχεις μιλήσει τόσες πολλές φορές για εκείνη. Μπορεί να καταλάβει γιατί το «τελείωσες» όπως επίσης οτι ακόμα τα συναισθήματα σου για εκείνη είναι αναλλοίωτα και ας έχει περάσει τόσος καιρός. Η ανάμνησή της επίσης αναλλοίωτη.
Φτάσατε πάλι στην πλατεία και πρέπει να πάτε σε ένα μαγαζί. Η κουβέντα για εκείνη παραχωρεί τη θέση της στο ερώτημα «που καθόμαστε;» Εκεί που έχει περισσότερο κόσμο φυσικά. «Δύο άτομα είστε;» ρωτάει η σερβιτόρα προκειμένου να σας «στριμώξει» κάπου. Υπάρχει ένα τραπέζι κοντά στην πόρτα. Θα ανοίγει συνέχεια και θα βάζει κρύο, σκέφτεσαι, ας καθίσουμε εδώ και μόλις αδειάσει κάτι άλλο πάμε πιο μέσα, είναι η επόμενή σου σκέψη. Είχες καιρό να βγεις σε τέτοιο μαγαζί. Είναι ασφυκτικά γεμάτο και αναρωτιέσαι που βρέθηκε τόσος κόσμος, έπειτα θυμάσαι οτι τέτοιο καιρό γυρίζουν πολλοί φοιτητές. Επίσης σήμερα έχει πάρτι με ελληνικά. Ένα άτομο σου έρχεται εκείνη τη στιγμή στο μυαλό. Χαμογελάς, χτυπάς το ποτό σου μια φορά στο τραπέζι και πίνεις. Στην υγειά της. Η ώρα περνάει και το μαγαζί αντί να αδειάζει γεμίζει. Κόσμος φεύγει και κόσμος έρχεται. Παίζει αυτό το τραγούδι, «το απαγορευμένο» τραγούδι σας.
Η πόρτα ανοίγει και πάλι, εσύ πίνεις και πάλι στην υγειά της. Σηκώνεις το βλέμμα και την έχεις μπροστά σου. Μόνο με τρία ποτά και έχεις παραισθήσεις; Καμία παραίσθηση, εκείνη στέκεται μπροστά σου με τη φίλη της. Δε σε βλέπει, ψάχνει για τραπέζι. Είναι πανέμορφη σκέφτεσαι, δεν έχεις πάρει το βλέμμα σου από πάνω της και η φίλη σου το καταλαβαίνει και περιμένει να δει αντίδραση αλλά μάταια. Σε βλέπει η φίλη της και γυρίζει διακριτικά από την άλλη. Δεν την ενημερώνει, δε βρίσκουν τραπέζι και φεύγουν.
Η φίλη σου σε κοιτάζει περιμένοντας να πεις κάτι, το οτιδήποτε. Δε βγαίνει κουβέντα από τα χείλη σου. Χτυπάς και πάλι το ποτό σου μια φορά στο τραπέζι και πίνεις πάλι στην υγεία της. Θέλεις τόσο πολύ να τρέξεις να την προλάβεις για να της πεις μονάχα ένα γεια. Να ακούσεις έπειτα από τόσο καιρό για λίγο τη φωνή της, να αντικρύσεις το βλέμμα της. Μα δεν το κάνεις, δεν πρέπει σκέφτεσαι. Είναι καλά και είναι καλά χωρίς εσένα. Ας είναι χαρούμενη και ας τη βλέπεις να χαμογελάει μόνο από μακριά σκέφτεσαι πάλι.
Θα ήθελες τόσο πολύ να καθίσει απέναντί σου και να πιεις ένα ποτό μαζί της και ας αδειάσει όλο το μαγαζί ή ας μείνει γεμάτο. Για λίγο να μη σε νοιάζει τίποτα άλλο από το να την έχεις απέναντί σου. Θα έκανες πολλά για ένα ακόμα ποτό μαζί της. Το βλέμμα της πάντα τα ίδια συναισθήματα θα σου προκαλεί. Τόσα πολλά και παράλληλα μπερδεμένα. Και ένα γιατί. Γιατί δεν προσπάθησες έστω και λίγο να την κρατήσεις κοντά σου.