
Από το σαράι του Καλού Πασά ελάχιστα δείγματα έχουν πλέον μείνει. ‘Ενα ιστορικό και πανέμορφο αρχοντικό που βρισκόταν μέσα στο κάστρο και έβλεπε προς τη παραλίμνια περιοχή της «Κυρά Φροσύνης». Κτίστηκε τον 18ο αιώνα από τον Χατζή Αχμέτ (Μεχμέτ) Πασά, αλλά πήρε το όνομα του από τον γιο του, Μεχμέτ Β΄, τον επονομαζόμενο και «Καλό Πασά», βαλή των Ιωαννίνων την περίοδο 1762-1775. Αργότερα και μετά την απελευθέρωση της πόλης μας το κτίριο πέρασε στην κυριότητα Ελλήνων ιδιοκτητών, χαρακτηρίστηκε διατηρητέο και φυσικά… αφέθηκε να καταρρεύσει. Στο «σαράι του Καλού Πασά» διαδραματίστηκαν πολλά από τα τραγικά γεγονότα, τις ίντριγκες και τις δολοφονίες που συνέβησαν στην πόλη μας το δεύτερο μισό του 18ου αιώνα. Ένα λουτρό αίματος, μεταξύ των μελών της ίδιας οικογένεια, που ως στόχο είχε την εξουσία της πόλης μας.
Τα αιματηρά αυτά γεγονότα μας τα εξιστορεί ο Κώστας Νικολαΐδης στο βιβλίο του για τα Γιάννινα: “Το σεράι του πασιά Καλού”.
Εμείς θα σταθούμε στο μεγάλο τούρκικο αρχοντικό του πασιά Καλού. Τούρκικο σεράγι του 18ου αιώνα με ευρύχωρη αυλή κλεισμένη ολόγυρα με τοίχο ψηλό, όπως όλα τα τούρκικα αρχοντικά του παλιού καιρού. Τούτο το τούρκικο αρχοντικό, κλείνει μέσα του όλα τα στοιχεία, πολιτικά, κοινωνικά και οικονομικά της τούρκικης φεουδαρχίας, όταν ήδη βρίσκονταν προς το τέλος της σήψης και της παρακμής της.
Εδώ μέσα σε τούτο το κλειστό και ακατοίκητο αρχοντικό των παισιάδων, πίσω από τους τοίχους, μέσα στους μεγάλους οντάδες με τα περίτεχνα σκαλιστά ταβάνια, τα καφασωτά παράθυρα, τους σοφάδες και τους τάπητες, τις υπόγειες καταπακτές, ως τις ισκιωμένες βεράντες με το ερειπωμένο κιόσκι που ακουμπάει επάνω στο τείχος του φρουρίου προς τα νερά της λίμνης, διαδραματίστηκαν μια σειρά από οικογενειακά δράματα, έρωτα, πάθους και φιλοδοξίας, που συνθέτουν ένα κύκλο αρχαίας ελληνικής τραγωδίας, πλήρη και συγκλονιστικό. Ας τον ονομάσουμε από τη γενιά της οικογένειας «Κύκλος των Ασλανιδών».
Η οικογένεια των Ασλανιδών πασιάδων, κυβέρνησε με κληρονομικό δικαίωμα το πασαλίκι των Γιαννίνων επί δύο αιώνες. Από το 1600 με τον Ασλάν παισιά τον Α’ και τελειώνει στα 1788 που καταλαμβάνει το Κάστρο ο Αλβανός Αλή Τεπελενλής. Σε τούτο το σεράγι πέρασε από την πορτοπούλα που βγαίνει στην παραλία της Κυρά Φροσύνης μια νύχτα του Νοέμβρη στα 1788 ο Αλήπασιας. Ένα καΐκι από το Πέραμα τον έφερε κρυφά με τα παλικάρια του και πήρε για γυναίκα του τη χήρα Ζουλεϊχά, από σόι αρχοντικό τούρκικο της Γιαννιώτικης φεουδαρχίας και νύφη της δυναστείας των Ασλανιδών. Τον πήρε για άντρα της η Ζουλεϊχά η αρχόντισσα, αυτόν τον κλέφτη, τον άξεστο, τον Αρβανίτη, αφού της έδωσε υπόσχεση πως θα εξοντώσει την Αϊσέ, την αδερφή του άντρα της, που δε δίστασε η άθλια, για να κυβερνήσει ο άντρας της, να βάλει τον εραστή της να δηλητηριάσει τον ανεψιό της, παιδί του αδελφού της.
