Τα Όρη Τσαμαντά ή Μουργκάνα είναι βουνό που εκτείνεται κατά μήκος των ελληνοαλβανικών συνόρων, στα βόρεια του νομού Θεσπρωτίας και στα νότια του Νομού Ιωαννίνων (οικισμοί Κάτω Λάβδανης & Αγίας Μαρίνας, Πωγωνίου). Η υψηλότερη κορυφή του βουνού έχει υψόμετρο 1.806 μέτρα, ενώ διαθέτει και άλλες ψηλές κορυφές όπως ο Υψηλάντης (1747 μ.), και η Φούρκα (1522 μ.). Νότια καταλήγει στην κοιλάδα του Καλαμά ενώ ανατολικά συνδέεται με το όρος Κασιδιάρης. Κατά τη διάρκεια του εμφυλίου η Μουργκάνα καταλήφθηκε από δυνάμεις του Δημοκρατικού στρατού που διατήρησαν τις θέσεις τους για περισσότερα από δύο χρόνια, στην διάρκεια των οποίων σημειώθηκαν στην περιοχή σφοδρές μάχες.
Η ονομασία «Μουργκάνα» πιθανά παραπέμπει στην αίσθηση που δημιούργησε το βουνό στους ανθρώπους με τη μορφή, το χρώμα και τις φυσικές του συνθήκες: ο βλοσυρός, ο αγριεμένος = μούργκας, Μουργκάνα ή το τελευταίο μαύρο = μούργα, Μουργάνα, Μουργκάνα. Το «διχασμένο» αυτό βουνό αναπτύσσει τον κύριο όγκο του από το χωριό Λίστα προς τα βόρεια του χωριού Τσαμαντά και απέναντι από το βουνό Κασιδιάρης στο νομό Ιωαννίνων. Η οροσειρά αρχίζει από μικρότερους ορεινούς όγκους: τον Κρανίλα, τον Προφήτη Ηλία, τη Βελούνα προς το νομό Ιωαννίνων, την Πλόκιστα, την Ταβέρα, τη Σταρόδα προς την Αλβανία.
Η ψηλότερη κορυφή του βουνού είναι ο Ορατός ή Αροτός στα 1806 μ. και ακολουθούν οι κορυφές Υψηλάντης (1747 μ.), Φούρκα (1522 μ.), Ξεροβούνι (1138 μ.), Βελίκα, Τσεροβέσι, Καστρί, κ.ά. Κοντά στο χωριό Λίστα βρίσκονται οι μεγαλύτερες πηγές του βουνού, η «Μάνα του νερού». Τα ποτάμια της Λαγκάβιτσας ή Λαγκαβίστας, των Αναβρυστικών Ραβενής, του Λιμποβίτικου (στη συνέχειά του Καλπακιώτικο) της Τουρίτσας και πολλοί μικρότεροι χείμαρροι, στη διαδρομή τους προς τον Καλαμά, προσφέρουν ζωή στους λιγοστούς κάμπους και δημιουργούν τοπία μοναδικής ομορφιάς. Ένας ακόμη υδάτινος δρόμος, η Πάβλα ή Ξάνθος πηγάζει από την Μουργκάνα και εισέρχεται στην Αλβανία.
Ο ποταμός Καλαμάς ή Θύαμις, στην αρχή του ρέει ανάμεσα στο Μιτσικέλι και τον Κασιδιάρη. Στα νότια του Κασιδιάρη στρέφεται προς τα δυτικά, ρέει εγκάρσια προς τις οροσειρές και διασχίζει το νομό Θεσπρωτίας, εκβάλλοντας στο Ιόνιο. Το ποτάμι στους αρχαίους χρόνους χρησιμοποιούνταν σαν εμπορική διαδρομή. Στις όχθες του κτίστηκαν οι σημαντικότερες πόλεις της αρχαίας Θεσπρωτίας: Γιτάνη, Φάνοτα ή Φανωτή, Λιγιά. Τόπος μοναδικής φυσικής ομορφιάς, αποτελεί προστατευόμενη περιοχή με πλούσια χλωρίδα και πανίδα. Ο Καλαμάς στη σμίξη του με τη Λαγκάβιτσα, το ποτάμι της Μουργκάνας, δημιουργεί ένα από τα ομορφότερα τοπία της Θεσπρωτίας.
