Οι ιστορίες με φαντάσματα, λυκανθρώπους, βαμπίρ, μάγισσες και άλλα κακόβουλα μυθικά πλάσματα είναι μια πάρα πολύ παλιά υπόθεση. Ιστορίες με φαντάσματα πρωτοεμφανίζονται στον Όμηρο και υπάρχουν διάσπαρτες στην ιστορία της ρωμαϊκής λογοτεχνίας, ενώ τα βαμπίρ, οι λυκάνθρωποι, οι μάγισσες και άλλα δαιμόνια υπάρχουν σε πολλά μεσαιωνικά παραμύθια). Οι νύχτες του φθινοπώρου, με εκείνη πριν την Ημέρα των Αγίων Πάντων (δηλαδή του Χάλογουιν, όπως ονομάζεται η γιορτή στις 31 Οκτωβρίου, στις αγγλοσαξονικές χώρες) να ξεχωρίζει πάνω από όλες, ενδείκνυνται για συγκεντρώσεις φίλων γύρω από τη φωτιά, όπου ο ένας λέει τέτοιες ιστορίες στον άλλο για να προκαλέσει ανατριχίλες. Το Χάλογουιν αποτελεί κάτι σαν εορτασμό για την νέα σοδειά και φαίνεται να έχει τις ρίζες του στο κέλτικο φεστιβάλ του «Samhain», ένα πρώτα γαελικό και στη συνέχεια ρωμαϊκό έθιμο, όπου το πέπλο μεταξύ ζωής και θανάτου γίνεται ισχνότερο και η επαφή με τον κόσμο των πνευμάτων μπορεί, κάτω από ορισμένες συνθήκες, να καταστεί δυνατή. Οι παγανιστικές ρίζες του Χάλογουιν εξηγούν, εν μέρει, γιατί οι πρώτοι Καλβινιστές ή Πουριτανοί άποικοι του Νέου Κόσμου, κατά τον 17ο αιώνα, το καθιέρωσαν ως μία νύχτα μέσα στο έτος όπου οι πιστοί έπρεπε να υπερασπιστούν με μεγαλύτερο θάρρος από ποτέ την αγνότητά τους και να δώσουν σκληρή μάχη με τις δυνάμεις του Σατανά (οι οποίες ταυτίζονταν στο μυαλό τους με τις συνήθειες των ιθαγενών), αφήνοντας αποφασιστικά κατά μέρους τα σκωτσέζικα ή ιρλανδικά έθιμα που σχετίζονταν με το φεστιβάλ αυτό από το 1000 π.Χ. Μέσα από αυτή την παράδοση, κυρίως στα μέσα του 19ου αιώνα (δύο και πλέον αιώνες μετά την ίδρυση των πρώτων αποικιών στο Τζέιμσταουν και το Μεϊφλάουερ) η λογοτεχνία ασχολήθηκε εκτενώς με αυτή την μαζική υστερία και κάποιες από τις ιστορίες που γράφτηκαν τότε είναι μερικές από τις καλύτερες στο είδος τους. Αυτά είναι 6 ιδανικά διηγήματα για να γνωρίσει ένας «αμύητος» αναγνώστης τον ζοφερό κόσμο της αμερικανικής λογοτεχνίας τρόμου, από την πένα μερικών από τους δεξιοτέχνες του είδους:
Ουάσινγκτον Ίρβινγκ, «Ο μύθος του ακέφαλου καβαλάρη» (1820)
Το διήγημα, «Ο μύθος του ακέφαλου καβαλάρη», εκδόθηκε για πρώτη φορά από τον Αμερικανό συγγραφέα, Ουάσινγκτον Ίρβινγκ, στη συλλογή δοκιμίων και διηγημάτων του, «The Sketch Book of Geoffrey Crayon, Gent.», το 1820, και μαζί με το επίσης κλασικό διήγημά του, «Ριπ Βαν Ουίνκλ», αποτελούν τα δύο διασημότερα έργα του. Ο μύθος του ακέφαλου καβαλάρη που στοιχειώνει την κοιλάδα του Σλίπι Χόλοου, στο χωριό Τάρι Τάουν, στην ολλανδική αποικία της Πολιτείας