Όπως και άλλοι αριστοκράτες της γενιάς του, ο Ντονασιέν Αλφόνς Φρανσουά, Μαρκήσιος ντε Σαντ (1740-1814) ήταν ένα εξαιρετικά φιλελεύθερο και επαναστατικό πνεύμα, που κατηγορήθηκε από τους θεοσεβούμενους κριτικούς της εποχής του για ελευθεριότητα (libertinage), πλήρη έλλειψη, δηλαδή, ηθικών φραγμών και ωμή σεξουαλικότητα, που συνδυάζονταν συχνά με διεστραμμένα φετίχ, όπως τον «σαδισμό», που άλλωστε έχει πάρει και το όνομά του από τον Μαρκήσιο. Πράγματι, το μνημειώδες έργο του, «Οι 120 Μέρες των Σοδόμων» (1785), που ο συγγραφέας είχε ξεκινήσει με σκοπό να γράψει «την πιο ανήθικη ιστορία που έχει γραφτεί ποτέ», είναι ένα από τα πιο ακραία δείγματα πορνογραφίας μέχρι και τις μέρες μας, άρα τον 18ο αιώνα, οπότε και δημιουργήθηκε, δεν θα μπορούσε παρά να είχε απαγορευτεί με τα αυστηρότερα μέτρα που όριζε ο νόμος.

Εκείνος που καταδίκασε τον Μαρκήσιο ντε Σαντ τα τελευταία 13 χρόνια της ζωής του, όχι για τις «120 Μέρες», αλλά για το εξίσου τολμηρό γοτθικό μυθιστόρημα, «Ζυστίν ή Τα βάσανα της αρετής» (1791) και τη συνέχειά του, «Ζιλιέτ» (1798), ήταν ο Ναπολέων Α’ Βοναπάρτης, ο οποίος διέταξε την άμεση σύλληψη του ανώνυμου συγγραφέα των δύο βιβλίων, το πρώτο εκ των οποίων θεώρησε «το πιο αποκρουστικό που είδε ποτέ το φως από την πιο διεφθαρμένη φαντασία». Ο Μαρκήσιος είχε φυλακιστεί και μία ακόμη φορά νωρίτερα στη Βαστίλη, από το 1772 έως το 1789, για ένα σκάνδαλο που είχε να κάνει με τη δηλητηρίαση πόρνων με το υποτιθέμενο αφροδισιακό, «ισπανική μύγα» και το σοδομισμό με τον υπηρέτη του, Λατούρ, που καταδίκασε και τους δύο τους σε θάνατο. Αποφεύγοντας τη λαιμητόμο χάρη στην κοινωνική του θέση, ο Μαρκήσιος χρησιμοποίησε τα χρόνια αυτά του εγκλεισμού του για να γράψει τα πιο σημαντικά του έργα, συμπεριλαμβανομένων των «120 ημερών», που έγραφε μέχρι το 1787, όταν μία μέρα, πριν ο Σαντ προλάβει να το ολοκληρώσει, οι φύλακες κατάσχεσαν το μοναδικό χειρόγραφο του χωρίς ποτέ να του το επιστρέψουν και ο συγγραφέας περιγράφει πως «έκλαψε με δάκρυα από αίμα» για το χαμό του. Αν και η ιστορία, με τη Γαλλική Επανάσταση, αλλά και την καταστροφή του βασιλικού συμβόλου της Βαστίλης το 1789, «έθαψε» το χειρόγραφο για αιώνες, οι «120 Μέρες» δεν χάθηκαν, και η μοναδική τους κόπια, σε μορφή παπύρου σε ρολό, βρέθηκε τελικά στα χέρια της Υποκόμισσας Μαρί-Λορ ντε Νοάιγ, της δισέγγονης δηλαδή του Μαρκήσιου, και του συζύγου της, Σαρλ ντε Νοάιγ. Η πρώτη έκδοση κυκλοφόρησε το 1904, από τον Γερμανό ψυχίατρο και σεξολόγο Ιβάν Μπλοχ και το «χαμένο» για χρόνια μυθιστόρημα, βρήκε τελικά νέο κοινό ανάμεσα στους Υπερρεαλιστές.

