Πέτρινα σπίτια, λιθόκτιστα καμπαναριά, ομοιόμορφα λιθόστρωτα δρομάκια και παραδοσιακές βρύσες. Αλλά και η «μοναξιά» του χειμώνα, και το «αντάμωμα» του καλοκαιριού συμπληρώνουν την ορεινή γοητεία του χωριού Μόλιστα.
Η Μόλιστα είναι χωριό της Πίνδου. Βρίσκεται στις υπώρειες του Σμόλικα 28 χλμ. μετά την Κόνιτσα στο δρόμο Ιωαννίνων-Κοζάνης. Είναι χτισμένη σε υψόμετρο 840μ, σε πυκνοδασωμένη πλαγιά του όρους Κλέφτης. Πρόκειται για το κεντρικό χωριό, στο οποίο παλιότερα και έως το 1926 ανήκαν και τα διπλανά χωριά: Γαναδιό και Μοναστήρι. Λέγεται πως αρχικά και τα τρία χωριά ήταν ενωμένα σε ένα οικισμό με το όνομα Μόλιστα.
Η Μόλιστα βρίσκεται μέσα στα όρια της Προστατευόμενης Περιοχής Βόρειας Πίνδου. Το χωριό δεν κατοικείται το χειμώνα, ωστόσο λειτουργεί ξενώνας όλο τον χρόνο. Τη θερινή περίοδο ο πληθυσμός του απαρτίζεται κυρίως από συνταξιούχους και κατοίκους των αστικών κέντρων. Χαρακτηρίζεται από ιδιαίτερο αρχιτεκτονικό πλούτο και αξιόλογα αρχοντικά, ενώ πολιούχος της Μόλιστας είναι ο Άγιος Νικόλαος. Χαρακτηριστική είναι η βρύση στην είσοδο του χωριού.
Το πανηγύρι του χωριού πραγματοποιείται κάθε χρόνο στις 15 Αυγούστου. Αποτελεί ομώνυμο Τοπικό διαμέρισμα στο Δήμο Κόνιτσας και έχει σήμερα 23 μόνιμους κατοίκους, σύμφωνα με την τελευταία απογραφή του 2011. Γειτνιάζει με το Μοναστήρι και το Γαννάδιο.
Πρώτοι κάτοικοι οι Μολοσσοί
Το χωριό δεν είναι γνωστό πότε ιδρύθηκε. Πιστεύεται, ότι πιθανότατα είναι 3.000 ετών, όπως φαίνεται από ληκύθους, που έφερε στο φως η αρχαιολογική σκαπάνη και περιέχουν τέφρα. Από τα ίδια ευρήματα πιθανολογείται, ότι οι πρώτοι κάτοικοι του οικισμού ήταν Μολοσσοί. Άλλες εκδοχές κάνουν λόγο για κατοίκηση του χωριού μεταγενέστερα, στα βυζαντινά χρόνια και το 17ο αιώνα. Για την ονομασία, λέγεται πως αυτή προήλθε από το Μολοσσία, ενώ άλλες εκδοχές θεωρούν την ονομασία του χωριού αλβανικής ή σλάβικης προέλευσης.
Η προφορική παράδοση αναφέρει, ότι οι κάτοικοι της Μόλιστας είναι εξελληνισμένοι βλάχικοι πληθυσμοί που έλκουν την καταγωγή τους από το Σκαμνέλι του Ζαγορίου απ’ όπου εκδιώχθηκαν από έναν πασά τον 17ο αιώνα. Στο παρελθόν η Μόλιστα μαζί με το Μοναστήρι και το Γαννάδιο αποτελούσαν μια ενιαία κοινότητα, που διαιρέθηκε αργότερα σε τρεις ξεχωριστές. Από το 1999 με το Σχέδιο Καποδίστριας και οι τρεις κοινότητες αποτελούν τοπικά διαμερίσματα (τοπικές κοινότητες με την νέα ορολογία). Από τη Μόλιστα κατάγονται ορισμένοι από τους πιο φημισμένους μαστόρους και το χωριό αποτελεί ένα από τα πιο γνωστά “Μαστοροχώρια” της Κόνιτσας. Το 1870 κατασκευάστηκε η “Σπυριδώνειος Σχολή” (κληροδότημα ευεργετών) η οποία λειτούργησε ως “Παρθεναγωγείο” το 1930.
Το τσίπουρο και οι μάστοροι της πέτρας
Η οικονομία του χωριού ήταν σχετικά αυτάρκης. Η ντόπια φυτική και ζωική παραγωγή προϊόντων προορίζονταν αποκλειστικά για αυτοκατανάλωση, εκτός από την παραγωγή κρασιού και τσίπουρου προπολεμικά, το οποίο αποτελούσε ισοδύναμο του χρήματος και ανταλλάξιμο με άλλα αναγκαία διατροφικά προϊόντα (λ.χ. ελαιόλαδο). Οι γεωργικές αυτές δουλειές γινόταν ως επί το πλείστον από τον γυναικείο πληθυσμό του χωριού που είχε παράλληλα επωμιστεί και τη φροντίδα των νοικοκυριών. Με τοπικό φαγητό τη γιοματιά (με εντόσθια κατσικιών ή αρνιών).