της Νέας Υόρκης, έχει την υφή θρύλου που θα άκουγε κανείς μια κρύα νύχτα σε μια παμπ, να αναπαράγεται από μια παρέα μεθυσμένων θαμώνων, ενώ με τα χρόνια και τις συνεχείς συμπεριλήψεις της σε συλλογές, αλλά και τις μεταφορές της σε άλλα μέσα, έχει κατηγοριοποιηθεί ως ιστορία για παιδιά. Η ιστορία διαδραματίζεται στο Τάρι Τάουν, βόρεια της Πόλης της Νέας Υόρκης, και συγκεκριμένα στην κοιλάδα του Σλίπι Χόλοου, που είναι διαβόητη για τα στοιχειά και τη ζοφερή της ατμόσφαιρα. Οι κάτοικοι του Τάρι Τάουν βλέπουν συχνά οπτασίες και διαβολικά πλάσματα, με χαρακτηριστικό παράδειγμα τον ακέφαλο καβαλάρη που διασχίζει το δάσος με το άλογό του, σαν μαγεμένος από ένα σατανικό ξόρκι. Ο κεντρικός χαρακτήρας της ιστορίας είναι ο Ίκαμποντ Κρέιν, ένας θεοσεβούμενος και λιγάκι παιδαριώδης δάσκαλος από το Κονέκτικατ, που πιστεύει στη μαγεία και κατά την επίσκεψή του στην κοιλάδα του Σλίπι Χόλοου θέλει να μάθει περισσότερα για τον ακέφαλο καβαλάρη και το στοιχειωμένο δάσος, όμως συχνά ως Γιάνκης και «ξένος» εισπράττει το μίσος και τον χλευασμό των ντόπιων. Ένα βράδυ, επιστρέφοντας με τα πόδια σπίτι, ύστερα από μια ερωτική απόρριψη από την ωραία του χωριού την οποία κορτάρει, ο Ίκαμποντ Κρέιν συναντά ο ίδιος τον ακέφαλο καβαλάρη. Το διήγημα έπαιξε σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση, όχι μόνο της λογοτεχνίας τρόμου, αλλά και της αμερικανικής λογοτεχνίας γενικότερα, η οποία μόλις κατά τον 19ο αιώνα είχε αρχίσει να αποκτά τη δική της ξεχωριστή ταυτότητα.
Ναθάνιελ Χόθορν, «Ο νεαρός Γκούντμαν Μπράουν» (1835)
Το διήγημα του Ναθάνιελ Χόθορν, «Ο νεαρός Γκούντμαν Μπράουν» είναι πολλά περισσότερα από μια απλή ιστορία τρόμου. Η επιρροή του επάνω στην υψηλή κουλτούρα φάνηκε σχεδόν αμέσως αφότου πρωτοκυκλοφόρησε, το 1835, ενώ η θεματολογία του συνάδει με εκείνη άλλων διάσημων έργων της εποχής, όπως τη «Φανταστική Συμφωνία» (1830) του Έκτορ Μπερλιόζ. Η ιστορία πραγματεύεται την περιπέτεια του Γκούντμαν Μπράουν, κατά τον 17ο αιώνα, σε μια πουριτανική αποικία στη Νέα Αγγλία, όταν εκείνος αφήνει πίσω τη γυναίκα του, Φέιθ (Πίστη) και παίρνει ένα δρόμο που περνάει μέσα από το δάσος, με άγνωστο σε εμάς προορισμό. Η Φέιθ τον είχε παρακαλέσει να μην φύγει, χωρίς όμως να καταφέρει να τον κάνει να αλλάξει γνώμη. Ξαφνικά, μέσα στα πυκνά δέντρα, ο Γκούντμαν Μπράουν χάνει το δρόμο του και κάποια στιγμή συναντά έναν γέρο. Ο γέρος, που κρατάει ένα μπαστούνι που μοιάζει με φίδι, καλεί τον νέο να τον ακολουθήσει και εκείνος δέχεται. Στο δρόμο τους συναντάνε και άλλους κατοίκους του χωριού, τους