Ο Μαρκήσιος ντε Σαντ ήταν άθεος σε μία εποχή που το να δηλώσεις κάτι τέτοιο ήταν εφάμιλλο με το να δηλώσεις «σατανιστής». Στη σύντομη πρόζα του, «Διάλογος ιερωμένου και ετοιμοθανάτου» (1782), ο συγγραφέας μιλάει για έναν libertine που δεν «δέχεται» το Θεό, ούτε καν στο νεκροκρέβατό του, πράγμα που πολλοί libertines έκαναν στην πραγματική ζωή μπροστά στο φόβο της Κολάσεως, με χαρακτηριστικό παράδειγμα εκείνο του Τζον Ουίλμοτ, Κόμη του Ρότσεστερ. Στις «120 Μέρες», ο Σατανάς, ο οποίος κάνει τελικά την εμφάνισή του στο τέλος του ακόλαστου βιβλίου, δεν είναι ο Αντίχριστος της Βίβλου, αλλά μία ειρωνική φιγούρα, που θυμίζει τον Σατανά των «καταραμένων ποιητών» και τελικά τον Εωσφόρο του Άντον ΛαΒέι, ένα σύμβολο, δηλαδή, του ατομικισμού και της προσωπικής ελευθερίας. Ως θεότητα, σε αυτό αλλά και σε άλλα έργα του Μαρκήσιου, εμφανίζεται η Φύση, που για τον συγγραφέα δεν έχει την έννοια του φυσικού τοπίου, όπως έχει για παράδειγμα στον Γουόρντσγουορθ ή τον Κόλεριτζ, αλλά την έννοια του εσωτερικού εκείνου καλέσματος, που όλοι οι άνθρωποι θα πρέπει να αφουγκράζονται και να ακολουθούν πάση θυσία, σύμφωνα με τη δική του φιλοσοφία.

Το έργο διαδραματίζεται σε ένα απομακρυσμένο κάστρο, μοντέλο για το οποίο υπήρξε το αληθινό κάστρο της οικογένειας του ίδιου του Μαρκήσιου ντε Σαντ, Château de Lacoste, που χτίστηκε τον 11ο αιώνα μ.Χ. και διατηρείται μέχρι και σήμερα, και η ιστορία ξεκινάει κάποια στιγμή μετά τον Εκατονταετή Πόλεμο (1337-1360). Εκεί έχουν συγκεντρωθεί μία ομάδα αριστοκρατών με διεστραμμένες ορέξεις για σεξ, φαγητό και ποτό και τελικά φόνο. Η ομάδα αποτελείται από τον Δούκα του Μπλανγκί, τον αδερφό του, που στο βιβλίο αναφέρεται απλώς ως «ο Επίσκοπος», τον δικαστή, Πρόεδρο ντε Κυρβάλ και τον τραπεζίτη, Ντυρσέ. Οι αριστοκράτες, ο ένας πιο διεφθαρμένος και διαβολικός από τον άλλο, έχουν προσλάβει τέσσερις πόρνες, γύρω στα πενήντα (όπως είναι και οι ίδιοι), τη Μαντάμ Σαμπβίλ, τη Μαντάμ Μαρταίν, τη Μαντάμ Ντεγκράνζ και τη Μαντάμ Ντυκλό, για να εξιστορούν στα διαλείμματα από τα όργια τις αμέτρητες εμπειρίες τους στα μπορντέλα του Παρισιού, και μαζί με αυτές έχουν προσλάβει οκτώ δυνατούς και ευπαρουσίαστους άντρες με μεγάλα πέη (fouteurs), για να συμμετέχουν στα όργια. Το αντικείμενο των οργίων είναι έφηβα αγόρια και κορίτσια, μεταξύ 12 και 15 ετών, τα οποία οι αριστοκράτες έχουν απαγάγει από οικογένειες διαφόρων κοινωνικών τάξεων και μαζί με εκείνα τα εξίσου νέα παιδιά τους και τέσσερις γυναίκες μέσης ηλικίας με άσχημα χαρακτηριστικά, για αντίθεση. Τα όργια ξεκινούν από πιο «απλά» πάθη, όπως τα ονομάζει στην αρχή της πρώτης ενότητας, και εξελίσσονται σε πιο «σύνθετα» και τελικά «εγκληματικά» και «δολοφονικά» στην τελευταία ενότητα, απαριθμώντας στο σύνολο 600 πάθη ή σεξουαλικές