Ας ιδούμε τα πρόσωπα αυτής της τραγωδίας που παίχτηκε σε τούτο το σεράγι. Είναι πρώτος ο πασιά – Καλός, της δυναστείας των Ασλανιδών, ο βαλής των Γιαννίνων από το 1762 έως τα 1775. Όμορφος άντρας με ωραία χαρακτηριστικά. Λεπτά και μακριά δάχτυλα. Μεγάλο και ξανθό μουστάκι, μύτη κλασικής ομορφιάς και μεγάλα γαλανά μάτια. Η γυναίκα του ήταν χριστιανή από το Ζαγόρι και ο Μεχμέτ, αυτό είναι το όνομα του, τη λάτρευε. Απόδειξη: στον αδελφό της Μαρούτση, χάρισε ολόκληρο χωριό τη Ζέλοβα (Βουνοπλαγιά) κτήμα του. Πέθανε νέα η γυναίκα του, αφήνοντας ένα μοναχοπαίδι το Μεχμέτ μπέη, αυτόν που πήρε αργότερα τη Ζουλεϊχά και τον εσκότωσε η Αϊσέ. Αγαθός άνθρωπος και κυβερνήτης ο Μεχμέτ πασιάς και πολύ γενναιόδωρος, αφού χάρισε δυο χωριά κτήματα στο χριστιανό δάσκαλο του γιου του, του αδικοχαμένου. Τα χωριά Κόντσικα και Λιόκου (Ασβεστοχώρι).

Για το όνομα πασιά Καλός υπάρχει η εξής ιστορία: Κλήθηκε να παραστεί ως βαλής στην Πόλη να τον γνωρίσει ο σουλτάνος. Την τούρκικη γλώσσα δεν την γνώριζε. Και όπως όλοι οι Τουρκογιαννιώτες. Στις ερωτήσεις που του έκανε ο σουλτάνος για τον τόπο που κυβερνάει, για το βιλαέτι, για τους ανθρώπους, απαντούσε με τη Γιαννιώτικη φράση «πασά καλό έδωσεν ο θεός, πασά καλό». Ο σουλτάνος εντυπωσιάστηκε και του είπε «Σεν πασά καλό» εσύ είσαι πασάς καλός. Ο σουλτάνος τον προβίβασε σε ηγεμόνα (Μπεϊλέρμπεη) Ρούμελης, Ηπείρου, Αλβανίας. Και τότε έχτισε τούτο το μεγάλο σπίτι που γνώρισε στη συνέχεια το φοβερό κύκλο του αίματος.
Αδελφή του πασιά Καλού ήταν η Αϊσέ. Φιλόδοξη γυναίκα με αχαλίνωτα πάθη. Σαν παντρεύτηκε με το Σουλεϊμάν της ίδιας οικογένειας των Ασλανιδών, μια ιδέα κυριαρχούσε μέσα της. Να ανεβάσει στο Γιαννιώτικο θρόνο το Σουλεϊμάν και να την ειπούν και αυτή πασίνα. Στα παρασκήνια οργανώνει κόμμα δικό της, από Τούρκους γαιοκτήμονες, από προύχοντες, χριστιανούς, προεστούς του Ζαγορίου. Μέσα σ’ αυτή την ατμόσφαιρα του μίσους και των φιλοδοξιών, γίνονται οι γάμοι του μοναχογιού του πασιά Καλού, του Αχμέτ μπέη με την ωραία Ζουλειχά, κόρη του στρατιωτικού διοικητή των Γιαννίνων, μιας από τις ισχυρότατες τουρκογιαννιώτικες οικογένειες.
