Χιονάδες Κόνιτσας, τούτος ο τόπος (που λέει και ο ποιητής) είναι βγαλμένος απο χρώμα και φως. Ανέθρεψε αγιογράφους, λαϊκούς ζωγράφους, καθώς και ξυλογλύπτες, που φιλοτέχνησαν πλήθος αγιογραφιών, ζωγραφικών έργων και περίτεχνων ξύλινων κατασκευών σε πολλά μέρη. Τούτος ο τόπος είναι ένας κήπος… με δάση και λιβάδια, με οξιές, έλατα και ρόμπολα. Ώριμα δρυοδάση, με παλιά κουφαλερά δέντρα, με παλιές δεντροφυτείες κερασιάς και δαμασκηνιάς καθώς και ανοιχτούς και κλειστούς θαμνότοπους γαύρου και κράταιγων.
Τούτος ο τόπος, καθ΄ αυγή ξεκινά ν’ ανταμώσει ξανά σε ρυάκια και χείμαρρους, να περπατήσει σε περίτεχνα γεφύρια, να συναντηθεί με πετροπέρδικες, δρυοκολάπτες, και δενδροσταρήθρες.
Οι Χιονάδες ή Χιονιάδες είναι ορεινό χωριό του νομού Ιωαννίνων. Eίναι ένα μικρό χωριό των Μαστοροχωρίων και φέρει αυτό το όνομα από πολύ παλιά, όπως μαρτυρoύν παλαιές επιγραφές. Βρίσκονται κοντά στα όρια της Ηπείρου με τη Μακεδονία και δίπλα στα ελληνοαλβανικά σύνορα. Απέχουν από την Κόνιτσα 43 χλμ. και αποτελούν έναν από τους πιο ορεινούς οικισμούς του νομού Ιωαννίνων. Είναι χτισμένο σε υψόμετρο 1.150 μέτρων στις πλαγιές του όρους Γράμμου είναι επικλινής και πλαισιώνεται από απόκρημνες κορυφές και φαράγγια. Ο πληθυσμός του χωριού δε φαίνεται να ξεπέρασε ποτέ τα 350-400 άτομα· ήταν από παλιά ένα από τα μικρότερα χωριά της επαρχίας Κόνιτσας, με τους 70 λαϊκούς αγιογραφους και ζωγράφους!
Ιστορική αναδρομή
Σήμερα οι Χιονιάδες ανήκουν στο Δήμο Μαστοροχωρίων, που δημιουργήθηκε με τη συνένωση 12 κοινοτήτων και έχει έδρα την Πυρσόγιαννη. Επί τουρκοκρατίας το χωριό άλλοτε υπαγόταν στη διοίκηση της Κόνιτσας και άλλοτε της Ερσέκας, κοντινής κωμόπολης που βρίσκεται στο έδαφος της Αλβανίας.
Οι Χιονιάδες και τα χωριά της περιοχής, φαίνεται πως δημιουργήθηκαν κάποια εποχή από ανάγκη, που επέβαλε τη συγκρότηση ενιαίας κοινότητας με συνένωση συγγενικών ομάδων, πιθανώς νομάδων. Το χωριό είχε ελάχιστους πόρους από τη γεωργία και την κτηνοτροφία, που δύσκολα κάλυπταν τις ανάγκες των κατοίκων. Το ορεινό έδαφος και η έλλειψη των απαραίτητων για τον βιοπορισμό των κατοίκων του χωριού ανάγκασαν τον ανδρικό πληθυσμό να στραφεί προς τα τεχνικά επαγγέλματα από τα πολύ παλιά χρόνια. Φαίνεται πως έφθασε στην ακμή του περί τα μέσα του 19ου αιώνα. Η μακροχρόνια αποδημία του ανδρικού πληθυσμού ήταν αναγκαία για τη συντήρηση των οικογενειών. Ασχολήθηκαν με τεχνικά επαγγέλματα και με το εμπόριο, και πολλοί διέπρεψαν στους τόπους αποδημίας τους ως μαραγκοί, χτίστες και λαϊκοί ζωγράφοι.
