Όταν γνωρίζεις τη Χίλντα Παπαδημητρίου, διαπιστώνεις ότι όλη της η ζωή είναι μουσική και βιβλία. Μία ζωή γραμμένη με κόκκινο στυλό και μουσικά «ντυμένη» με ροκ ήχους. Ένας άνθρωπος που πορεύεται με τα δικά της θέλω και τις δικές της επιθυμίες, πέρα από «πρέπει» και κοινωνικά στερεότυπα. Οι ήρωες των βιβλίων της φοράνε τη δική της ψυχή και σουλατσάρουν στους δρόμους της Αθήνας με βινύλια και παλιό καλό ραδιόφωνο. Η Χίλντα Παπαδημητρίου, εξάλλου, γνωρίζει καλύτερα από τον καθένα την παλιά καλή μουσική, παιγμένη από καλοσυντηρημένα βινύλια.
- Μεγαλωμένη στη Νέα Σμύρνη, μέσα στο δισκάδικο του πατέρα σας. Με λίγα λόγια μια ζωή γεμάτη βινύλια, όπως και το πρώτο σας βιβλίο «Για μια χούφτα βινύλια» και μουσική. Πόσο επηρέασε αυτό τη ζωή σας;
Οι γονείς μου λάτρευαν τη μουσική, στο σπίτι μας υπήρχε πάντοτε ανοιχτό ραδιόφωνο πριν ανοίξει ο πατέρας μου το δισκάδικο. Άλλοι έχουν μανία με τα αυτοκίνητα κι άλλοι με την ορειβασία, εγώ κληρονόμησα την αγάπη για τη μουσική. Ασφαλώς, το επαγγελματικό περιβάλλον του πατέρα μου επηρέασε την εξέλιξή μου, με έμαθε να αγαπάω όλα τα είδη μουσικής, με βοήθησε να εξερευνήσω το σύμπαν της μουσικής και κατόπιν να διαλέξω συνειδητά τις δικές μου προτιμήσεις. Με λίγα λόγια, δεν μπορώ να φανταστώ τη ζωή μου χωρίς τα χρόνια που έζησα στο δισκάδικο, τις φιλίες που δημιούργησα εκεί, τα πράγματα που διδάχθηκα – και δεν εννοώ μόνο τη μουσική.
- Ποια ήταν η αφορμή που σας οδήγησε στις νομικές σπουδές, αν και η μεγάλη σας αγάπη ήταν η μουσική και τα βιβλία;
Ήμουν καλή μαθήτρια στα φιλολογικά μαθήματα, ήθελα να σπουδάσω στο πανεπιστήμιο και η φιλοσοφική μού φαινόταν βαρετή. Διάλεξα τη νομική επειδή οι φίλες μου έδιναν σ’ αυτή τη σχολή, δεν το μετάνιωσα κι ας μη χρησιμοποίησα ποτέ το πτυχίο. Διαφωνώ με όσους ισχυρίζονται ότι σπουδάζουμε με κύριο στόχο την επαγγελματική αποκατάσταση. Σπουδάζουμε για να οργανώσουμε το μυαλό και τη σκέψη μας, για να βρούμε μεθόδους να κατανοήσουμε τα πώς και τα γιατί του κόσμου, για να διευρύνουμε τους ορίζοντές μας – κι επειδή σε τελευταία ανάλυση “τα γράμματα μάς κάνουν ανθρώπους”, όπως έλεγαν οι παλιοί.
- Το 1995, το συνοικιακό δισκοπωλείο στο οποίο μεγαλώσατε έκλεισε. Τι ήταν αυτό που ενδεχομένως κερδίσατε και τι αυτό που χάσατε μετά το τέλος αυτού του σημαντικού, θεωρώ, κεφαλαίου της ζωής σας;
Κέρδισα την ευκαιρία να αλλάξω τη ζωή μου ριζικά, να ασχοληθώ με την άλλη αγάπη μου που ήταν τα βιβλία, να δοκιμαστώ επαγγελματικά σ’ έναν καινούργιο εργασιακό χώρο. Αυτό που έχασα ήταν η χαρά να ανακαλύπτω και να προτείνω τη μουσική που αγαπούσα σε άλλους ανθρώπους, η επαφή με ανθρώπους από διαφορετικούς χώρους και ποικίλες φάσεις της ζωής μου. Αυτό που κέρδισα στο δισκάδικο και το διατήρησα σαν πολύτιμο δώρο στη μετέπειτα ζωή μου είναι ότι καλλιέργησα την έμφυτη κοινωνικότητα μου και δεν ξεχνώ ποτέ να καλημερίζω τους ανθρώπους με ένα χαμόγελο.
