Το Πληκάτι είναι χωριό και πρώην Αυτοδιοίκητη Κοινότητα στο νομό Ιωαννίνων, με 70 κατοίκους το 2011. Σήμερα αποτελεί Τοπική Κοινότητα Δήμου Κόνιτσας. Βρίσκεται σε υψόμετρο 1.240 μέτρων στις παρυφές του Γράμμου και μια ανάσα από την αλβανική μεθόριο. Οι κάτοικοι του Πληκατιού ακόμα και σήμερα είναι δίγλωσσοι. Ομιλούν τόσο τα αλβανικά όσο και τα ελληνικά. Η γειτνίαση του χωριού με τις αλβανικές περιοχές είχε οδηγήσει στο παρελθόν τους κατοίκους να έχουν περισσότερες συναλλαγές με την πόλη της Ερσέκας στην Αλβανία, παρά με την Κόνιτσα. Ο Πολιτιστικός Σύλλογος του Πληκατίου είναι η Παναγία η Πληκαδίτισσα.
Σε όλη την έκταση του χωριού οργιάζει το πράσινο από άγρια πλατάνια, οξυές, πανύψηλα και μυρωμένα έλατα και πεύκα, σφενδάμια, γράβους, κέδρα, κρανιές, αγριοκερασιές, αγριογκορτσιές, αγριομηλιές και όλα τα είδη των αγκαθιών από το μικρότερο ως το μεγαλύτερο, από αγριολούλουδα ως αγράμπελη. Υπάρχει τόση αφθονία άνοιξη, καλοκαίρι, ώστε η φύση να μοιάζει και να είναι ένας απέραντος ανθόκηπος.
Iστορία
Η ονομασία Πληκάτι προέρχεται από το πελέκημα της πέτρας: «Πελεκάνος» (αυτός που κάνει το πέλέκημα της πέτρας) – «Πελεκάτι» και κατά παράφραση Πληκάτι. Το Πληκάτι υπήρξε κοιτίδα μαστόρων και μητρόπολη μαστοροχωριών. Το χωριό αριθμούσε περίπου 350 με 400 σπίτια και περίπου 2.200 κατοίκους το 1840. Αυτό είναι αληθές διότι και σήμερα γύρω από το χωριό και σε απόσταση εκατοντάδων μέτρων υπάρχουν ερείπια και χτίσματα παλαιών σπιτιών. Σε απόσταση 1500μ από το χωριό στους πρόποδες του Ρασδολίου στον δρυμό Σκοτάδι, υπάρχει τοποθεσία με ονομασία το «καμένο» ή αλλιώς «παλιό χωριό», όπου υπάρχουν δείγματα χτισμάτων. Από το 1840 μέχρι το 1920 παρατηρήθηκαν πληθυσμιακές μετακινήσεις στη Δυτική Μακεδονία και Θεσσαλία.
Το 1841 μεγάλος αριθμός οικογενειών από το Πληκάτι εγκαθίσταται στο νέο χωριό Μπελκαμάνη (σημερινή Δροσοπηγή) στο νομό Φλώρινας. Μια επιτροπή από το χωριό επισκέφτηκε την περιοχή της Φλώρινας, μετά από πληροφορίες που είχε από ταξιδιώτες κτίστες, και αγόρασαν από έναν Μπέη της περιοχής έκταση, η οποία πληρούσε τις προϋποθέσεις για να εγκατασταθούν οι εργαζόμενοι κτίστες με τις οικογένειες τους. Σύντομα πάλι το 1861 μεταναστεύουν ξανά και φτιάχνουν εκεί κοντά το νέο χωριό τη Νεγοβάνη ( σημερινό Φλάμπουρο) και στο Καζακλάρ της Θεσσαλίας (σημερινός Αμπελώνας).
Γέροντες Πληκαδίτες διηγούνται ότι γύρω στα 1500 υπήρχε μοναστήρι του Αγίου Ευθυμίου λίγο έξω από το χωριό, στη θέση «Αμπέλια». Εγκαταλείφθηκε λόγω κατολισθήσεων και ξαναχτίστηκε καινούργιο στην περιοχή της Λαμίας.