Οι Χιονιάδες ήταν από τα πρώτα χωριά της μεθορίου, που δέχτηκαν την εισβολή των ιταλικών στρατευμάτων το 1940. Κατά τον εμφύλιο πόλεμο, που το επίκεντρό του ήταν ο Γράμμος, οι Χιονιάδες βρέθηκαν πάλι στη δίνη και έγιναν το πέρασμα για την αναγκαστική αποδημία άμαχου, κυρίως, πληθυσμού της περιοχής προς την Αλβανία και κατόπιν στις ανατολικές χώρες. Τότε το χωριό αποδυναμώθηκε πληθυσμιακά και την περίοδο της εσωτερικής μετανάστευσης άρχισε να μειώνεται ακόμη περισσότερο ο αριθμός των κατοίκων του, ακολουθώντας τη μοίρα όλων των ορεινών περιοχών μας. Σήμερα το χωριό είναι κυρίως τόπος θερινής διαμονής των Χιονιαδιτών, που έχουν μόνιμες κατοικίες στις πόλεις. Λίγοι κάτοικοι διαμένουν πολλούς μήνες στο χωριό.
“Ζωγράφιζαν ναούς, αγιογραφούσαν εικόνες και διακοσμούσαν αρχοντικά”
Κυρίως τον 18ο και 19ο αιώνα, ακόμη και στις αρχές του 20ου αιώνα, οι αγιογράφοι του χωριού αυτού ταξιδεύουν σε όλα τα Βαλκάνια και αφήνουν αξιολογότατα έργα σε ναούς αλλά και σε κατοικίες. Ασχολούνται δηλαδή παράλληλα με την εκκλησιαστική ζωγραφική, την αγιογραφία (φορητές εικόνες, εικόνες τέμπλων, τοιχογραφίες), και με την λαϊκή – κοσμική ζωγραφική.
Οι Χιονιαδίτες ζωγράφοι περιφέρονταν στα χωριά της περιοχής, αλλά και σε μακρινότερα μέρη της Ηπείρου, φθάνοντας μέχρι και τη Βόρειο Ήπειρο, στη Μακεδονία, το Άγιο Όρος, τη Θεσσαλία και τις γειτονικές χώρες, όπου ζωγράφιζαν ναούς και διακοσμούσαν αρχοντικές κατοικίες.
Η χιονιαδίτικη ζωγραφική ασκήθηκε σε διάστημα πλέον των δυόμιση αιώνων, γι’ αυτό δεν έχει ενιαίο ύφος αλλά ακολουθεί τα αισθητικά πρότυπα της εποχής. Τα παλαιότερα έργα υπάγονται στην ύστερη φάση της μεταβυζαντινής τέχνης. Ο 19ος αιώνας, κυριαρχείται από τη λαϊκότροπη ζωγραφική και προς το τέλος του αιώνα και τις αρχές του 20ού επικρατεί η δυτικότροπη ζωγραφική.
Χιοναδίτικη ζωγραφική
Οι τοιχογραφημένοι ναοί, αποτελούν το μεγαλύτερο και ίσως το σημαντικότερο τμήμα της χιονιαδίτικης ζωγραφικής. Πολλοί ναοί είναι κατάγραφοι και η ποιότητα των τοιχογραφιών είναι τέτοια, ώστε να αποτελούν μνημεία για τη νεοελληνική λαϊκή τέχνη. Πλήθος φορητών εικόνων υπάρχουν διάσπαρτες σε πολλούς ναούς που βρίσκονται σε πολλές περιοχές της χώρας μας.
Εκείνο που κάνει ιδιαίτερη εντύπωση στα έργα τους είναι η επίδραση του ευρωπαϊκού μπαρόκ και του ροκοκό στη διακόσμηση σπιτιών και εκκλησιών, αλλά και η προσαρμοστικότητά τους στα εκάστοτε ρεύματα και ρυθμούς, φαινόμενο που δεν παρατηρείται μόνο στους Χιονιαδίτες ζωγράφους ούτε αποκλειστικά στη ζωγραφική. Θα λέγαμε ότι πολύ εντονότερο το φαινόμενο παρατηρείται στην ξυλογλυπτική.