Κυρίως λόγω της στενότητας των πόρων και του εξαιρετικά άγονου εδάφους τα κυριότερα επαγγέλματα για τους άντρες ήταν αυτά των μαστόρων της πέτρας και των εμπόρων, που υπήρξαν μετανάστες κυρίως στην Αίγυπτο και τη Ρουμανία.
Σήμερα, ελάχιστες δραστηριότητες έχουν απομείνει, όπως η μελισσοκομία, η καλλιέργεια κηπευτικών, η κτηνοτροφία και η υποδοχή επισκεπτών-τουριστών στον μοναδικό ξενώνα του χωριού. Αρκετά αναπτυγμένη ήταν και μέχρι πρόσφατα η οικοδομική δραστηριότητα τους θερινούς μήνες, κυρίως λόγω επισκευής παλαιών.
Το πιο επιβλητικό κτίσμα είναι αυτό του Αγίου Νικολάου, ενός μεσαίου μεγέθους ναού, με εντυπωσιακά εσωτερικά ξύλινα τέμπλα, που σκαλίστηκαν από Μετσοβίτες ξυλουργούς. Ο ναός οικοδομήθηκε το 1878 κατόπιν δωρεάς του Μολιστινού ευεργέτη Γέγιου. Η Μόλιστα, (μαζί με το Γαναδιό και το Μοναστήρι) αποτελούν τα 3 καλύτερα διατηρημένα παραδοσιακά χωριά της περιοχής, τα οποία συγκεντρώνουν ιδιαίτερα αξιόλογα δείγματα λαϊκής αρχιτεκτονικής.
Πετρόχτιστα Γεφύρια – Δίοδος Επικοινωνίας
Υπάρχουν 2 παλιά μονότοξα γεφύρια: Το γεφύρι του Βουρκοπόταμου που ένωνε το χωριό με τις αγροτικές εκτάσεις και το γεφύρι του Κρυονερίου που ένωνε τα χωριά με την Κόνιτσα. Δίπλα σ’ αυτό βρισκόταν το χάνι του Βέργου. Ο οικισμός διαιρείται σε 3 γειτονιές ‘μαχαλάδες’: το Γανναδιό, τη Μεσσαριά και το Μποτσιφάρι ή Μοναστήρι. Οι 3 οικισμοί προέκυψαν από έναν αρχικό οικισμό.
Τα κτίσματα είναι κατασκευασμένα από πέτρα και ξύλο. Η δομή του οικισμού είναι πυκνή. Το ορθογώνιο αποτελεί το βασικό σχήμα της κάτοψης των σπιτιών, με την μακριά πλευρά του παράλληλη προς το δρόμο. Το σπίτι ήταν ισόγειο ή διώροφο με “ανώι” και “κατώι”. Το ανώι προορίζονταν ως χώρος κατοικίας, ενώ το κατώι για τα ζώα και ως χώρος αποθήκευσης τροφίμων και κρασιού (στο κελάρι, το οποίο ονομάζονταν “μπίμσα”). Η μπίμσα παλιότερα χρησίμευε ως κρυψώνα.
Οι χώροι του ανωγιού ήταν η κρεββάτα (μεγάλος χώρος για συγκεντρώσεις), ο οντάς (δωμάτιο υποδοχής), η γωνιά (μικρό καθημερινό δωμάτιο) και το μαντζάτο. Γύρω από το σπίτι υπήρχε αυλή με ψηλό μαντρότοιχο. Δεξιά και αριστερά της εξωτερικής εισόδου της αυλής υπήρχε πέτρινο πεζούλι για να κάθονται οι γυναίκες στον ελεύθερο χρόνο τους.
Μέσα στην αυλή υπήρχαν τα βοηθητικά κτίσματα του σπιτιού: ο φούρνος, το υπόστεγο, το “χαλέ” (αποχωρητήριο) και ενίοτε, το “καζαναριό” για την απόσταξη της ρακής. Το χαγιάτι δεν συνηθιζόταν, ως μορφολογικό στοιχείο, και η αυλή αποτελούσε τον κύριο χώρο των καθημερινών δραστηριοτήτων. Τα κτίρια είχαν φρουριακό χαρακτήρα με λίγα ανοίγματα (λόγοι προστασίας). Στο χωριό υπάρχουν και έχουν ανακαινισθεί πολλά παραδοσιακά αρχοντικά.