Πίσω από τα καφάσια του χαρεμιού η καρδιά της σεμνής και ψυχικά καλλιεργημένης πασιοπούλας, της ωραίας Ζουλεϊχά, θα είχε χτυπήσει ζωηρά για το διάδοχο του ηγεμονικού θρόνου των Γιαννίνων, τον Αχμέτ μπέη. Η Αΐσέ με το γάμο αυτό του ανεψιού της, βλέπει να συντρίβονται τα φιλόδοξα σχέδια. Η λύσσα της τρώει την καρδιά. Να βλέπει τη Ζουλεϊχά πρώτη πασίνα στα Γιάννινα. Αυτό ποτέ δε θα γίνει. Βρίσκει το όργανο των εγκληματικών της αποφάσεων. Είναι το προγόνι της. Ο γιος του άντρα της Σουλεϊμάν. Είναι ο Καρά Χουσείν, ο Καραχούσιος, ο δραστής της. Στο κρεβάτι της ακολασίας παίρνεται η απόφαση. Να βγει από τη μέση ο ανεψιός της και γιος του πασιά Καλού. Το δηλητήριο σε ενέργεια. Και τότε, μετά το θάνατο του Αχμέτ μπέη, ο πατέρας του ο ηλικιωμένος πασιάς δε θ’ αντέξει τη συμφορά. Και ο δρόμος για το θρόνο ανοίγεται στον πατέρα του, τον Σουλεϊμάν. Έτσι και έγινε. Ο Κάρα – Χουσείν δηλητηριάζει το πασόπουλο. Ο πασιά Καλός αποσύρεται από την αρχή εξουθενωμένος. Και την αρχή του Κάστρου καταλαμβάνει ο Σουλεϊμάν και η Αϊσέ ονομάζεται πασίνα.
Α! Τι κατάντια! Ο περίδοξος θρόνος των Ασλανιδών που διαδέχτηκε το δεσποτάτο της Ηπείρου να πέφτει στα χέρια των ασήμαντων Σουλεϊμάνηδων. Να γίνεται κέντρο σκοτεινό φόνων και ακολασίας. Και να χάνει την αίγλη και τη δύναμη του! Και η κατάσταση της ηγεμονίας, από το κακό στο χειρότερο. Από επάνω από την Αλβανία, από το Τεπελένι κατεβαίνει ο Αλής Τεπελενλής.
Η Αϊσέ η πασίνα, καταλαβαίνει ποιος είναι ο στόχος του Αλή. Το Κάστρο των Γιαννίνων. Το Κάστρο το ξακουστό. Είναι ανήσυχη. Από τον άντρα της το Σουλεϊμάν δεν περιμένει τίποτε. Χρειάζεται να σταθεί στό θρόνο ένας άντρας ισχυρός. Μια γερή ράτσα. Ένας Αρβανίτης να φράξει το δρόμο στον Αλή. Και βρίσκει τον άντρα που της χρειάζεται. Είναι ο Αληζότ, ο καφετζής του παλατιού. Ωραίος, λεβέντης, αρβανίτης από το Αργυρόκαστρο.

Τον είδε, τον πλησίασε, ξύπνησε μέσα το αισθησιακό της πάθος. Το ίδιο έκανε και ο νεαρός Αρβανίτης. Από τις πρώτες επαφές, τόλμησε και έφθασε στα άκρα. Η Αϊσέ η πασίνα στο κρεβάτι του. Όμως η Αϊσέ, αν και ήταν μια φλογερή ιδιοσυγκρασία, ήταν επίσης και ένας δυνατός, φιλόδοξος χαρακτήρας. Δεν τον θέλει μόνο να μοιράζεται το κρεβάτι μαζί του. θέλει και σκέπτεται να σώσει το θρόνο, να εξασφαλίσει την ηγεμονία στους Ασλανίδες. Να μη χαθεί η δόξα, ο πλούτος, τα παλάτια, τα σεράγια. Να φράξει το δρόμο σ’ αυτό τον άξεστο ληστή των βουνών, τον Αλή. Και αυτό δεν μπορεί να γίνει με τους ξεπεσμένους Ασλανίδες, όπως είναι ο άντρας της ο Σουλεϊμάν.