Ειδικότερα όμως για τη ζωγραφική, η ευρεία ύπαρξη χαρακτικών προτύπων από το ευρωπαϊκό μπαρόκ και ροκοκό (λιθογραφίες και χαλκογραφίες) συνδέεται με την εμφάνιση και διάδοση ορισμένων μοτίβων, που με το χρόνο κυριαρχούν. Αυτά με τη σειρά τους αφομοιώνονται, αργά είναι αλήθεια και μετριάζονται από την έντονη παραδοσιακή αντίληψη. Η ευκινησία των μπαρόκ και ροκοκό διακοσμητικών στοιχείων, ο ρεαλισμός και η φυσιοκρατία, προσαρμόζονται πολύ εύκολα στο τοπικό λαϊκό χρώμα, αλλά και στα παραδοσιακά βυζαντινά πρότυπα.
Απο τους παλιούς στους νεότερους
Οι αρχές της χιονιαδίτικης οικογενειακής ζωγραφικής παράδοσης δεν είναι γνωστές. Η πρώτη υπογραμμένη και χρονολογημένη εικόνα στα 1747 είναι ο Άγιος Γεώργιος, στον ναό της Κοίμησης Θεοτόκου στη Βούρμπιανη, διά χηρός Κώνστα εκ κώμις Χιωνηάδες. Σε γραπτό κείμενο διασώζεται χρονολογία εικόνας ανυπόγραφης του 1744. Ακόμη υπάρχει παλαιότερη εικόνα του Αγίου Αθανασίου, έργο που μπορεί να αποδοθεί στο τέλος του 16ου ή στις αρχές του 17ου αιώνα. Η παλαιότερη χρονολογημένη επιγραφή, με το όνομα των Χιονιαδιτών Κωνσταντίνου και Μιχαήλ Μιχαήλ, που διασώζεται σε τοιχογραφία, είναι του 1770 και βρίσκεται στη Μονή Άβελ της Βήσσανης.
Η ζωγραφική τέχνη στους Χιονιάδες ασκήθηκε στη βάση της οικογενειακής επαγγελματικής ενασχόλησης. Οι ανάγκες απαιτούσαν τα νεώτερα μέλη της οικογένειας να μαθητεύουν κοντά στους έμπειρους συγγενείς τους. Έτσι τους βοηθούσαν ασχολούμενοι με τις δευτερεύουσες εργασίες και παράλληλα μαθήτευαν κοντά τους. Ανάλογα με τον βαθμό εξέλιξής τους στη ζωγραφική, συχνά γίνονταν συνεργάτες τους και τους διαδέχονταν ή έκαναν δικά τους συνεργεία με τον ίδιο τρόπο. Αλλά και στη διακόσμηση των οικιών, οι ίδιοι αγιογράφοι – ζωγράφοι μας έχουν παραδώσει καταπληκτικά έργα με παραστάσεις από τη φύση, την παράδοση, την ιστορία.
Ξυλουργοί, ξυλογλύπτες και διακοσμητές
Στους Χιονιάδες το πιο συνηθισμένο από τα τεχνικά επαγγέλματα ήταν του μαραγκού, αλλά δεν έλειπαν και άλλα που είχαν σχέση με την οικοδομή. Σε μικρότερη κλίμακα, ασκήθηκε και η τέχνη της ξυλογλυπτικής από τους καλύτερους ξυλουργούς ως εξειδίκευση. Φαίνεται πως άμεσα συνδεδεμένη με τα τεχνικά επαγγέλματα ήταν και η τέχνη της χρωματικής διακόσμησης οικιών, η οποία συχνά ασκούνταν και από τους ίδιους τους ξυλουργούς τεχνίτες, που στόλιζαν με μεράκι τα δωμάτια των αρχοντικών, στο Ζαγόρι και άλλες περιοχές.