Το κλίμα στην περιοχή της Μουργκάνας είναι ηπειρωτικό με πιο ήπια χαρακτηριστικά στις χαμηλότερες ζώνες και πιο τραχιά στις ψηλότερες. Η σημαντική νέφωση στα μεγαλύτερα υψόμετρα, η πυκνή ομίχλη στα χαμηλότερα και οι βροχοπτώσεις – λιγότερες σήμερα λόγω των γενικότερων κλιματικών αλλαγών, αποτελούν βασικά χαρακτηριστικά του κλίματος.
Αρχαίοι Οικισμοί
Οι οικισμοί της περιοχής Μουργκάνας χρονολογούνται στην κλασική (480-325 π.Χ.) και την ελληνιστική περίοδο (325-168 π.Χ.). Συνεχίζουν να κατοικούνται – παρά τις καταστροφές από την κατάκτηση- και κατά τη ρωμαϊκή περίοδο (168 π. Χ. -4/6ος αι. μ. Χ.). Περιηγούμενοι την περιοχή και ακολουθώντας από ανατολικά την πορεία της αμαξιτής οδού Κοκκινολιθάρι – Κεραμίτσα – Ραβενή – Λεπτοκαρυά – Λίστα – Γλούστα – Λια – Τσαμαντά – Πόβλα, εντοπίζομε τους παρακάτω οικισμούς, πολίχνες και αρχαιολογικούς χώρους της κλασικής και ελληνιστικής εποχής.
Λιθαρόστρουγκα: Ανηφορίζοντας από τον Άη – Μηνά στο Κοκκινολιθάρι τον ελικοειδή δρόμο, λίγο πριν την Πρέσπα, αριστερά από τον πρώτο αυχένα, ξεπροβάλλει μια στενόμακρη, φύσει οχυρή, σχεδόν γυμνή, ασβεστολιθική ράχη, όπου και ένα εξωκκλήσι, της Αγίας Παρασκευής. Στο ψηλότερο σημείο της διατηρούνται λείψανα αρχαίου κάστρου, με περίμετρο 600 περίπου μέτρων, με μικρό ορθογώνιο πύργο. Το τείχος διατηρείται καλύτερα κοντά στην εκκλησία, λίθοι του οποίου χρησιμοποιήθηκαν για το χτίσιμό της. Υπάρχουν διάσπαρτα ελληνικά όστρακα.
Βίγλα Κεραμίτσας: Η ονομασία από το λατινικό ρήμα viglo=αγρυπνώ, εποπτεύω, φρουρώ. Βρίσκεται δεξιά του δρόμου Κεραμίτσας – Ραβενής, μπροστά στη διακλάδωση προς το Μαλούνι. Πάνω σ΄έναν επίκαιρο κωνικό ασβεστολιθικό λόφο απ΄όπου οι κάτοικοι – φύλακες επόπτευαν το φυσικό και αναγκαίο πέρασμα – δίοδο προς και από τη Ραβενή και τη χώρα των Μολοσσών και ευρύτερα την Ηπειρωτική ενδοχώρα, μετακινούμενοι από και προς τα θεσπρωτικά παράλια. Το τούρκικο ντερβένι την ίδια πορεία ακολουθούσε, όπως και τα κοπάδια των Σαρακατσαναίων. Στην κορυφή του λόφου υπάρχουν ερείπια αρχαίας ακρόπολης. Τούτο προϋποθέτει την ύπαρξη παρακείμενης κώμης ή μικρού οικισμού. Πιθανόν, ο επίκαιρος και στρατηγικός αυτός λόφος να χρησιμοποιούνταν και ως φρυκτωρία, που ανήκε σε ένα συνολικότερο δίκτυο φρυκτωριών στην ευρύτερη περιοχή, καθόσον έχει οπτική επαφή και με την Λιθαρόστρουγκα – Μουργκάνα και με την Ραβενή, Δωδώνη και Μολοσσία. Οι φρυκτωροί, που εφύλασσαν τα υψώματα αυτά, διεβίβαζαν με τις φωτιές, τους πυρσούς και τον καπνό, πληροφορίες για επερχόμενο εχθρό ή πρόσφεραν και άλλες «τηλεπικοινωνιακές υπηρεσίες».