Από τη στιγμή εκείνη που ωρίμασαν μέσα της οι σκέψεις αυτές, ο Σουλεϊμάν ο άντρας της και ανεψιός της από πρώτο εξάδελφο, ήταν χαμένος. Όπως και ο γιος του, ο Κάρα – Χουσείν, ο προγονός της, ο δολοφόνος του μοναχογιού του πασιά Καλού. Στα σχέδια της για την αντικατάσταση του Σουλεϊμάν με τον Αληζότ τον Αργυροκαστρίτη, συμφωνεί και μια μεγάλη μερίδα των Τούρκων προυχόντων των Γιαννίνων, που ήταν τρομοκρατημένοι από την προσέγγιση του Αλή. Ο Αληζότ και η Αϊσέ, ήταν η τελευταία τους σωτηρία.
Και τότε, καλούν στο σεράγι του Κάστρου τον αεικίνητο, το δραστήριο Νούτσο Κοντοδήμο τον προεστό του Ζαγορίου, από το Βραδέτο, να τους βοηθήσει με τα μέσα και τις γνωριμίες του. Ο Κοντοδήμος, παραιτείται από την προεστεία, πάει στην Πόλη και προκαλεί την αποστολή ειδικού δήμιου για τον αποκεφαλισμό του Σουλεϊμάν. Μπροστά στο Διοικητήριο, διαβάζεται το φιρμάνι και αποκεφαλίζεται ο Σουλεϊμάν.
«Ποιος θέλ΄ ν’ ακούσει ακούσματα και μαύρα μοιρολόγια
ας πάγει μέσ’ στα Γιάννινα αντίκρ’ από το Κάστρο,
ν’ ακουρμαστεί την πάσαινα, τη Σουλεϊμάν πασίνα,
που σκούζει και μοιρολογάει και χύνει μαύρα δάκρυα.
Γυναίκες απ’ τα Γιάννινα, κυράδες απ’ το Κάστρο,
να βγάλετε τα κόκκινα, τα μαύρα να ντυθείτε,
τον Σουλεϊμάν εκόψανε οπ’ ήτανε βεζύρης,
βεζύρης μέσ’ στα Γιάννινα και βοϊβόντας στην Άρτα».
Η φοβερή Αϊσέ, κλαίει και θρηνεί υποκριτικά. Ο λαός γελάστηκε από τα υποκριτικά μοιρολόγια. Τώρα στο θρόνο των Ασλανιδών ανεβαίνει ο νεαρός εραστής της Αϊσέ, ο Αργυρσκαστρίτης καφετζής. Η Αϊσέ, η χήρα πασίνα ορίζει τους γάμους της με τον Αληζότ και προσκαλεί όλη την αρχοντιά και τον καλό κόσμο του Κάστρο των Γιαννίνων. Και μαζί με τους άλλους και το Νούτσο Κοντοδήμο από το Βραιδετο. Είχε άλλα με το νου της η πασίνα. Φοβόταν το Νούτσο Κοντοδήμο που ήξερε τόσα μυστικά από τη συνωμοσία της.
Ξεκινάει από το Βραδέτο ο άρχοντας του Ζαγορίου για τους γάμους της Αϊσέ. Η Σιάνα η αδελφή του, στεκόταν δίπλα σκυθρωπή και αμίλητη. Είχε κακή προαίσθηση. Τον παρακαλεί να μην πάει στους γάμους. Κάτι κακό θα πάθει. Ο Νούτσος Κονταδήμος, θέλει να πάει. Φοβάται κιόλας μήπως παρεξηγηθεί η απουσία του. Καθώς μπήκε στον οντά, όπου καθόταν οι επίσημοι, είδε ανάμεσα τους και τον Αλέξη Μίσιο, αντίπαλο του και διάδοχο του στην προεστεία του Ζαγορίου. Φίδια τον έζωσαν. Προχώρησε όμως μέσα. Ξαφνικά βρέθηκε στα υπόγεια. Το πάτωμα είχε υποχωρήσει και κάτι βαρύ τον χτύπησε στο κεφάλι. Ο γάμος συνεχίζεται. Οι προσκαλεσμένοι έρχονται. Κανένας δε μιλάει για τον άρχοντα του Ζαγορίου, που χάνεται μπροστά στα μάτια τους. Μόνο το Ζαγόρι, σαν πήγαν τα μαύρα χαμπέρια θρηνεί:
Τ’ είν’ το κακό που γίνεται στο δόλιο το Ζαγόρι
τον προεστώτα σκότωσαν το Νούτσο Κοντοδήμο
που ήταν κορώνα τσ’ αρχοντιάς, ο’ όλο το βιλαέτι.