διαστροφές. Οι αριστοκράτες αποφασίζουν να ξεκληρίσουν τα θύματά τους, αφού έχουν κλέψει την παρθενιά τους με ποικίλους τρόπους και έχουν διαπράξει σοδομισμό μαζί τους, αφενός για πρακτικούς λόγους (μιας και δεν θα μπορούσαν απλά να τα ελευθερώσουν και να φανερωθούν έτσι τα εγκλήματά τους στην καλή κοινωνία), αλλά και γιατί θεωρούν το φόνο τη μέγιστη πράξη που προσφέρει σεξουαλική ηδονή. Η ιστορία δικαίως μας θυμίζει τα φολκλόρ του Κόμη Δράκουλα (Βλαντ Γ’ ο Παλουκωτής), της Ελίζαμπεθ Μπάτορι και του Ζιλ ντε Ρε, καθώς είναι φανερό πως λειτουργούν ως πρότυπα για το μυθιστόρημα.

Το βιβλίο του Μαρκήσιου ντε Σαντ επιβιώνει σε ημιτελή μορφή, όπως αναφέρθηκε και νωρίτερα, και έτσι μόνο το πρώτο μέρος είναι γραμμένο με λεπτομέρεια. Τα υπόλοιπα τρία μέρη του βιβλίου είναι γραμμένα, είτε ως σημειώσεις, είτε απλά σαν λίστα, την οποία ο συγγραφέας φαίνεται να έχει γράψει για λόγους δόμησης του φιλόδοξου έργου. Εκτός από τη χρησιμότητα ενός τέτοιου, πορνογραφικού στην ουσία έργου για έναν φυλακισμένο, όπως ήταν ο Μαρκήσιος την εποχή που το έγραψε, οι «120 Μέρες των Σοδόμων» είναι και μία άσκηση στη βλασφημία, και έτσι προς το τέλος του βιβλίου, σε μορφή λίστας πια, βλέπουμε σεξουαλικές πράξεις ολοένα και πιο επιτηδευμένα ιερόσυλου χαρακτήρα, μέχρι που τελικά κάνει την εμφάνισή του ο Σατανάς.

Ο Μαρκήσιος ντε Σαντ χρησιμοποιεί ένα μακάβριο χιούμορ, που ο πρωτοπόρος σουρεαλιστής, Αντρέ Μπρετόν, θα ονόμαζε αργότερα «μαύρο χιούμορ» και θα το σύγκρινε με εκείνο του Τζόναθαν Σουίφτ και του Τόμας Ντε Κουίνσυ, στο δοκίμιο, «Η δολοφονία ως μία εκ των καλών τεχνών» (1827). Ο Μαρκήσιος αλλάζει συχνά ύφος, κάποιες φορές ακόμη και στην ίδια πρόταση, ξεκινώντας με περιπαικτική διάθεση και καταλήγοντας σε απειλητική σκληρότητα. Όπως και οι χαρακτήρες του Βολταίρου, για παράδειγμα, έτσι και οι χαρακτήρες του ντε Σαντ είναι δισδιάστατοι και ψυχολογικά ρηχοί. Η φιλοσοφία του συμφωνεί με εκείνη του Γερμανού δραματουργού και μυθιστοριογράφου, Χάιριχ φον Κλάιστ, όπως αυτή περιγράφεται στο δοκίμιο, «Για το θέατρο της μαριονέττας» (1810), όπου ο στοχαστής υποστηρίζει πως οι χαρακτήρες (και κατά προέκταση οι ηθοποιοί) σε ένα θεατρικό έργο θα πρέπει να διατηρούν μία εντελώς ουδέτερη στάση, σαν μαριονέττες, για να μην τραβούν την προσοχή του θεατή από την πλοκή και τα λανθάνοντα μηνύματα του έργου. Το γεγονός ότι η κατά τα άλλα τερατώδης αυτή ιστορία χρησιμοποιεί «επίπεδους» χαρακτήρες, σαν καρτούν, της επιτρέπει να γίνεται, σε κάποια σημεία, χιουμοριστική με σκοτεινό τρόπο. Η λογοτεχνική αυτή παράδοση την οποία ακολουθεί εδώ ο Μαρκήσιος, έχει τις ρίζες της στο ηθικοπλαστικό δράμα του Μεσαίωνα (βλ. «Ο Καθένας» [1678]) και φυσικά το μνημειώδες έργο, «Γαργαντούας και Πανταγκρυέλ» (1532-1564) του Φρανσουά Ραμπελαί.