Κυρίαρχο χαρακτηριστικό της κοινωνικής ζωής του χωριού καθίσταται η μακροχρόνια παραμονή του μεγαλύτερου μέρους του αντρικού πληθυσμού στην ξενιτιά. Οι γυναίκες επιφορτίζονται με τις γεωργικές και κτηνοτροφικές δραστηριότητες αυτοσυντήρησης της οικογένειας. Η ζωή του χωριού ήταν προσαρμοσμένη στους ρυθμούς των περιοδικών μετακινήσεων των «μπουλουκιών» των μαστόρων.
Μετακινούμενοι κτηνοτρόφοι άλλων περιοχών νοίκιαζαν τα καλοκαίρια τα πλούσια βοσκοτόπια του Γράμμου. Περίπου 30.000 πρόβατα φιλοξενούσε ο Γράμμος παλιά. Αυτό, σε συνδυασμό με την γειτνίαση με το κτηνοτροφικό χωριό Αετομηλίτσα, είχε ως αποτέλεσμα να δημιουργηθούν τα πέντε μπατάνια και οι τρεις νεροτριβές για τα μάλλινα υφάσματα και σκεπάσματα (βελέντζες κτλ.) των κτηνοτρόφων. Τα χαλάσματα υπάρχουν ακόμα και σήμερα.
Οι Πληκαδίτες μάστοροι διακρίθηκαν για την τεχνική τους, ήταν άριστοι στο χτίσιμο και πελέκημα της πέτρας και άφησαν καλό όνομα στις δουλειές. Τα μπουλούκια των Πλικαδιτών μαστόρων ταξίδεψαν στην Θεσπρωτία, Μεσολόγγι, Αγρίνιο, Άγιον Όρος, Θεσσαλία, Καβάλα, Βόλο, Λάρισα, Σέρρες, Δράμα και ιδιαίτερα στην Αθήνα και τα γύρω αρβανιτοχώρια. Πληκαδίτες ήταν οι μάστοροι που έχτισαν το σπίτι του Μακρυγιάννη στην Αθήνα και πολλά αρχοντικά της νέας πρωτεύουσας.
Στο εξωτερικό εργάστηκαν στην παραλιακή Τουρκία (Προύσα-Σμύρνη) Αμερική, Γαλλία, Ρωσία, Ρουμάνια, Αιθιοπία και Αλβανία (Κορυτσά, Μοσχόπολη, Δέλβινο). Έφτασαν μέχρι το Ιρκούτσκ και το Βλαδιβοστόκ της Ρωσίας, παρέα με μαστόρους από τη γειτονική Ράχοβα (Κολώνια) της Αλβανίας και δούλεψαν στα τεχνικά έργα του Υπερσιβηρικού σιδηροδρόμου(1891-1915). Διηγούνται, ότι σκοτώθηκαν 7-8 Πληκαδίτες μαστόροι από ναρκοθέτηση σιδηροδρομικής γραμμής κοντά στην Οδησσό.
Η Παναγία η Πληκαδίτισσα
Η θαυματουργή εικόνα ευλογεί το χωριό από το 1770, κατά την παράδοση η εύρεση της εικόνας έγινε ως εξής: Η ιστορική διαδρομή του Πληκατίου είναι συνδυασμένη και παράλληλη με την παράδοση της ευρέσεως της θαυματουργού εικόνας της Παναγίας Πληκατιώτισσας, της οποίας η ετήσια εορτή εορτάζεται πανηγυρικά και με κάθε λαμπρότητα στις 16 Φεβρουαρίου με προσέλευση και συμμετοχή όλων των γύρω χωριών και του ευρύτερου ορίζοντος της Επαρχίας μας.