Σε κάθε σταυροδρόμι κάτι κερδίζουμε και κάτι χάνουμε. That’s life!
- Είναι γνωστό πως έχετε μεταφράσει πληθώρα βιβλίων. Ποια ήταν η αφορμή για να ασχοληθείτε με αυτό το είδος;
Έκανα την πρώτη μετάφραση από μεράκι, ενώ είχα ακόμα το δισκάδικο. Ήταν ο Ήχος της Πόλης, του Charlie Gillett, ένα βιβλίο που θεωρείται και είναι η βίβλος του rock’n’roll. Η άλλη αγάπη των γονιών μου ήταν τα βιβλία, ήμουν βιβλιοφάγος από τότε που έμαθα να διαβάζω και όταν έκλεισα το δισκάδικο για προσωπικούς λόγους, σκέφτηκα να δοκιμάσω τη μετάφραση. Είχα τη μεγάλη τύχη να με εμπιστευτούν σημαντικοί εκδότες, όπως ο Νίκος Γκιώνης των εκδόσεων Πόλις, η Άννα Πατάκη, ο Νώντας Παπαγεωργίου του Μεταιχμίου. Και να μου δώσουν το είδος των βιβλίων που μου ταίριαζαν, αστυνομικά, μουσικά, βιβλία που έχουν σχέση με τη νεανική κουλτούρα. Εκτός του βιοπορισμού, η μετάφραση με έκανε καλύτερη αναγνώστρια και κάποια στιγμή συγγραφέα.
- Επίσης, υπήρξατε συνεργάτης σε πολλά μουσικά περιοδικά, όπως ZOO, Pop&Rock, Sonic και συντάκτης στο διαδικτυακό μουσικό περιοδικό MiC. Η μουσική, αντιλαμβάνεται κάποιος, ότι είναι βαθιά ριζωμένη στη ζωή σας. Τι σας αρέσει να ακούτε περισσότερο;
Προσπαθώ να ενημερώνομαι όσο το δυνατόν για τις καινούργιες μουσικές τάσεις, δεν είμαι απ’ αυτούς που πιστεύουν ότι η μουσική/το rock πέθανε το 1970, το 1981 ή το 1999. Ωστόσο, κάθε τόσο επανέρχομαι σε παλαιότερους καλλιτέχνες και ακούω ολόκληρες δισκογραφίες για να εκτιμήσω με το σημερινό αισθητήριο αυτά που αγάπησα κάποτε. Για παράδειγμα, φέτος με αφορμή τη συναυλία των Yo La Tengo ξανάκουσα τα περισσότερα άλμπουμ τους. Δεν ακούω πια κλασική μουσική, όπως έκανα παλιότερα, σπάνια ασχολούμαι πια με την jazz. Αγαπώ πολύ το είδος που οι κριτικοί ονομάζουν Americana, τις γυναίκες τραγουδοποιούς (Shannon Wright, Emily Jane White, Feist), τα παλιά και καινούργια torch songs και δηλώνω παντοτινά ερωτευμένη με τα blues.
- Το καινούριο σας βιβλίο «Η συχνότητα του θανάτου» είναι ένα βιβλίο πλημμυρισμένο μουσική και, αν δεν κάνω λάθος, το παλιό καλό ραδιόφωνο. Πιστεύετε πως η καλή μουσική έχει πλέον εκλείψει από τις ραδιοσυχνότητες; Αν ναι, για ποιο λόγο;
Δεν θα έλεγα ότι η καλή μουσική έχει εκλείψει από το ραδιόφωνο, αλλά ότι οι ελπίδες που γέννησε η ελεύθερη ραδιοφωνία μαράθηκαν, εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων. Η επιβολή της playlist είναι η μάστιγα του ραδιοφώνου. Σήμερα περισσότερο από ποτέ, με τον όγκο της πληροφορίας που βρίσκουμε στο διαδίκτυο, χρειαζόμαστε ενημερωμένους και σοβαρούς παραγωγούς, για να ξεχωρίσουν και να μας προτείνουν καινούργιες ή παλιότερες κυκλοφορίες. Αγαπώ πολύ το ραδιόφωνο και εδώ και χρόνια παρακολουθώ μια συγκεκριμένη ομάδα μουσικών παραγωγών, σε όποιο σταθμό κι αν βρίσκονται.