Ενώ κάποιοι θεώρησαν τον Μαρκήσιο ντε Σαντ ένα σαδιστικό κτήνος, που καταχράστηκε το προνόμιό του ως μέλος της αριστοκρατίας για να διαπράξει ανενόχλητος τα ειδεχθή εγκλήματά του, άλλοι τον είδαν σαν ένα από τα πιο ελεύθερα πνεύματα που πέρασε ποτέ από αυτό τον πλανήτη. Στη βιογραφία του, μπορεί κανείς να βρει στοιχεία για να υποστηρίξει εξίσου ικανοποιητικά και τις δύο θεωρίες, καθώς ενώ ο Μαρκήσιος είχε σεξουαλικά φετίχ παρόμοια με εκείνα των διαβολικών χαρακτήρων του στις «120 Μέρες» και καταδικάστηκε (ίσως δικαίως) για σοδομισμό και φόνο, υπάρχει και ένας άλλος ντε Σαντ, ο οποίος συμμετείχε ενεργά στον αγώνα της επαναστατημένης εργατικής τάξης μετά το 1789 και εκπροσώπησε μάλιστα, για κάποιο χρονικό διάστημα, τη Συμβατική Εθνοσυνέλευση. Η Σιμόν ντε Μποβουάρ έγραψε το κριτικό δοκίμιο, «Μήπως πρέπει να κάψουμε τον Μαρκήσιο ντε Σαντ;» (1951), στο οποίο μιλάει για την αμφιλεγόμενη κληρονομιά του συγγραφέα και καταλήγει στο συμπέρασμα ότι ακόμη κι αν το έργο του μοιάζει απειλητικό για τις ιδέες του φεμινισμού και του σοσιαλισμού, στην πραγματικότητα έχει μεγάλη αξία για όσους ασπάζονται αυτά τα ιδανικά, γιατί προέρχεται από μια φιλοσοφία απόλυτης ελευθερίας. Την ιδέα ότι ο Μαρκήσιος ντε Σαντ στην ουσία υπερασπίζεται την ενδυνάμωση των γυναικών μέσα από το έργο του, επισκέπτεται ξανά και η Άντζελα Κάρτερ, αργότερα, στο βιβλίο της «Η Σαδική Γυναίκα» (1978). Από μία άλλη άποψη, οι «120 Μέρες» είναι μία ωδή στην ηδονή και την απόλαυση, που όπως αναφέρεται και στο βιβλίο βρίσκεται πάντα κάπου αλλού και ποτέ στο παρόν. Η «ελευθεριότητα», από αυτή την άποψη, δεν είναι παρά η απόλυτη μορφή ελευθερίας, που δεν λαμβάνει υπόψη της τα ήθη και τους κανόνες που επιβάλει ο Χριστιανισμός και η εκάστοτε πολιτεία.