Η θαυματουργή εικόνα ευλογεί το χωριό από το 1770. Κατά την παράδοση η εύρεση της εικόνας έγινε ως εξής: Ποιμένες έβοσκαν τα πρόβατα τους στην θέση «Πεστιλέπη» νότια του χωρίου Ντέντσικο, ονομαζόμενο σήμερα Αετομηλίτσα, ανατολικά του οικισμού «Φετόκος» σημερινή Θεοτόκος. Η αθωότητα τους επέτρεψε να διακρίνουν μες στο σκοτάδι στο απέναντι δάσος, λαμπρό φως. Με φόβο στην αρχή υπέθεσαν ότι επρόκειτο για λημέρι κακοποιών. Το φως ήταν εκεί κάθε βράδυ στο ίδιο μέρος, ορατό μόνο τη νύχτα. Αποφάσισαν τελικά να επισκεφτούν το σημείο, πήγαν ως εκεί και δεν βρήκαν τίποτα.
Το φως εξακολουθούσε να είναι εκεί λαμπρό, σταθερό και αμετακίνητο. Το ανεξήγητο φως άρχισε να απασχολεί όλο και περισσότερο τους βοσκούς. Πώς όμως θα ανακάλυπταν την προέλευση του φωτεινού σημείου;
Σκέφτηκαν να θέσουν σε εφαρμογή ένα τέχνασμα: Έστησαν στο έδαφος διχάλες και στήριξαν επάνω μια γκλίτσα τοποθετημένη με τέτοιο τρόπο ώστε να στοχεύει ακριβώς στο μέρος που έλαμπε το φως». Το επόμενο πρωί με οδηγό την γκλίτσα να υποδεικνύει το σημείο ξεκίνησαν να βρουν την πηγή του φωτός. Ερεύνησαν το μέρος με προσοχή, κουράστηκαν γιατί το μέρος ήταν πυκνά δασωμένο. Κάτω από ένα μεγάλο κέδρο (κατά άλλους κάτω από μια μεγάλη βελανιδιά)βρήκαν ολόρθη την Αγία Εικόνα της Θεοτόκου. Χαρά και αγαλλίαση πλημμύρισε τους απλοϊκούς αυτούς ανθρώπους. Πλησίασαν και με βαθειά ευλάβεια προσκύνησαν την Θεοτόκο και την μετέφεραν στον καταυλισμό τους.
Αποφάσισαν να μεταφέρουν την εικόνα, το που όμως, άφησαν να το αποφασίσει η Παναγία. Έτσι φόρτωσαν την εικόνα στο κουτσό άλογο, στην μια πλευρά έβαλαν την εικόνα και στην άλλη για αντίβαρο ξύλα, μα δεν χρειάστηκε γιατί η εικόνα ισορρόπησε μόνη της και έτσι το άφησαν ελεύθερο. Το άλογο με το ιερό φορτίο πήρε το μονοπάτι για το Πληκάτι. Παρατήρησαν έκθαμβοι ότι το κουτσό άλογο δεν κούτσαινε πια, περπατούσε σταθερά. Τότε ένας συνοδός προέτρεξε και ειδοποίησε το χωριό. Οι ιερείς λαμπροφορεμένοι κρατώντας θυμιατά και όλοι οι χωριανοί με αναμμένες λαμπάδες βγήκαν στο απέναντι δάσος Παλέσι να υποδεχτούν την Κυρία Θεοτόκο και να την μεταφέρουν στο χωριό, όπου και βρίσκετε μέχρι και σήμερα. Ο ναός που τοποθετήθηκε στην αρχή η εικόνα χτίστηκε περί το 890 μ.Χ. ο ναός σώζεται μέχρι σήμερα. Η εικόνα δεν έμεινε όμως εκεί…
Ο ιερέας του χωριού παρατηρούσε για καιρό μια μετάθεση της εικόνας εντός του ναού. Η εικόνα μετακινούταν από το προσκυνητάρι στην είσοδο του ναού. Ο ιερέας με πολλή ευλάβεια και φόβο Θεού εσήκωνε την θαυματουργό Εικόνα και την τοποθετούσε πάλι στη θέση της. Δεν καταλάβαινε την επιθυμία της Θεοτόκου.. Μια Κυριακή μετά τη Θεία Λειτουργία, συνέβη το εξής θαυμαστό: η Εικόνα σηκώθηκε μόνη της από το προσκυνητάρι και στάθηκε στον ώμο του ιερέα. Ο ιερέας οδηγούμενος από την εικόνα έφτασε στο μέσο του χωριού και εκεί η εικόνα κατέβηκε από τον ώμο και στάθηκε πάνω σε μια αγριοτριανταφυλλιά. Δίπλα στο σημείο υπήρχαν τα χαλάσματα ενός παλαιότερου ναού. Πιθανολογείται πως εκεί βρισκόταν η εικόνα πριν βρεθεί στο δάσος. Στο κάτω μέρος του ναού ανατολικά υπήρχε μια πηγή καθαρού νερού, η σημερινή «Μεγάλη βρύση της Παναγιάς». Στο σημείο χτίστηκε ναός το 1775 στο όνομα της Κοιμήσεως της Θεοτόκου σύμφωνα με την επιθυμία της Παναγίας.
Στην συνέχεια η θαυματουργή εικόνα αφού υπέδειξε τον τόπο για την ανέγερση του Ναού Της, σηκώθηκε πάλι στον ώμο του ιερέα ο οποίος άρχισε πορεία μαζί με τους πιστούς χριστιανούς. Προχώρησαν αρκετά έξω από το χωριό όπου σε μια τοποθεσία κατέβηκε και στάθηκε όρθια επάνω σε μια πέτρα η οποία υπάρχει και σήμερα. Έτσι έδωσε σημάδι ότι εδώ έπρεπε να χτιστή ναός. Πραγματικά στο σημείο αυτό χτίστηκε παρεκκλήσι προς τιμή των γενεθλίων της Θεοτόκου και ονομάζεται Παναγιοπούλα».
Μετά η εικόνα μεταφέρθηκε από τον εφημέριο και τον πιστό λαό στο χωριό από όπου είχαν ξεκινήσει. Το πώς βρέθηκε η εικόνα στο ερημικό αυτό μέρος υπάρχουν οι παρακάτω εκδοχές: Παλαιότερα στα πρώτα χρόνια της Τουρκοκρατίας, πιθανόν κάποιος χωριανός την μετέφερε από την παλαιά εκκλησία στα μέρη αυτά για να την διαφυλάξει. Πιθανόν στην περιοχή της Φετόκος (Θεοτόκος) υπήρχε κάποιο μοναστήρι και μετά από λεηλασία πιθανόν να σκόρπισαν οι καλόγεροι τις Εικόνες για την σωτηρία αυτών.
Πιθανόν κατά την μετακίνηση των χριστιανικών πληθυσμών από το βορά προς νότο από την καταπίεση του δυνάστη Τούρκου μετέφεραν και την εικόνα μαζί με τα άλλα κειμήλια που είχαν. Κάτι μεσολάβησε όμως και αναγκάστηκαν να την εγκαταλείψουν στην ερημιά.
Ο Ναός που κτίστηκε το 1775 ήταν ρυθμού βασιλικής, κανονικών διαστάσεων, ωσάν κατακόμβη. Στα βόρεια ήταν το σχολείο και στα ΝΔ το αμελικό (ξενώνας). Είχε υψηλούς αυλότοιχους και βαρειές πόρτες στις τρεις εισόδους στον αυλόγυρο. Παντού και στον γυναικωνίτη εκοσμείτο με τοιχογραφίες άφθαστης αξίας. Η VIII Μεραρχία με πρωτοβουλία της, σε ένδειξη «ευγνωμοσύνης για την νίκη του στρατού στην μάχη του Γράμμου το 1948-1949», κατεδάφισε τον παλαιό Ναό και ανήγειρε «σύγχρονο», τα έτη 1951-1953, ενώ θα έπρεπε να διαφυλάξει και διασώσει αυτό το σπουδαίο θρησκευτικό μνημείο.