Από το μεγάλο αριθμό των ξυλουργών ξεχώριζαν αυτοί που έκαναν τις πιο καλλιτεχνικές εργασίες. Για μερικούς από αυτούς υπάρχουν μαρτυρίες ή είναι υπογραμμένα τα έργα τους και έτσι διασώθηκαν τα ονόματά τους. Σημαντικότερος από αυτούς ήταν ο Σίμος Μαργαρίτης, που κατασκεύασε και σκάλισε περίτεχνα τέμπλα ναών στην Άρτα, στη Βούρμπιανη και αλλού. Άλλοι ξυλογλύπτες ήταν ο Γεώργιος Κ. Δημητριάδης και ο γιος του Δημήτριος. Σημαντικοί διακοσμητές και παράλληλα μαραγκοί ήταν τα αδέρφια Αναστάσιος και Κοσμάς Βούρης κ.ά., οι οποίοι δούλεψαν κυρίως στα Ζαγοροχώρια.
Ένα από τα πολύ ενδιαφέροντα είδη της διακοσμητικής τέχνης των Χιονιαδιτών ήταν και η κατασκευή και διακόσμηση των ξυλόγλυπτων και ζωγραφιστών κασελών, που δίνονταν προίκα.
Οι ξυλουργοί, όπως και οι υπόλοιποι μαστόροι της οικοδομής και οι λαϊκοί ζωγράφοι, περιφέρονταν σε όλη τη βορειοδυτική Ελλάδα, τη Β. Ήπειρο, αλλά και σε πολλά άλλα μέρη, και αναλάμβαναν κάθε είδους ξυλουργική εργασία, όπως ταβάνια κατοικιών και ναών, πόρτες, ντουλάπες, σκάλες κ.ά. Οι καλύτεροι από αυτούς σκάλιζαν και τέμπλα ναών, αρχιερατικούς θρόνους, άλλες σκαλιστές ξυλοκατασκευές και νυφιάτικες κασέλες.
Μουσείο ζωγράφων και εκδόσεις
Οι σημερινοί Χιονιαδίτες έχοντας μεγαλώσει στους απόηχους της μεγάλης πολιτιστικής δημιουργίας των προγόνων τους, συνειδητοποιούν πως πρέπει να διασωθεί και να προβληθεί το καλλιτεχνικό έργο των Χιονιαδιτών ζωγράφων. Έτσι, συσπειρωμένοι στην Αδελφότητα και τον Πολιτιστικό Σύλλογοτους, εκδίδουν από το 1998 το περιοδικό «Εκ Χιονιάδων», το οποίο έχει ήδη αφήσει το στίγμα του στο χώρο της ευρύτερης λαογραφίας και της διερεύνησης της λαϊκής ζωγραφικής του τόπου μας.
Επίσης το κτίριο του σχολείου του χωριού, το οποίο προορίζεται για τη στέγαση του Μουσείου των Χιονιαδιτών Ζωγράφων, θα διαμορφωθεί κατάλληλα, ενώ παράλληλα συλλέγονται ήδη έργα, σχέδια και ανθίβολα, έγγραφα, ζωγραφιστές κασέλες, εργαλεία και άλλα αντικείμενα των λαϊκών καλλιτεχνών του χωριού. Θα εκτεθούν σύμφωνα με τις σύγχρονες μουσειολογικές αντιλήψεις και με κατατοπιστικό τρόπο, κατόπιν σχετικής μελέτης του Αριστοτέλειου Πανεπιστήμιου Θεσσαλονίκης.
Πηγές:
- chioniades.gr/
- https://el.wikipedia.org/wiki/Χιονάδες_Ιωαννίνων
- www.diakonima.gr/2009/08/30/oi-perifimoi-chioniadites-agiografoi/
Σύνταξη κειμένου: Ευθύμιος-Σπυρίδων Γεωργίου
Επιμέλεια κειμένου: Ελευθερία Σακελλαρίου