Μεταβυζαντινή περίοδος (1453 – 1830)
Μοναστήρια
(Τα πιο κάτω κείμενα για τα Μοναστήρια έχουν αντληθεί από το «Προσκυνητάριον Ιεράς Πατριαρχικής και Σταυροπηγιακής Μονής Κοιμήσεως της Θεοτόκου Γηρομερίου», Ηγουμενίτσα, 2008)
Μονή Αγίου Μηνά Κοκκινολιθαρίου
Η Μονή του Αγίου Μηνά βρίσκεται στο χωριό Κοκκινολιθάρι και αποτελεί ένα από τα πλέον γραφικά αξιοθέατα του νομού Θεσπρωτίας. Βρίσκεται κτισμένο στην κορυφή ενός απότομου βράχου και είναι γνωστό και ως «Μετέωρο της Ηπείρου». « Η ιστορία του Μετοχίου χάνεται στα βάθη των αιώνων και καλύπτεται με πλήθος θρύλων και παραδόσεων, που διατηρήθηκαν από γενεά σε γενεά ως τις ημέρες μας. Μεγαλύτερη έμφαση στις διηγήσεις αυτές δίδεται στην ίδρυση του Ναού. Αναφέρεται, δηλαδή, ότι η αρχική ονομασία ήταν Εικονολιθάρι, επειδή κάποτε – άδηλο πότε – βρέθηκε η εικόνα του Αγίου Μηνά επάνω στον βράχο και κατόπιν κτίστηκε ο Ναός στο όνομα του Αγίου.
Άλλη παράδοση λέγει ότι ο βράχος, όπου βρίσκεται ο Ναός του Αγίου Μηνά, βρισκόταν σε υψηλότερο σημείο. Κάποτε αποκολλήθηκε από την αρχική του θέση και θαυματουργικώς στάθηκε στο μέρος όπου είναι τώρα, με τα κτίσματα επάνω του, χωρίς να πάθουν τίποτε. Διαφορετική εκδοχή αυτής της παραδόσεως αναφέρει, ότι όλος ο τόπος γύρω από τον Άγιο Μηνά βούλιαξε κάποτε και έμεινε μόνον ο βράχος να ορθώνεται, με τον Ναό στην κορυφή του.
Τα σωζόμενα ιστορικά στοιχεία μας πληροφορούν, ότι ο Άγιος Μηνάς ανήκε ως Μετόχι στην κυριαρχία της Μονής Γηρομερίου, τουλάχιστον από το 1667, όπως βεβαιώνει το έτος εκείνο με σιγίλλιό του ο Πατριάρχης Παρθένιος Δ’. Το Mετόχι περιελάμβανε, εκτός των σημερινών κτισμάτων επάνω στον βράχο και πέριξ αυτού, το λεγόμενο Δεσποτικό, όπου φιλοξενούνταν οι ιερείς, το μαγειρείο, κελιά, καθώς επίσης στάβλους για τα ζώα των προσκυνητών. Λέγεται ακόμη ότι, πριν από την κατασκευή του σημερινού κωδωνοστασίου το έτος 1888 και της πέτρινης σκάλας, η πρόσβαση στην κορυφή του βράχου γινόταν με καλάθι προσαρτημένο σε τροχαλία με σχοινί.
Σήμερα το Μετόχι του Αγίου Μηνά αποτελεί ένα από τα μεγαλύτερα θρησκευτικά προσκυνήματα του Θεσπρωτικού χώρου με πολλούς προσκυνητές και επισκέπτες καθ’ όλη την διάρκεια του έτους, κυρίως κατά την θερινή περίοδο και κατ’ εξοχήν στις 11 Νοεμβρίου, ημέρα της μνήμης του Αγίου Μηνά».