Ο Γράμμος
Ο Γράμμος αποτελεί το βορειότερο τμήμα της οροσειράς της Πίνδου μέσα στον Ελλαδικό χώρο. Σχηματίζεται από δυο κορυφογραμμές που συναντιούνται κάθετα μεταξύ τους. Η μια οροσειρά είναι σύνορα με την Αλβανία και έχει κατεύθυνση με τις κορφές Μαύρη Πέτρα (2461), Γκόλιο (1934), Κάμενικ (2043). Η άλλη χωρίζει τον νομό Ιωαννίνων με τον νομό Καστοριάς, έχει κατεύθυνση ανατολικά, με τις κορφές Περήφανο (2442) – Γκέσο(2166) – Επάνω Αρρένα (2192) – Κάτω Αρρένα (2075). Στα νότια έχει όριο τον ποταμό Σαραντάπορο που τον χωρίζει από το Σμόλικα(2637) το δεύτερο ψηλότερο βουνό της Ελλάδας. Στα ανατολικά οι διακλαδώσεις του Αλιάκμονα από την βόρεια πλευρά της την χωρίζουν από τον Τρικλάριο. Μέσα σε αυτές της κορυφογραμμές φωλιάζουν τρεις υπέροχες κοιλάδες όπου εκεί φωλιάζουν μικρά χωριά, η κοιλάδα της Γράμμουστας, που ανήκει στον νομό Καστοριάς και οι κοιλάδες τις Αετομηλίτσας και Πληκατίου που ανήκουν στον νομό Ιωαννίνων. Τα νερά της πρώτης αποστραγγίζονται στον Αλιάκμονα που εδώ έχει τις πηγές του ενώ στην άλλη στον Σαραντάπορο.
Στην κορυφογραμμή επάνω στα σύνορα με την Αλβανία στέκει η ψηλότερη και μεγαλύτερη σε έκταση αλπική λίμνη στην Ελλάδα Γκιστόβα με υψόμετρο 2.350 μέτρα. Άλλη μια πανέμορφη λίμνη είναι κάτω από την Επάνω Αρέννα η οποία είναι περιτριγυρισμένη από δάσος οξιάς στα 1700m περίπου και είναι προσβάσιμη και με αυτοκίνητο. Το αλπικό τοπίο με τα πανύψηλα πεύκα και έλατα τις καταπράσινες οξιές, την θερινή περίοδο, και το κατακόκκινο χρώμα τους το φθινόπωρο τα καταπράσινα λιβάδια που φιλοξενούν πολλά μεγάλα κοπάδια πρόβατα.
Σε όλη την ορεινή έκταση του Γράμμου πλούσια είναι η πανίδα η ορνιθοπανίδα και η χλωρίδα, έχουν καταγραφεί 20 είδη θηλαστικών με κυρίαρχα την αρκούδα, το αγριόγιδο, την αλεπού, τον λύκο, το αγριογούρουνο, το ζαρκάδι κτλ. Στην ορνιθοπανίδα ο χρυσαετός, το γεράκι, το σαΐνι, η πετροπέρδικα, κτλ. Στο Γράμμο έχουν εντοπιστεί 486 είδη χλωρίδας. Στα δάση κυριαρχούν οι οξιές τα μαυρόπευκα, το έλατο, οι βελανιδιές και πιο σπάνια ρόμπολο.
Πολλές και πανέμορφες είναι οι διαδρομές που μπορεί να κάνει κάποιος. Στόχος μπορεί να είναι η ψηλότερη κορυφή 2520 ή κάποια από τις μικρότερες για ορειβασία, αλλά και για αυτοκίνητο 4x 4. Κάθε χρόνο όλες τις εποχές πολλοί είναι οι επισκέπτες, ορειβάτες και μη, που φτάνουν ως το Γράμμο.
Πηγές:
Σύνταξη κειμένου: Μίλτος Γήτας
Επιμέλεια κειμένου: Ελευθερία Σακελλαρίου