Η τιμωρία είναι μια από τις πιο γνωστές και κοινές συμπεριφοριστικές μεθόδους -μαζί με την επιβράβευση- που επιλέγουν πολλοί γονείς ως μέσο διαπαιδαγώγησης ή συμμόρφωσης των παιδιών τους. Κάποιοι γονείς τη χρησιμοποιούν συστηματικά, ώστε να μάθει το παιδί να υπακούει στις εντολές τους λοιπόν, ενώ κάποιοι άλλοι την έχουν ως έσχατη λύση προκειμένου να πείσουν το παιδί να συνεργαστεί μαζί τους. Είναι μάλιστα τόσο διαδεδομένη και αποδεκτή που χρησιμοποιείται συχνά από παιδαγωγούς και επαγγελματίες υγείας, με τη σύμφωνη γνώμη των γονέων.
Ως τιμωρία δεν εννοούμε μόνο τη σωματική βία ή τη στέρηση κάποιου αγαθού. Αλλά κάθε συμπεριφορά που επιβάλλεται στο παιδί ως «συνέπεια» για μια μη αποδεκτή πράξη του. Αξίζει εδώ να σημειωθεί πως συνέπεια μιας πράξης είναι το άμεσο αποτέλεσμά της και όχι η δική μας απόφαση σχετικά με την πράξη του παιδιού. Για παράδειγμα. η συνέπεια του να μη διαβάσει τα μαθήματά του είναι πως θα πάει αδιάβαστο στο σχολείο, και όχι η μη χρήση υπολογιστή. Η συνέπεια του να μην καθίσει το νήπιο στον κύκλο με τους συμμαθητές του, είναι πως δεν θα ακούσει το παραμύθι, το να χτυπήσει ένα συμμαθητή του, πως ο συμμαθητής του πόνεσε, και όχι το να καθίσει στη λεγόμενη «σκεφτούλα», ή αλλιώς στο καρεκλάκι της σκέψης.
Τώρα που έγινε πιο κατανοητός ο ορισμός της τιμωρίας, ας δούμε τη χρήση της. Είναι άραγε αποτελεσματική; Και έχει όντως επιμορφωτικό χαρακτήρα;
Πολλοί γονείς θα υποστηρίξουν πως ναι, έχει αποτέλεσμα στο δικό τους παιδί, καθώς το ίδιο συμμορφώνεται στα πρέπει και τα θέλω τους. Η αλήθεια, όμως, είναι πως το παιδί απλώς υπακούει στη γονεϊκή εξουσία.
Ας δούμε λίγο μέσα από τα μάτια του. Ο πιο αγαπημένος σου άνθρωπος στον κόσμο είναι ο γονιός σου. Είναι διπλάσιος σε ύψος από εσένα, εξαρτάσαι σε αρκετά σημεία από εκείνον, είναι αυτός που ικανοποιεί τις ζωτικές σου ανάγκες, που σε παίρνει αγκαλιά όταν πονάς, που σε φιλάει για καλημέρα, που φροντίζει να μη σου λείψει τίποτα. Και ξαφνικά τον βλέπεις να σε μαλώνει. Να σου φωνάζει. Να σε τιμωρεί. Αγχώνεσαι. Φοβάσαι. Αμφιβάλεις για τις πράξεις σου. Για την αγάπη του. Για τον εαυτό σου. Η εμπιστοσύνη σου κλονίζεται. Ο δεσμός σας δέχεται πλήγμα. Όταν η τιμωρητική συμπεριφορά συνεχίζεται, ο δεσμός σας πλέον βρίσκεται σε κρίση. Το παιδί δεν έχει τη δύναμη να το αντιμετωπίσει. Κι έτσι,το παιδί καλείται να επιλέξει το δρόμο που θα ακολουθήσει. Ή θα παραιτηθεί και θα υπακούσει, ή θα αντισταθεί και θα συνεχίσει να αντιδρά και να «προκαλεί» με τη συμπεριφορά του. Και οι δυο συμπεριφορές προκύπτουν από τη συχνή τιμωρητική διάθεση των γονέων και κρύβουν κινδύνους.
Όταν το παιδί εκπαιδεύεται από μικρή ηλικία να υπακούει, δεν αναπτύσσει την κριτική του σκέψη, δεν καταφέρνει να αυτονομηθεί και ελλοχεύει ο κίνδυνος του να υπακούει γενικότερα σε εντολές, ανεξαρτήτως προσώπου, φοβούμενο την πιθανή τιμωρία. Ο σημερινός εξουσιαστικός γονέας θα είναι για το παιδί μεθαύριο η απαιτητική δασκάλα, ο κακοποιητικός σύντροφος, ο αυστηρός εργοδότης. Και το παιδί θα υπακούει σε όλους ανεξαιρέτως. Γιατί πολύ απλά αυτό έχει μάθει να κάνει. Θα φοβάται τις πιθανές συνέπειες που θα του ορίσουν οι άλλοι για τις αποφάσεις και τις πράξεις του. Έχει μάθει να προσαρμόζεται στα θέλω του άλλου για να γίνει αγαπητό και να νιώσει πως έχει αξία. Έχει μετατραπεί στο «καλό παιδί που ποτέ δεν μας δημιούργησε πρόβλημα». Πόσοι γονείς δεν έχουν αναρωτηθεί γιατί τα παιδιά τους ακολουθούν τυφλά κάποιον φίλο ή σύντροφο που τα εκμεταλλεύεται, παραμένουν σε μια δουλειά ή ένα γάμο που τα καταδυναστεύει; Γιατί ακριβώς εκπαιδεύτηκαν από παιδική ηλικία να υπακούν, να συμφωνούν και να αποφασίζουν άλλοι για αυτά. Και μόνο με αυτήν τη συμπεριφορά αισθάνονται πως είναι άξια αγάπης, φροντίδας, κατανόησης.
Η συνεχής αντίσταση και αντίδραση αποδυναμώνει, επίσης, την κριτική σκέψη του παιδιού. Το παιδί αντιδρά, θυμώνει, προκαλεί, προσπαθώντας να βρει τον εαυτό του και να ορίσει τη δύναμή του, αλλά και τη σχέση του με τους γονείς του, κραυγάζοντας παράλληλα για τη γονεϊκή αγάπη και αποδοχή. Αισθάνεται ενοχή, καταπίεση και θυμό. Αισθάνεται πως οι γονείς του το μισούν και για αυτό το τιμωρούν. Βιώνει παρόμοια συναισθήματα με αυτά του παρατημένου παιδιού. Πολλές φορές οι γονείς, αδυνατώντας να διακρίνουν την αιτία της αντίστασης του παιδιού, το περιγράφουν ως αντιδραστικό και δύσκολο και πέφτουν στην παγίδα της «ταμπέλας». Και έτσι το ίδιο το παιδί τείνει να επιβεβαιώνει τα λεγόμενα τους και να εκπληρώνει την εικόνα που οι γονείς του υιοθέτησαν για εκείνον. Μετατρέπεται σε αντιδραστικό ενήλικα, που αδυνατεί να προσαρμοστεί, που δεν έχει βρει τρόπο να αγαπήσει τον εαυτό του και του φταίνε όλα και όλοι, ενώ συχνά έχει ξεσπάσματα θυμού, πολλές φορές βίαια.
Υπάρχει, φυσικά, και μια δεύτερη κατηγορία,η οποί δεν εφαρμόζει τη τιμωρία ως συστηματικό και εξουσιαστικό μέσο διαπαιδαγώγησης και η οποία περιγράφει το στυλ γονεϊκότητας που επικρατεί κυρίως στην εποχή μας. Είναι οι γονείς που, μη βρίσκοντας άλλον τρόπο να «καταστείλουν» την όποια άσχημη συμπεριφορά των παιδιών τους, κι αφού έχουν συνήθως δοκιμάσει το διάλογο, την εναλλακτική, την επιβράβευση, καταλήγουν στην έσχατη, αλλά ευκολότερη λύση της τιμωρίας. Όμως αισθάνονται ενοχές. Έτσι, συχνά δεν τηρούν την τιμωρία ή μέρος αυτής. Τα παιδιά μαθαίνουν σιγά σιγά να μην δίνουν σημασία στην τιμωρία, να μην υπολογίζουν και να μην εμπιστεύονται τους γονείς. Θυμώνουν και απειλούν αρχικά, καταλήγοντας να κλαίνε ζητώντας συγνώμη. Μπορεί να εκφράζονται άσχημα ή υποτιμητικά για τους γονείς, ενώ μέσα τους θέλουν να επανασυνδεθούν μαζί τους. Δεν διορθώνουν τη συμπεριφορά, απλώς μαθαίνουν να την κρύβουν καλύτερα. Και πάλι ο δεσμός και η σχέση εμπιστοσύνης με τον γονέα έχει δεχτεί πλήγμα και τα παιδιά τείνουν να λένε πολλά ψέμματα, να κρύβονται, να κατηγορούν άλλους και να μην αναλαμβάνουν την ευθύνη των πράξεων τους.
Η τιμωρία έχει αποδειχθεί πως δεν έχει ιδιαίτερο διδακτικό όφελος. Ως παιδαγωγική δεν προτείνεται, πλέον, καθώς φαίνεται να δημιουργεί ανευθυνότητα αντί υπευθυνότητας, φόβο αντί εμπιστοσύνης και αντιδράσεις αντί συνεργασίας.
Ιδιαίτερα δε σε νηπιακές ηλικίες όπου απουσιάζει τελείως η λειτουργία της συνείδησης του αποτελέσματος της πράξης, καθώς ο παιδικός εγκέφαλος είναι ακόμη ανολοκλήρωτος, είναι, εκτός απο επιζήμια, και ανούσια. Δυστυχώς, όμως, τείνει να εφαρμόζεται ακόμη με το γνωστό «καρεκλάκι της σκέψης» σε πολλούς παιδικούς σταθμούς και νηπιαγωγεία. Ενώ δεν είναι λίγες οι φορές που απαντάται και στη δημοτική εκπαίδευση.
Στο νεότερο βιβλιάριο υγείας του παιδιού αναφέρεται ως λανθασμένη και ανεπαρκής μέθοδος διαπαιδαγώγησης, σε μια προσπάθεια να ενημερωθούν οι νέοι γονείς σε θέματα γονεϊκότητας.
Γίνεται λοιπόν όλο και πιο γνωστό πως η τιμωρία αποτελεί μια ανεπαρκή πρακτική του παρελθόντος που δεν εξυπηρετεί τον αρχικό της στόχο. Το μυστικό για επιτυχή σχέση με τα παιδιά μας βρίσκεται στη διαρκή επαφή, την επεξήγηση των λαθών, την αλληλοεμπιστοσύνη και την θετική ενίσχυση και επικοινωνία. Έτσι τα παιδιά διαμορφώνονται σε ανεξάρτητες οντότητες και συνειδητοποιημένους ενήλικες, έτοιμους να αντιμετωπίσουν την κοινωνική ζωή και τις προκλήσεις της.
Εξάλλου: «δεν είναι δυνατόν να κάνεις κάποιον να συμπεριφερθεί καλύτερα, με το να το κάνεις να αισθάνεται άσχημα;».