οποίους ο Γκούντμαν αναγνωρίζει ως καθωσπρέπει μέλη της κοινότητας και τελικά φτάνουν σε ένα ξέφωτο όπου είναι συγκεντρωμένη σχεδόν ολόκληρη η κοινότητα. Πολύ σύντομα, ο πρωταγωνιστής καταλαβαίνει πως ο λόγος που όλοι αυτοί έχουν μαζευτεί αυτή την ώρα μέσα στο δάσος είναι για να κάνουν μία λιτανεία προς το Σατανά, ή αλλιώς ένα Σαμπάτ μαγισσών. Στη λιτανεία συμμετέχουν όχι μόνο σεβαστά μέλη της κοινότητας, αλλά και παπάδες ή άλλα άτομα υπεράνω πάσης υποψίας. Ο Χόθορν εξέδωσε το διήγημα πρώτα σε ένα τοπικό περιοδικό και αργότερα το συμπεριέλαβε στη συλλογή του, «Mosses from an Old Manse» (1846). Ενώ ο ίδιος ο συγγραφέας δεν είχε σε μεγάλη υπόληψη το έργο του, πολλοί κριτικοί και συγγραφείς της εποχής το αναγνώρισαν αμέσως ως το αριστούργημα που πραγματικά ήταν, με τον Χέρμαν Μέλβιλ να λέει πως ο Χόθορν ήταν ο νέος Δάντης, τον Χένρι Τζέιμς να το θεωρεί κομψοτέχνημα και τον Έντγκαρ Άλλαν Πόε να αποφασίζει να στηρίξει όλο του το έργο επάνω στη φιλοσοφία του Χόθορν και να το εξαίρει για τη φαντασία του και την συγγραφική του αρτιότητα.
Έντγκαρ Άλλαν Πόε, «Ο μαύρος γάτος» και «Προδότρα καρδιά» (1843)
Όλες οι «Ιστορίες μυστηρίου και φαντασίας» του «άρχοντα του μακάβριου», Έντγκαρ Άλλαν Πόε, θα μπορούσαν να έχουν συμπεριληφθεί σε αυτήν εδώ τη λίστα. Τα διηγήματα, «Ο μαύρος γάτος» και «Προδότρα καρδιά», κυκλοφόρησαν και τα δύο το 1843, στη μέση, δηλαδή, περίοδο της σύντομης καριέρας του Αμερικανού συγγραφέα από τη Βαλτιμόρη και έχουν πολύ συναφή μεταξύ τους πλοκή. Εκτός από την κληρονομιά που άφησε στη λογοτεχνία του φανταστικού, ο Πόε θεωρείται και «πατέρας» της λογοτεχνίας μυστηρίου και ιδιαίτερα της αστυνομικής λογοτεχνίας. Αν και τα διηγήματά του που έπαιξαν το σημαντικότερο ρόλο στη διαμόρφωση του λογοτεχνικού αυτού είδους είναι εκείνα με πρωταγωνιστή τον Σ. Ογκούστ Ντουπέν, τόσο «Ο μαύρος γάτος» όσο και η «Προδότρα καρδιά» είναι ιστορίες μυστηρίου και εγκλήματος, στις οποίες ο δράστης είναι ο ίδιος ο αναξιόπιστος αφηγητής και η τιμωρία του επέρχεται τελικά με μεταφυσικό τρόπο. Στο «Μαύρο γάτο» ο αφηγητής έχει σκοτώσει το αγαπημένο του κατοικίδιο με φρικτό τρόπο, γιατί μια μέρα τον είχε δαγκώσει, όμως πολύ σύντομα ένας πανομοιότυπος μαύρος γάτος εμφανίζεται και πάλι στο σπίτι. Στην προσπάθειά του να τον εξοντώσει με ένα τσεκούρι, ο αφηγητής σκοτώνει κατά λάθος τη γυναίκα του και φοβούμενος πως θα τον ανακαλύψει ο νόμος, αποφασίζει να κρύψει το πτώμα της πίσω από ένα πλίνθινο τοίχο στο υπόγειο. Όταν η αστυνομία έρχεται τελικά στο σπίτι του, προσπαθεί να φέρεται σαν να μην έχει συμβεί τίποτα, όμως ένας φρικτός θόρυβος πίσω από τον τούβλινο τοίχο φανερώνει τον κρυψώνα του και η αστυνομία βρίσκει εκεί, όχι μόνο τη σωρό της γυναίκας του, αλλά και το μαύρο γάτο που «έθαψε» κατά λάθος, μαζί με εκείνη. Στην «Προδότρα καρδιά», αντίστοιχα, ο αφηγητής είναι επίσης δολοφονικά αλλόφρων, όμως προσπαθεί να πείσει τον αναγνώστη ότι οι πράξεις του ήταν απολύτως δικαιολογημένες. Και εδώ ένας χτύπος στέκεται η αφορμή για να αποκαλυφθεί η τοποθεσία όπου ο αφηγητής έχει κρύψει το πτώμα του γέρου που σκότωσε και αυτός προέρχεται από την καρδιά του νεκρού, την οποία ο αφηγητής ορκίζεται πως «ακούει». Η αναξιοπιστία του αφηγητή, που συναντάται και στις δύο ιστορίες, είναι μία αφηγηματική τεχνική που χρησιμοποιήθηκε σε αμέτρητες μεταγενέστερες ιστορίες μυστηρίου και τρόμου. Παρόμοια είναι και η ιστορία του Πόε που κυκλοφόρησε 3 χρόνια αργότερα, «Το βαρέλι του Αμοντιλάδο» (1846).
Αμπρόουζ Μπηρς, «Ένα συμβάν στη γέφυρα Όουλ Κρικ» (1890)
Το «Συμβάν στη γέφυρα Όουλ Κρικ», που κυκλοφόρησε το 1890 στο περιοδικό The San Francisco Examiner, είναι το διασημότερο έργο του Αμερικανού δοκιμιογράφου και σατιρικού συγγραφέα από το Οχάιο, Αμπρόουζ Μπηρς. Ενώ αποτελεί ένα διήγημα-«ορόσημο», όσο αφορά την εξέλιξη του είδους της λογοτεχνίας τρόμου, και το φαντασιακό στοιχείο είναι ιδιαίτερα έντονο, η ιστορία του Μπηρς θα μπορούσε να διαβαστεί και ως διήγημα πολεμικής λογοτεχνίας, παραπλήσιο με τις εξίσου φανταστικές ιστορίες για τον πόλεμο του Στήβεν Κρέην. Εδώ, ο πρωταγωνιστής, Πέιτον Φαρκχάρ, έχει μεταφερθεί σε ένα σημείο ενός σιδηρόδρομου, κάπου στην Αλαμπάμα, από την εχθρική παράταξη (της οποίας είναι αιχμάλωτος), με σκοπό να εκτελεστεί δι’ απαγχονισμού. Πριν τον εκτελέσουν, ο Φαρκχάρ έχει ένα ζωηρό «φλας μπακ», στο οποίο βλέπει την προπολεμική, ήρεμη οικογενειακή του ζωή, με τη γυναίκα του, και όταν επιστρέφει στο παρόν αποφασίζει να λυθεί από τα δεσμά του και επιχειρήσει να ξεφύγει από τους εχθρούς του. Η σκηνή στην οποία αποδρά αποδεικνύεται πως είναι ολόκληρη ένα όραμα και τελικά καταλαβαίνουμε πως ο Φαρκχάρ δεν κατάφερε ποτέ να διαφύγει από το Όουλ Κρικ. Η αυτόματη καταγραφή των σκέψεων και τον συναισθημάτων του, κατά τη σκηνή της «απόδρασης», αλλά και το γεγονός ότι δεν γνωρίζουμε, παρά μόνο στο τέλος, πως πρόκειται για ένα όραμα, καθιστούν την ιστορία του Μπηρς κάτι σαν πρόδρομο της πολύ μεταγενέστερης ψυχεδελικής λογοτεχνίας. Η ιστορία έχει αποτελέσει τη βάση για πολλές ταινίες και επεισόδια από σειρές της τηλεόρασης, όπως το πρώτο «Twilight Zone» (1959-1964).
Σάρλοτ Πέρκινς Γκίλμαν, «Η Κίτρινη Ταπετσαρία» (1892)
Η Σάρλοτ Πέρκινς Γκίλμαν ήταν, ίσως, μία από τις σημαντικότερες αμερικανίδες συγγραφείς που ασχολήθηκαν με τη λογοτεχνία τρόμου. «Η Κίτρινη Ταπετσαρία», το διασημότερο διήγημά της, εκδόθηκε το 1892 στο περιοδικό The New England Magazine και αργότερα (1901) ως αυτόνομο έργο σε βιβλιοδετημένη έκδοση. Το θέμα που πραγματεύεται, η παράνοια, δηλαδή, της νέας μητέρας την περίοδο αμέσως μετά τη γέννα, την οποία η ψυχολογία ορίζει ως «επιλόχειο κατάθλιψη», είναι αφενός ένα ζήτημα που αφορά όλες τις γυναίκες και ιδιαίτερα εκείνες που έχουν κάνει παιδιά και αφετέρου ένα καθαρά φεμινιστικό θέμα, σε μια εποχή που το δικαίωμα της ψήφου των γυναικών δεν είχε ακόμα κατοχυρωθεί. Στην ιστορία, η πρωταγωνίστρια είναι κλινήρης μετά τη γέννηση του μωρού της και πάσχει από «προσωρινή νευρική κατάθλιψη». Όταν το νεαρό ζευγάρι περνάει τους μήνες του καλοκαιριού σε μία αποικιακή έπαυλη, η αναξιόπιστη αφηγητής αναφέρει διάφορες παραισθήσεις που έχει, μάλλον λόγω της κατάστασής της και χάρη στην ψυχολογική της κατάπτωση καταλήγει να νιώθει φυλακισμένη στο δωμάτιό της, από τον σύζυγό της. Τα οράματα που βλέπει ξεκινούν στην αρχή ως υποψίες, αλλά σταδιακά γίνονται πιο συγκεκριμένα και εστιάζουν στη «γυναίκα» που είναι παγιδευμένη πίσω από την κίτρινη ταπετσαρία. Όλες οι μεταγενέστερες φεμινίστριες συγγραφείς, και ιδιαίτερα εκείνες που ασχολήθηκαν με τη λογοτεχνία τρόμου, όπως, για παράδειγμα, η Σίρλεϊ Τζάκσον, η Αν Ράις και η Μάργκαρετ Άτγουντ, χρωστάνε πολλά στην Γκίλμαν, όσο αφορά τη θεματολογία τους, αλλά και το λογοτεχνικό τους ύφος.
Τα ονόματα και τα έργα που σχετίζονται με την περίοδο αυτή στη λογοτεχνία είναι πολύ παραπάνω από 6 και θα ήταν αδύνατο να συμπεριληφθούν έστω και τα σημαντικότερα σε ένα τόσο σύντομο άρθρο. Αυτή η επιλογή μπορεί μόνο να παίξει το ρόλο μιας εισαγωγής στην αμερικανική λογοτεχνία τρόμου του 19ου αιώνα και μάλιστα όσο αφορά αποκλειστικά τη διηγηματογραφία και όχι τα μυθιστορήματα, την ποίηση ή τις επιστημονικές ή ιστορικές μελέτες. Άλλα ονόματα που αξίζει να αναφερθούν σχετικά είναι εκείνα του Χέρμαν Μέλβιλ, του Χένρι Τζέιμς ή του Χ. Φ. Λάβκραφτ λίγο αργότερα, ενώ το παράλληλο κύμα λογοτεχνίας τρόμου στο Ηνωμένο Βασίλειο θα κάλυπτε ακόμα ένα άρθρο ίσης έκτασης.