Δε στο ‘ειπα Νούτσο μ’ αδερφέ να κάυσεις μετ’ εμένα
Δε μ’ άκουσες κι εκίνησες στα Γιάννινα και πήγες
να προσκυνήσεις Τούρκισσα τη Σουλεϊμάν πασίνα.
Κι αυτή για ευχαρίστηση σούκοψε το κεφάλι
και το ‘ριξε στα χώματα για να το φαν οι σκύλοι.
Αναθεμά σε πάσινα και τρισαναθεμά σε
κι αυτόν τον Αληζότ αγά που πήρες στο πλευρό σου.
Στο μεταξύ στο Κάστρο και στα Γιάννινα η κατάσταση όσο πάει και χειροτερεύει. Ύστερα από τον αποκεφαλισμό του Σουλεϊμάν και τους γάμους με τον Αληζότ, ξέσπασαν βίαιες συγκρούσεις μεταξύ των φεουδαρχών και ευγενών μουσουλμάνων, μέρα μεσημέρι μέσα στους δρόμους. Στη διχόνοια αυτή, αφορμή στάθηκε η προπαγάνδα του Αλήπασια, αλλά και τα αισθήματα αποτροπιασμού για τις μοιχείες, τις παιδοκτονίες, τις αναξιοπρέπειες μιας γυναίκας, της πασίνας, που ενώ έτρεχε μέσα της το αίμα των Ασλάν, είχε ξεπέσει στο σημείο να αναδείξει βεζύρη έναν Αρβανίτη καφετζή. Και να, που ο Αλής εμφανίζεται με το στρατό του μπροστά στα Γιάννινα. Ο Αλής φθάνει στο Μπισντούνι. Στα σεράγια των μπέηδων και των πασιάδων, επικρατεί σύγχυση, απόγνωση.
Ο κόσμος κρύβει τα χρυσαφικά του και πολλοί ετοιμάζονται να φύγουν. Αποσπάσματα από ένοπλους κατευθύνονται προς την έξοδο της πόλης, προς την Προσκύνηση, προς τα Ζευγάρια. Διατάζεται τοπική επιστράτευση και οι Τουρκογιαννιώτες συγκεντρώνονται μπροστά στους στρατώνες. Οι αποθήκες άνοιξαν και μοιράζονται πυρομαχικά. Πολλοί Τούρκοι κλείνονται μέσα στο Κάστρο, αλλά και αυτό είναι ερειπωμένο. Στις πολεμίστρες δεν υπήρχαν πια, παρά μονάχα κανόνια για τις γιορτές και ‘τα ραμαζάνια.
Ο Αληζότ, ο βεζύρης, ο άντρας της Αϊσέ, απουσίαζε. Αλλά και να ήταν, ποιος τον λογάριαζε; Τότε οι Τούρκοι οι φεουδάρχες, μπροστά στον κίνδυνο ομονοήσαντες συνέρχονται σε σύσκεψη, μαζεύουν στρατό και με αρχηγό τον Ασήμ μπέη, πρώτο εξάδελφο της Ζουλεϊχά, εκστρατεύουν κατά του Αλή. Η Αϊσέ η πασίνα παραγκωνίζεται. Και η αντίζηλος της η Ζουλεϊχά η χήρα που της σκότωσε τον άντρα, βγαίνει στο φως.

Ήταν ανάγκη να πάρει την αρχηγία ο Ασήμ μπέης. Γενναίος, με επιβλητικό παράστημα, έξυπνος, βαθύπλουτος μπέης, με πλήθος τιμάρια και περήφανος. Στην Προσκύνηση και στους λόφους της Καραβατιάς άρχισε το ντουφεκίδι. Τουρκογιαννιώτες με τους Αρβανίτες. Η μάχη γενικεύεται ως το Ροδοτόπι, στον κάμπο της Ζέλοβας. Οι Τουρκογιαννιώτες υποχωρούν. Ο Αλής με το στρατό του φθάνει στα γύρω υψώματα. Χινοπωριάτικη νύχτα βροχερή σκεπάζει τα Γιάννινα. Τούρκοι και Εβραίοι κλείνονται στο Κάστρο. Οι χριστιανοί καταφεύγουν στη Μητρόπολη. Ο Αλής, ξημερώνει και η άλλη μέρα και δε μπαίνει στα Γιάννενα. Ούτε και την άλλη. Δε θέλει να μπει με πόλεμο. Συσκέψεις και διαβούλια με τους φίλους του.
