Σ’ ακούω αγαπημένε μου
Σ’ ακούω αγαπημένε μου. Σ’ ακούω πάντα με δέος αλλά όχι συχνά. Μόνο τότε που έχω ανάγκη το συναίσθημα να με πλημμυρίσει και να θυμηθώ πως είμαι άνθρωπος και νιώθω. Όταν όμως νιώθω ευάλωτη και φοβάμαι πως κατακλύζοντάς με το συναίσθημα, θα σπάσω και θα αποκινητοποιηθώ, δειλιάζω με τον ήχο σου. Όταν τρομάζω μη βρεθώ απέναντι στον στόχο που η καθημερινότητα μου επιβάλει, με τρόπο τέτοιο που να μπορώ να προχωρήσω και να αντιμετωπίσω την ματαιοδοξία, τότε δεν ακούω τη μουσική σου.

Κάθε φορά που τραγουδάς
Κάθε φορά που τραγουδάς κάποιο από τα ποιήματά σου, καταλαβαίνω πως υπήρξες πρώτα παθιασμένος άνθρωπος και μετά τραγουδοποιός. Κάθε στίχος μιλάει στην γλώσσα της ψυχής μου και σίγουρα όχι μόνο της δικής μου. Πόσο αλήθεια υπέροχη σύμπτωση μπορεί να είναι το γεγονός πως συντονιζόμαστε παραπάνω από αρκετοί άνθρωποι στον κόσμο του ίδιου ρυθμού που ακολουθεί η ψυχή του καθενός από εμάς. Αυτό νομίζω δίνει αξία στον καλλιτέχνη. Το γεγονός πως μας ενώνεις εν αγνοία σου. Προκαλείς τις ενέργειές μας και εκείνες πιστεύω πως ως σαν μία ενέργεια γίνονται πάλι πηγή έμπνευσης για να δημιουργήσουμε τέχνη, όνειρα, δεσμούς, ελπίδα.
Μικραίνω τόσο δίπλα σου
Μικραίνω τόσο δίπλα σου, τώρα που ακούω τη φωνή σου να χρωματίζει τα κύτταρα της οντότητάς μου. Η μαγεία σου περπατάει σε κάθε γωνιά του σπιτιού μου, διαπερνώντας τοίχους και πόρτες. Οι νότες σου τώρα κάθονται στους ώμους μου σαν άγγελοι. Ο τρόπος που τραγουδάς μοιάζει με σιγανή βροχή φθινοπώρου που ποτίζει αργά και κρατάει υγρό για μέρες το χώμα. Είσαι πότε σαξόφωνο, πότε βιολί και πότε πιάνο, αγαπημένε μου συνθέτη. Είσαι ο πρώτος μου χειμωνιάτικος απογευματινός περίπατος στη Νέα Υόρκη , που μυρίζει παλαιοπωλείο και πίσσα αλλά και όλοι οι υπόλοιποι περίπατοι με εκείνον, ξέρεις, τότε στα σοκάκια της Μονμάρτρης. Με μεταμορφώνεις στο πιο όμορφο πλάσμα κάθε φορά που προκαλείς την εσωτερικότητά μου. Μου δίνεις λίγο από τη δόξα σου κάθε φορά που ψιθυρίζω τη μελωδία σου. Είσαι ο Λεονάρντο του δικού μου πορτρέτου. Πάντα μελαγχολική και πάντα σε εγρήγορση αντιστέκομαι στη γοητεία της μελαγχολία μου. Έτσι φαντάζω σαν σιγοτραγουδώ τους στίχους σου. Μπορώ με τη μουσική σου να ταξιδεύω όποτε θέλω μέσα στα δωμάτια του μυαλού και να γνέφω στα φαντάσματα που βρίσκω . Όσο σε κατανοώ τόσο δεν τα φοβάμαι και ας υπάρχουν. Με σένα θυμάμαι πως μπορούμε να είμαστε πάντα ατελείωτα ερωτευμένοι με ότι αγαπήσαμε πάρα πολύ, πάντα ονειροπαρμένοι με ότι ζήσαμε λίγο.
Είσαι η μόνιμη επιστροφή μου πίσω στο νησί μας
Είσαι η μόνιμη επιστροφή μου πίσω στο νησί μας. Στο νησί εκείνο που τόσο οικείο μου μοιάζει, αν και σπάνια επισκέπτομαι, πάντα με περιμένεις εσύ. Ξέρω πως υπάρχεις για μένα εκεί οικοδεσπότης, με μια κανάτα έμπνευση και δυο ποτήρια άδεια έτοιμα να γεμίσουν, να αδειάσουν και πάλι να γεμίσουν από δαύτην. Με υποδέχεσαι στο κατώφλι του σπιτιού σου, στρώνοντάς μου νότες να πατήσω μαλακά και έτσι ανεπαίσθητα να διαβώ την πόρτα σου. Στέκεται λίγο πιο πίσω, πλάι στο παράθυρο, η αύρα σου. Σαν φυσικός αντικατοπτρισμός, αυτή η αύρα, φαντάζει με χίλιες σταγόνες από θάλασσα που έφερε ένας άνεμος προγονός σου και που γίναν χίλιοι καθρέφτες της ψυχής μου, σκέψεις μου απόγονοί σου. Στη Ύδρα θα βρισκόμαστε όταν θα αναζητώ το μουσικό σου αποτύπωμα, όταν θα θέλω να μου ψιθυρίσεις της γραφής σου τα μυστικά μονοπάτια, της ποίησής σου τα φανταχτερά λόγια.

Σήμερα σε ακούω μόνη
Σήμερα σε ακούω μόνη, αποκλειστικά μονάχη στο δωμάτιο, μισοκαθισμένη στην άκρη της ψηλής καρέκλας , με το ένα πόδι να στηρίζεται και το άλλο κόντρα στο ξύλινο πάτωμα, φορώντας τις αγαπημένες μου σουέτ σκούρες μπλε γόβες και τη γνωστή μπλε καμπαρντίνα μου. Σφιχτή όσο πρέπει στη μέση, για να μείνουν ψηλά στο λαιμό όλες οι αισθήσεις και να προσπαθήσω να δω κατάματα την αλήθεια μου όπως με το ύφος σου επίμονα έλεγες πως έκανες κι εσύ.
Σε ευχαριστώ που με εμπνέεις, Λέοναρντ!