Μονή Αγίου Γεωργίου Καμίτσανης
«Το ακριβές έτος ιδρύσεως της Μονής είναι άγνωστο. Από κάποιες επιγραφές πληροφορούμεθα, ότι ανοικοδομήθηκε μεταξύ των ετών 1758 και 1773 επάνω στα ερείπια του Μοναστηρίου του Αγίου Γεωργίου, το οποίο είχε καταστραφεί σε παλαιότερη εποχή. Ανακαινιστής και νέος κτήτορας ήταν ο Ιερομόναχος Παϊσιος. Η παράδοση της περιοχής αναφέρει ότι ήταν ένα από τα σπουδαιότερα Μοναστήρια με μεγάλη περιουσία και αρκετούς Μοναχούς. Μαρτυρείται επίσης η ύπαρξη μεγάλης βιβλιοθήκης. Σήμερα σώζεται μόνο το κομψότατο Καθολικό, το οποίο ανήκει στο τύπο των τετρακιονίων σταυροειδών μετά τρούλου. Ο αγιογραφικός διάκοσμος είναι έργο του 1789 και αποτελεί το καλύτερα διατηρημένο τοιχογραφικό σύνολο των εκκλησιαστικών μνημείων της Θεσπρωτίας. Το ξυλόγλυπτο τέμπλο χρονολογείται στα τέλη του 18ου αιώνος, ενώ το προσκυνητάρι φιλοτεχνήθηκε το έτος 1817. Σύμφωνα με τη νεώτερη παράδοση, όπως τη διασώζουν οι πιο ηλικιωμένοι, στην φιλοπατρία και ευστροφία του τελευταίου Ηγουμένου Αρχιμανδρίτου Διαμανού Πέσχου – στα χρόνια του οποίου γνώρισε μεγάλη ακμή – οφείλεται η συμπερίληψη της περιοχής της Μουργκάνας στην ελληνική επικράτεια. Μετά τον θάνατό του η Μονή ερήμωσε και άρχισε να παρακμάζει. Τα κελλιά κατέρρευσαν και διατηρήθηκε μόνο το Καθολικό, το οποίο χρησιμοποιούνταν ως ενοριακός Ναός του συνοικισμού Καμίτσανη, ο οποίος είχε δημιουργηθεί από Τσαμαντιώτες, που εγκαταστάθηκαν εν τω μεταξύ στην περιοχή γύρω από τη Μονή. Σήμερα καταβάλλονται σημαντικές προσπάθειες για την διάσωση και την αναστήλωσή του».
Νεώτερη περίοδος (1830 έως σήμερα)
Στην περίοδο αυτή, κυρίως μέχρι και το 1927, αν και οι ιστορικές συνθήκες βάρυναν με ιδιαίτερο τρόπο στην κοινωνικo – οικονομική ζωή της περιοχής, δημιουργούνται αξιόλογα υλικά προϊόντα συλλογικής ή ατομικής δράσης. Στα χρόνια του Μεσοπολέμου, η περιοχή της Μουργκάνας γνωρίζει σημαντική πληθυσμιακή αύξηση, ενώ τα εμβάσματα των ξενιτεμένων εξασφαλίζουν ένα κάπως ανεκτό επίπεδο διαβίωσης.
Στη νεώτερη περίοδο ανήκουν:
- ο Ι. Ν. Αγίας Βαρβάρας στη Λεπτοκαρυά, 1832
- ο Ι. Ν. Κοιμήσεως της Θεοτόκου στο Μαλούνι, 1850
- ο Ι. Ν. Αγίας Τριάδος στο Λια, που ανακατασκευάσθηκε το 1908
- ο Ι. Ν. Αγίας Παρασκευής στο Λια, 1920. Στην εκκλησία της Αγίας Παρασκευής βρίσκονται από το 1920 έργα του λαϊκού ζωγράφου Θεόφιλου. Είναι δύο εικόνες του τέμπλου, ο Άγιος Βασίλειος και ο Άγιος Παντελεήμων καθώς και μία φορητή εικόνα του Νεομάρτυρος Γεωργίου εξ Ιωαννίνων, προσφορά της οικογένειας Τσιλιβίδη.
- ο Ι. Ν. Αγίου Προκοπίου στη Λίστα, ανακατασκευή και επέκταση του ναού που είχε κτιστεί το 1813.
- τα πετρόκτιστα Δημοτικά Σχολεία στα περισσότερα χωριά, 1925 – 1935 από τους Νερόμυλους, που σύμφωνα με μαρτυρίες ήταν αρκετοί στην περιοχή, διατηρείται σε καλή κατάσταση ένας στη Δάφνη καθώς και ένας στη θέση «Ριγγίνα» της Καλλιθέας που ανακαινίσθηκε πρόσφατα.
- πετρόχτιστες κατοικίες, λαϊκής αρχιτεκτονικής της ηπειρώτικης υπαίθρου, συναντάμε σαν σύνολο στο χωριό Τσαμαντά, που προστατεύεται σαν παραδοσιακός οικισμός, και διάσπαρτες σε άλλα χωριά της περιοχής, όπως Λια, Μαλούνι, Αμπελώνας, Κεφαλοχώρι, Μηλέα, κλπ.