Ο Νούτσος Καραμεσίνης, παλιός του φίλος, μεγάλος και δυνατός, πάμπλουτος, προτείνει συμβιβασμό με τους Τουρκογιαννιώτες. Ο Νούτσος ήξερε καλά τα ιδιαίτερα στη γενιά των Ασλανιιδών που κυβερνούσαν. Γνώριζε το βίο και την πολιτεία της Αϊσέ. Γνώριζε την πονεμένη καρδιά της χήρας Ζουλεϊχά, που είχε φαρμακώσει τον άντρα της η Αϊσέ, που σήμερα θα ήταν Βαλής της πόλης. Γνώριζε το φοβερό μίσος της Ζουλεϊχά και το άσβηστο πάθος για εκδίκηση. Και οι Γιαννιώτες Τούρκοι άρχοντες ήταν με το μέρος της. Δεκατρία χρόνια ζούσε στη χηρεία, φορώντας τα μαύρα και περιμένοντας τη μέρα που θα εκδικηθεί. Της έφερναν τους καλύτερους μπέηδες για γαμπρούς. Δεν ήθελε να παντρευτεί.
Τώρα, όλοι σκέπτονται πως είναι ανάγκη η Ζουλεϊχά να πεισθεί και να παντρευτεί τον Αλή από το Τεπελένι. Και σαν γίνει αυτός ο γάμος, η Αϊσέ με τον Αρβανίτη άντρα της, είναι χαμένοι. Ο Αλής δέχτηκε να πάρει γυναίκα τη νύφη του πασιά Καλού. Η γενιά των Ασλανιδών ήταν γνωστή στη πόλη. Και ο Νούτσος Καραμεσίνης πήρε την έγκριση… Η Ζουλεϊχά δέχτηκε, γιαπί διψούσε για εκδίκηση. Και μια νύχτα του Νοέμβρη, ένα καΐκι από το Πέραμα, έφερε τον Αλή κρυφά με τα παλικάρια του άκρη – άκρη του βράχου. Από την πορτοπούλα πέρασε μέσα στο αρχοντικό του πασιά Καλού ο Αλής και παντρεύτηκε τη Ζουλεϊχά!
Είναι το 1788. Η Ζουλεϊχά του ζήτησε να της υποσχεθεί πως θα εξαφανίσει από το πρόσωπο της γης την αιμοβόρα και ακόλαστη Αϊσέ και τον Κάρα Χουαείν το δολοφόνο του άντρα της. Ο Αλής έδωσε την υπόσχεση. Και σαν έγινε βαλής στα Γιάννινα και πήρε στα χέρια του το Κάστρο, λησμόνησε την υπόσχεση. Η Αϊσέ με τον Αλή ταίριαζαν σε πολλά. Η Αϊσέ είχε δύναμη ακόμα και γνωριμίες στην Πόλη. Είχε και πλούτη. Του Κάρα – Χουσείν εύκολο είναι να πέσει το κεφάλι.
Γέρασε και ξέπεσε η Αϊσέ λησμονημένη. Η Ζουλεϊχά και μετά το γάμο, περιμένει την εκδίκηση, για να βγάλει τα μαύρα. Και η εκδίκηση δεν έρχεται. Ο Αλής είναι πια ο παντοδύναμος βεζύρης, χωρίζει τη Ζουλεϊχά που γέρασε και παντρεύεται άλλη. Αυτό είναι το στοιχειωμένο σπίτι που αίματος και του πάθους, το σεράγι του πασιά Καλού.
Πηγή:
Σύνταξη κειμένου: Μίλτος Γήτας
Επιμέλεια κειμένου: Ελευθερία Σακελλαρίου