- Διαβάζοντας τις περιγραφές της Αθήνας, ένιωσα την ανάγκη να περπατήσω όλους τους δρόμους τους οποίους αναφέρετε. Αλήθεια, τι είναι η Αθήνα για σας;
Η Αθήνα είναι η πόλη μου. Δεν θα μπορούσα να ζήσω για πολύ σε άλλη πόλη. Την αγαπώ για την ομορφιά και την ασχήμια της, για την Ακρόπολη και τον λόφο του Φιλοπάππου, επειδή τη βρέχει η θάλασσα, για το μετρό και το τραμ της, για τους κινηματογράφους και τους συναυλιακούς της χώρους. Αγαπώ τις γειτονιές της, το Παγκράτι και τα Εξάρχεια, την Καλλιθέα και το Μοσχάτο. Μου αρέσει να σηκώνω τα μάτια και να βλέπω τον ουρανό της ανάμεσα στα δέντρα του Εθνικού Κήπου, να τριγυρίζω άσκοπα στο ιστορικό κι εμπορικό κέντρο, να μπαίνω στις υπέροχες στοές και να χαζεύω τις βιτρίνες των παλιών μαγαζιών.
- Φθάνοντας στο τρίτο βιβλίο, συναντάμε τον αστυνόμο Χάρη Νικολόπουλο από δευτερεύον πρόσωπο (στο πρώτο σας βιβλίο), γοητευτικό πρωταγωνιστή. Έναν άντρα που σίγουρα οι γυναίκες που θα τον γνωρίσουν μέσα από τις σελίδες σας, θα τον ερωτευτούν. Τι είναι αυτό που γοητεύει εσάς στον ήρωα σας;
Ένα στοιχείο που με γοητεύει στους ανθρώπους είναι η ικανότητα να εξελίσσονται, να αλλάζουν τον εαυτό τους και τις συνθήκες της ζωής του, έστω κι αν οι αλλαγές αυτές είναι μικρές. Κι αυτό το χαρακτηριστικό ήθελα να έχει ο ήρωας μου, να κάνει μικρά αλλά σταθερά βήματα προς την ωριμότητα, την προσωπική ολοκλήρωση, την επαγγελματική καταξίωση. Στον Χάρη Νικολόπουλο με γοητεύει το γεγονός ότι δεν το βάζει κάτω, όσες σφαλιάρες κι αν του επιφυλάσσει η ζωή. Και είναι ανοιχτός σε νέους ανθρώπους, μουσικές και συνήθειες.
- Το τέλος της αστυνομικής σας περιπέτειας, μας αφήνει με την απορία, αν θα αντέξει ο πρωταγωνιστής σας, την απραξία και την μοναξιά της Ναυπάκτου. Οι αναγνώστες σας τι να περιμένουν αλήθεια;
Έχω ακούσει πολλές προτάσεις από τους αναγνώστες: να αρχίσει να εξιχνιάζει εγκλήματα στη Ναύπακτο, να επιστρέψει στο Σώμα, να γίνει ιδιωτικός ντετέκτιβ στη Θεσσαλονίκη, να γράψει αστυνομικά μυθιστορήματα – να καταταγεί στη Λεγεώνα των Ξένων, απαντώ εγώ αστειευόμενη. Μεγάλο παιδί είναι, θα αποφασίσει μόνος του κι όταν μ’ ενημερώσει θα είστε οι πρώτοι που θα το μάθετε.
- Κλείνοντας, θα ήθελα να σας ζητήσω να μου πείτε, αν η ζωή σας ήταν βιβλίο ή τραγούδι, ποιο θα ήταν αντίστοιχα;
Αν η ζωή μου ήταν βιβλίο θα ήθελα να είναι O Γύρος του Κόσμου σε 80 Μέρες – αν και μάλλον με βλέπω σαν το Ταξίδια με τη Θεία μου, του Γκράχαμ Γκρην.
Κι αν ήταν τραγούδι, δεν έχω καμία αμφιβολία ότι θα ήταν το Both Sides Now της Joni Mitchell – αλλά στην εκτέλεση της Judy Collins:
I’ve looked at life from both sides now
From win and lose and still somehow
It’s life’s illusions I recall
I really don’t know life at all.
[punica-divider]