Λαϊκή Τέχνη
Με τον όρο «Λαϊκή» χαρακτηρίζουμε την τέχνη που άνθησε στον ελληνικό χώρο κατά τα τελευταία εκατόν πενήντα χρόνια της Τουρκοκρατίας. Το χρονικό αυτό διάστημα υπήρξε καθοριστικό για το νεώτερο Ελληνισμό αφού τότε διαμορφώθηκαν οι προϋποθέσεις για την Επανάσταση του 1821. Ο οικονομικός και πνευματικός οργασμός καθώς και το μαχητικό πνεύμα που χαρακτηρίζουν τις κοινότητες των Ελλήνων κατά τον 18ο αιώνα είχαν σαν επακόλουθο και τη άνθηση της Λαϊκής Τέχνης: αρχιτεκτονική, μικροτεχνία, διακοσμητική, ζωγραφική, κεντητική, υφαντική, γλυπτική του ξύλου και της πέτρας, αργυροχρυσοχοϊα, μεταλλοτεχνία, κεραμική.
Τα χαρακτηριστικά αυτής της περιόδου είναι διακριτά και στις κοινωνίες των χωριών της Μουργκάνας. Αν και οι ιδιαίτερες συνθήκες που επέδρασαν στην οργάνωση και ζωή αυτών των κοινωνιών, όπως αναφέρεται σε άλλες ενότητες, δεν τους επέτρεψαν να φθάσουν στο ίδιο επίπεδο με κάποιες άλλες περιοχές, εν τούτοις έχουν να επιδείξουν τη δική τους συμβολή με έργα κυρίως μεταλλοτεχνίας και υφαντικής.
Τα αντικείμενα που κατασκεύαζαν οι τεχνίτες χαλκουργοί, έστω και σαν ξενιτεμένοι, είναι το αποτέλεσμα της αυθόρμητης τέχνης του χεριού και της αφύπνισης της δικής τους καλλιτεχνικής ευαισθησίας . Τα γνήσια στοιχεία και ο πλούτος της λαϊκής υφαντικής διακρίνουν τη Νυφιάτικη Στολή, τη λεγόμενη «Τσάμικη».
Η στολή κατασκευαζόταν από ύφασμα για το οποίο χρησιμοποιούσαν ντόπιο πρόβειο μαλλί που επεξεργαζόντουσαν ανάλογα: πλύσιμο με πολλά νερά, μάκρεμα ινών με το χέρι, λανάρισμα, γνέσιμο και τύλιγμα σε κουβάρι. Το νήμα το παράδιναν στους «ανυφαντήδες» για ύφανση. Περίφημοι και περιζήτητοι ήταν οι ανυφαντήδες του χωριού Λια, που χρησιμοποιούσαν διάφορους τύπους αργαλειών και ποικίλους τρόπους ύφανσης των διαφόρων υφασμάτων.
Οι ραφτάδες ήταν ντόπιοι επαγγελματίες τεχνίτες που κληρονομούσαν την τέχνη κατά παράδοση από τους πατεράδες τους. Μετά το ράψιμο ακολουθούσε το κέντημα με διάφορα διακοσμητικά σχέδια. Κεντούσαν τα σεγκούνια με διαφόρων αποχρώσεων και σχημάτων γαϊτάνια που έφεραν διάφορες παραστάσεις και γεωμετρικά σχήματα.
Η στολή αποτελούνταν από: το πάνω σέγκουνο, το κάτω σέγκουνο, τον αλατζιά ή γιλέκο, τη μπροστέλα, την ποδιά και το ζωνάρι. Για την υπόδεση χρησιμοποιούσαν πολύχρωμα, μάλλινα τσουράπια και ζωηρού κόκκινου χρώματος δερμάτινα τσαρούχια. Για το κεφάλι, τη νυφιάτικη μαντήλα σε κόκκινο χρώμα με κίτρινα κρόσσια στις τέσσερις άκρες.
Τη στολή συμπλήρωναν τα κοσμήματα. Κύριο κόσμημα ήταν οι ζάβες που τις φορούσαν επί ένα χρόνο. Ονομαστές ήταν οι ζάβες από τους Καλαρρύτες Ιωαννίνων. Επίσης, τα κρέπια, τα σκουλαρίκια, οι καρφίτσες και τα δαχτυλίδια – «αρρεβώνες» που τα φιλοτεχνούσαν στα Γιάννενα.
Πηγές:
- www.mourgana.gr
- el.wikipedia.org/
- Χάρτης από το βιβλίο των Ν. Σκόπα & Σπ. Χαραμόπουλου “Ο αγώνας των 16 χωριών της επαρχίας φιλιατών”
Σύνταξη κειμένου: Μίλτος Γήτας
Επιμέλεια κειμένου: Ελευθερία Σακελλαρίου