Κοινωνική οργάνωση
Κλειστή κοινωνική οργάνωση με αυστηρά ήθη και έθιμα. Υπήρχε κοινωνική ιεραρχία με τους άντρες και τους γέρους σε πλεονεκτική θέση. Η τοπική παραδοσιακή ενδυμασία του χωριού είναι ιδιαίτερη και ονομάζεται “χωρικός”. Οι άντρες φορούσαν άσπρο πουκάμισο και «δίμ’το τσπούνι» (είδος γιλέκου) και πάνω από αυτό φορούσαν το «σουρντούκο» (σακκάκι φτιαγμένο από δίμ’το).
Για παντελόνια είχαν μαύρα ή κάτασπρα σαλβάρια, κάλτσες λευκές και μάλλινες με ζάβες εξωτερικές και για παπούτσια φορούσαν χοντρά τσαρούχια με μαύρες φούντες. Όλοι τους το χειμώνα αντί για μάλλινο παλτό, έριχναν επάνω τους το «ταλαγάνι» που τους προφύλαγε από το κρύο και το χιόνι.
Οι γυναίκες φορούσαν στο κεφάλι το «καλιμκέρι», ένα μαντήλι μάλλινο ή βαμβακερό με λουλούδια. Στο μέτωπο είχαν φλουριά και σούλτες. Το φουστάνι ήταν μακρύ με χρώματα πράσινα, γαλάζια και άσπρα με υπέροχα καγκέλια. Από πάνω φορούσαν την ποδιά, που ήταν κεντητή με λουλούδια στις νέες κι απλή στις γριές.
Το «ζ’νάρι» ήταν (πέτσινο ή υφασμάτινο) πλάτους15-20 εκ. στολισμένο με «μαναστούλια» (χάντρες μικρές). Από πάνω φορούσαν την κάπα από μαύρο «δίμ’το» με κεντητά στολίδια. Για υποδήματα φορούσαν δερμάτινα τσαρούχια με τη μαύρη φούντα και «τιλτίνια» στις γιορτές. Η γυναικεία παραδοσιακή φορεσιά διατηρήθηκε μέχρι το 1950, περίπου. Χαρακτηριστικό γνώρισμα ήταν η λιτότητα και η έλλειψη στολιδιών.
Αξιόλογη μουσική παράδοση
Η τοπική μουσική παράδοση είναι αξιόλογη στη Μόλιστα, τόσο ώστε φημίζεται για ορισμένους από τους μουσικούς της. Βασικό όργανο είναι το κλαρίνο, το οποίο συνοδεύεται από λαούτο, βιολί και ντέφι.
Οι κυριότερες χορευτικές περιστάσεις ήταν τα πανηγύρια, οι γάμοι, οι μεγάλες θρησκευτικές γιορτές, οι ονομαστικές γιορτές, οι Απόκριες και τα ζαφέτια. Γλέντια γίνονταν και στον τρύγο, στα καζάνια και σε διάφορες άλλες αγροτικές δουλειές αλλά και πριν φύγουν οι κουδαραίοι (κτιστάδες), συνήθως μετά τις Απόκριες.
Ζαφέτια. Το γλέντι που συνόδευε την επιστροφή κάποιου ξενιτεμένου. Γίνεται σε κάποια τοποθεσία του χωριού, στην ύπαιθρο. Συμμετέχουν μόνο οι άντρες. Χορός. Γίνεται σε μονό ή διπλό κύκλο. Στο μονό οι άντρες χορεύουν μπροστά και οι γυναίκες ακολουθούν, ενώ στον διπλό οι άντρες είναι στον έξω κύκλο. Τα βήματα των χωρών είναι απλά, στρωτά και βαριά, εξαιτίας και των κλιματολογικών και εδαφολογικών συνθηκών. Τοπικοί χοροί: Χορός στα δύο, Χορός στα τρία, Τσάμικος, Ζαγορίσιος (με τοπικά στοιχεία), Συρτά.
Οι χοροί έχουν ιδιαίτερη σημασία στην παραδοσιακή κοινωνική ζωή και φανερώνουν, μεταξύ άλλων, τις ιδιαίτερες κοινωνικές δομές. Αποτελούσαν και την πρώτη εμφάνιση των νέων κοριτσιών στην κοινωνία.
Τα ταξίδια των μαστόρων
Υπάρχουν πολλά έθιμα και παραδόσεις τα οποία είναι συνδεδεμένα με τα ταξίδια των μαστόρων. Η αναχώρησή και η επιστροφή τους συνοδευόταν πάντα από τραγούδια -αποχαιρετισμού και υποδοχής, λύπης και χαράς, αντίστοιχα- και γιορτές. Παραδόσεις που σχετίζονται με το νερό επίσης δεμένες με την τελετουργία της αναχώρησης των μαστόρων, όπως και έθιμα κατά το χτίσιμο των σπιτιών (σφάξιμο κόκορα, ρίψη νομισμάτων).
Πηγές:
Σύνταξη κειμένου: Ευθύμιος-Σπυρίδων Γεωργίου
Επιμέλεια κειμένου: Ελευθερία Σακελλαρίου