Η φιλοσοφία που «διδάσκει» ο Μαρκήσιος ντε Σαντ δεν μοιάζει φυσικά με εκείνη του Χέγκελ ή του Τόμας Χομπς. Ο Μαρκήσιος αρκείται σε αυτά που μπορεί κανείς να γνωρίσει με τις αισθήσεις και απέναντι στα σύνθετα συστήματα των μεγάλων φιλοσόφων της εποχής, έχει μάλλον ειρωνική στάση. Καθώς η φιλοσοφία αναγόταν πάντα στην κλασική αρχαιότητα και ιδιαίτερα το έργο του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη, ο Μαρκήσιος κάνει μερικές χιουμοριστικές αναφορές στην αρχαία ελληνική παράδοση. Στις «120 Μέρες των Σοδόμων» υπάρχουν δύο «νέες» λέξεις που ο συγγραφέας εισάγει στη Γαλλική γλώσσα. Η πρώτη, «sapphotiser», αναφέρεται στη λυρική ποιήτρια από τη Λέσβο, Σαπφώ, και στις ομοφυλοφιλικές τις σεξουαλικές προτιμήσεις. Η δεύτερη λέξη, «socratiser», αναφέρεται στον δύσμορφο πατέρα της Δυτικής φιλοσοφίας, Σωκράτη, και την παιδεραστία, ενώ έχει και μια δεύτερη, πιο χυδαία έννοια, που παραλληλίζει την μαιευτική μέθοδο του φιλοσόφου με το πρωκτικό σεξ. Τα «βρώμικα» αστεία του ντε Σαντ παραπέμπουν και πάλι στο Ραμπελαί και κατά συνέπεια στον σύγχρονό του, Βολταίρο, που ακολουθούν την ίδια παράδοση, σαν αντίδραση απέναντι στη σεμνοτυφία της κατά τα άλλα διεφθαρμένης Χριστιανικής Εκκλησίας.

Ο Μαρκήσιος ντε Σαντ σίγουρα πετυχαίνει το στόχο του να γράψει την πιο ανήθικη ιστορία στα χρονικά της λογοτεχνίας. Ακόμη και σήμερα, δεν έχει γραφτεί άλλο τόσο χυδαίο και σκληρό έπος, όσο οι «120 Μέρες των Σοδόμων», μολονότι το κίνημα του γαλλικού εξτρεμισμού στον κινηματογράφο και τη λογοτεχνία χρωστάει πολλά στον τολμηρό συγγραφέα. Η κινηματογραφική μεταφορά του βιβλίου του Μαρκήσιου από τον Πιέρ Πάολο Παζολίνι, υπό τον τίτλο «Σαλό, 120 μέρες στα Σόδομα», υπήρξε σοκαριστική όταν πρωτοκυκλοφόρησε στις αίθουσες το 1975, όμως ο Ιταλός σκηνοθέτης περνάει ένα δικό του, μαρξιστικό μήνυμα στην ιστορία. Ο Δούκας του Μπλανγκί παραλληλίζεται με τον «Ντούτσε», τον δικτάτορα, δηλαδή, Μπενίτο Μουσολίνι και το φανταστικό «Σαλό» είναι μία πόλη στην οποία κυριαρχεί ένα φασιστικό και ελιτίστικο καθεστώς. Μια τέτοια εξήγηση θα ήταν κοινότυπη και αδιάφορη για τον ντε Σαντ και μπορεί κανείς να φανταστεί μέχρι και πως θα τον εξόργιζε, καθώς προσπαθεί να δώσει ένα ηθικό δίδαγμα σε μία ιστορία που προσπαθεί με κάθε τρόπο να απελευθερωθεί από κάθε είδους ηθική. Το έργο του Μαρκήσιου συνεχίζει να σκανδαλίζει και να προβληματίζει τους αναγνώστες μέχρι και σήμερα, χάρη στη μοναδική οπτική του συγγραφέα του απέναντι σε θέματα ελευθερίας, απόλαυσης και ταξισμού, που τον απασχόλησαν σε όλη την ταραχώδη του ζωή, το ένα τρίτο της οποίας πέρασε στη φυλακή.
Δείτε το trailer της κινηματογραφικής μεταφοράς (1975) στο YouTube: