Η επιτυχία που σημείωσε το σατιρικό μυθιστόρημα για τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο του Αμερικανού συγγραφέα, Τζόζεφ Χέλερ, «Catch 22» (1961), έπαιξε σημαντικό ρόλο στην εδραίωση της εφημερίδας The New York Times, η οποία αφιέρωσε πέντε στήλες στο βιβλίο, όταν ήταν ακόμη μία φυλλάδα με συνολικά μόλις οκτώ στήλες. Η τραγελαφική ιστορία του Σμηναγού Γιοσάριαν, που υπηρετεί ως βομβαρδιστής στην Αεροπορία του αμερικανικού στρατού στην Ιταλία, κατά τα τέλη του Β’ Παγκοσμίου, άρεσε επίσης σε κριτικούς και συγγραφείς, όπως τον Νέλσον Άλγκρεν και τον Σταντς Τέρκελ. Ενώ το θέμα του μυθιστορήματος είναι τραγικό και σε πολλά σημεία αυτοβιογραφικό, ο Χέλερ χρησιμοποιεί ρουτίνες από το εβραϊκό θέατρο και γράφει μία ξεκαρδιστική μεν, αλλά σκοτεινή από την άλλη πλευρά σάτιρα, που ακολουθεί τις ζωές των Αμερικανών στρατιωτών σε μία φάση όπου οι αντοχές τους, τους έχουν πια εγκαταλείψει. Ενώ, λοιπόν, όλοι τους έχουν φέρει σε πέρας πάνω από 50 αποστολές, οι αξιωματικοί δεν τους αφήνουν να φύγουν, προβάλλοντας την κυκλική εξήγηση του «Catch 22» ως δικαιολογία. Όπως αναφέρεται και στο βιβλίο, εάν κάποιος είναι ψυχικά τραυματισμένος, δικαιούται να απαλλαγεί από τα καθήκοντά του και να γυρίσει στο σπίτι του. Αν, από την άλλη, κάποιος έχει τη λογική να ζητήσει την άδεια να φύγει για αυτό το λόγο, τότε μάλλον δεν είναι τόσο ψυχικά διαταραγμένος όσο λέει και συνεπώς δεν υπάρχει άμεση ανάγκη να εγκαταλείψει το πόστο του. Έτσι πέφτει στην παγίδα του «Catch 22» και το αίτημά του απορρίπτεται, με αποτέλεσμα να φορτωθεί και άλλες υπηρεσίες για τις ανάγκες του πολέμου.
Ο αρμενικής καταγωγής, Γιοσάριαν, έχει αποφασίσει πως ο μοναδικός του στόχος κάθε φορά που απογειώνεται για αποστολή θα είναι να προσγειωθεί και πάλι ζωντανός. Οι αποστολές έχουν σταματήσει να τον ενδιαφέρουν και ταυτόχρονα υποφέρει από την παρανοϊκή ιδέα πως κάποιος τον κυνηγάει για να τον σκοτώσει. Όπως εύστοχα παρατηρεί και ένας συνάδελφός του, κάποιος προσπαθεί να σκοτώσει τον καθένα τους, αφού βρίσκονται σε πόλεμο και είναι επόμενο ο εχθρός να θέλει να καταρρίψει τα πολεμικά αεροσκάφη που τον βομβαρδίζουν. Ο Χέλερ, παρόλα αυτά, θέλει τον Γιοσάριαν να μην πείθεται από αυτή την εξήγηση και έτσι συνεχίζει ασταμάτητα να προσπαθεί να βρει τρόπο να ξεφύγει.
Οι χαρακτήρες που βλέπουμε και γνωρίζουμε κατά τη διάρκεια του μυθιστορήματος του Χέλερ είναι πολλοί και σύνθετοι. Ο Μάιλο Μάιντερμπαϊντερ είναι ένας υποσμηναγός που παθαίνει ψύχωση με το εμπόριο και χτίζει μία αυτοκρατορία, αγοράζοντας προϊόντα από μία χώρα και μέσα από τα συνδικάτα με τα οποία συνεργάζεται λόγω του στρατού, πωλώντας τα με κέρδος, τόσο για τον ίδιο, όσο και για το συνδικάτο, σε μία άλλη χώρα. Η ψύχωσή του αυτή φτάνει σε σημείο όπου ο Μάιλο έχει εμπορικές συναλλαγές ακόμη και με τη Γερμανία και σε κάποιες στιγμές δεν διστάζει να δώσει πληροφορίες στον εχθρό για να χτυπήσει τα δικά τους στρατεύματα, ούτως ώστε να ολοκληρωθεί με επιτυχία μία εμπορική του συνεργασία. Ο Μάιλο, αν και συχνά παραλογίζεται, δεν εκτιμάει κανέναν εκτός από τον Γιοσάριαν.
Ο Υποσμηναγός Νέιτλι είναι ένα νεαρό αγόρι από οικογένεια με τεράστια περιουσία, που έχει καταταγεί στο στρατό για να υπηρετήσει την ένδοξη πατρίδα του, η οποία κατά τη γνώμη του είναι η καλύτερη στον κόσμο. Ο Νέιτλι ερωτεύεται μία πόρνη η οποία τον αγνοεί πλήρως και έχει βάλει σκοπό της ζωής του να την κάνει δική του και να την πείσει να γυρίσουν μαζί πίσω στην Αμερική. Ο Νέιτλι έχει μεγαλώσει με αυστηρές αρχές σε μία οικογένεια που, όπως του εξηγεί σε μία σκηνή η μητέρα του, «Δεν έχει βασιστεί σε τίποτα για να φτιάξει την περιουσία της», και προσβάλλεται όταν κάποιος μιλάει με κυνισμό για κάποιο από τα ιδανικά του.
Ο Δρ. Ντανίκα υπηρετεί ως χειρουργός για τη Μοίρα και συχνά παραπονιέται που τον ανάγκασαν να καταταγεί, παρά το γεγονός ότι τους είχε υποβάλει τη δική του γνωμάτευση πως ήταν ακατάλληλος για να υπηρετήσει. Ο Δρ. Ντανίκα έχει αφήσει πίσω το γραφείο του και την οικογένειά του για να καταταγεί στο στρατό και συχνά κάνει τη δουλειά του νωχελικά, με μισή καρδιά. Η κατάσταση αλλάζει προς το χειρότερο, όταν το αεροσκάφος στο οποίο υποτίθεται πως έπρεπε να βρίσκεται πέφτει στη θάλασσα και για να μην μπλέξουν με τη γραφειοκρατία του θέματος, οι συνάδελφοί του τον διακηρύσσουν νεκρό. Ο Χέλερ μας αφηγείται τις προσπάθειες του Δρ. Ντανίκα να αποδείξει πως είναι ζωντανός, όμως, σιγά-σιγά, ούτε η γυναίκα του, που λαμβάνει ένα υπέρογκο ποσό από την ασφάλεια ζωής του και ένα μηνιαίο μισθό ως αποζημίωση για το θάνατό του από το στρατό, δεν μοιάζει να ενδιαφέρεται για το τι πραγματικά έχει συμβεί.
Ο Εφημέριος Τάπμαν είναι ο καινούριος, ναΐφ άνθρωπος του Θεού, που ακολουθεί την παράδοση των Αναβαπτιστών. Ο εφημέριος είναι συχνά ο αποδιοπομπαίος τράγος για διάφορες καταστάσεις και ακόμη και ο Γιοσάριαν, που τον θεωρεί φίλο του, δεν διστάζει να βάλει τη δική του υπογραφή σε γράμματα που έχει αλλάξει, σαν φάρσα, η οποία καταλήγει στο να βρεθεί ο Τάπμαν απειλούμενος με στρατοδικείο. Ο εφημέριος προσπαθεί να βρει ξανά την πίστη του, την οποία έχει χάσει από όταν μπήκε στο στρατό και ο Χέλερ τον θέλει να βρίσκει την τόλμη που του λείπει στο πρόσωπο του Γιοσάριαν.
Ο Χέλερ βάζει την ηγεσία της Μοίρας να έχει παρόμοιες εμμονές και μεταξύ τους έριδες με τα πιο χαμηλόβαθμα στελέχη. Ο Μέιτζορ Μέιτζορ Μέιτζορ είναι ένας ανθρωπάκος που έχει πάρει το αξίωμά του από ένα λάθος του υπολογιστή και όντας αγοραφοβικός, έχει δώσει εντολές να αφήνουν επισκέπτες στο γραφείο του, μόνο όταν εκείνος λείπει. Ο Στρατηγός Σάισκοπφ έχει μία γυναίκα με βίτσια (με την οποία ο Γιοσάριαν έχει μία σύντομη αλλά απαιτητική σχέση), που εκείνος δεν μπορεί να ικανοποιήσει καθώς έχει εμμονή με τις παρελάσεις, οι οποίες του έχουν χαρίσει τα αξιώματα που έχει αποκτήσει στην καριέρα του. Ο Συνταγματάρχης Κάθκαρτ είναι ένας σαδιστής που τρέφει προσωπικό μίσος για τον Γιοσάριαν και συνεχίζει να προσθέτει στον αριθμό αποστολών της Μοίρας, αψηφώντας τα νομικά πλαίσια ή την ηθική του θέματος.
Δείτε το trailer της κινηματογραφικής μεταφοράς (1970) στο YouTube: https://www.youtube.com/watch?v=DiQSNT8VvV0
Εκείνο που κάνει το μυθιστόρημα του Χέλερ ξεκαρδιστικό είναι τόσο η ρεαλιστική απεικόνιση των προσωπικοτήτων που συναντά κανείς στο στρατό, όσο και η τρέλα, τα όρια της οποίας έχουν προ πολλού ξεπεραστεί σε αυτή την τελευταία φάση του πολυετούς Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Οι στρατιώτες προσποιούνται ασθένειες για να αποφύγουν τις επικίνδυνες για τη ζωή τους αποστολές και σχεδιάζουν, όπως ο συγκάτοικος του Γιοσάριαν, Ορ, την απόδρασή τους από τη Μοίρα. Πράγματα που δεν θα απασχολούσαν κάποιον ψυχικά υγιή, δεν αργούν να κάνουν τους στρατιώτες να χάσουν την ψυχραιμία τους και έτσι ολόκληρο το νοσοκομείο ξεσηκώνεται όταν αντιλαμβάνονται την παρουσία ενός ασθενούς, που είναι τυλιγμένος εξολοκλήρου με γάζες και υποπτεύονται πως δεν είναι καν εκεί, σαν ένα κούφιο κέλυφος χωρίς άνθρωπο από μέσα. Όπως είχε πει και ένας φαν του βιβλίου του Χέλερ στον συγγραφέα, «Ο Γιοσάριαν ζει», που σημαίνει πως η ιστορία αυτή του δειλού πολεμιστή με θέληση για ζωή δεν έχει πάψει να είναι επίκαιρη και να «μιλάει» σε πολύ κόσμο. Ο Χέλερ διασκεύασε ο ίδιος το βιβλίο του σε θεατρικό το 1971 και η ιστορία έχει μεταφερθεί σε ταινία για τη μεγάλη οθόνη το 1970 από το σκηνοθέτη Μάικ Νίκολς με ένα ανσάμπλ καστ και σε μίνι-σειρά για την πλατφόρμα Hulu το 2019. Ο συγγραφέας έγραψε τη συνέχεια των περιπετειών του Γιοσάριαν στο βιβλίο του «Closing Time», το οποίο εκδόθηκε το 1994.
Δείτε το trailer της μίνι-σειράς (2019) στο YouTube: https://www.youtube.com/watch?v=CL4bkHqm59A