
Κάποια στιγμή στην ζωή μας, όλοι, κάτι χάνουμε. Αντικείμενα, χρόνο, χρήματα. Υπάρχουν όμως δυστυχώς πολλοί, που ανά περιόδους ή για πάντα δυστυχώς, χάνουν τον εαυτό τους. Αυτή η απώλεια πιστεύω είναι η πιο δύσκολη, να νιώθεις συνέχεια ότι κάτι λείπει, ότι κατά βάθος αυτό που κάνεις, αυτή η κατάσταση στην οποία βρίσκεσαι δεν είναι εσύ. Τι κάνεις τότε? Αν το συνειδητοποιήσεις έχεις το θάρρος να το αλλάξεις? Να προχωρήσεις, να κάνεις πράξεις που να είναι κοντά σε αυτό που είσαι πραγματικά, σε αυτό που θέλεις όντως. Ή απλά συνεχίζεις έτσι την ζωή σου, ως ένας άλλος, για να κάνεις τους γονείς σου περήφανους, να είσαι ένα καλό πρότυπο, να τηρείς τις κοινωνικές συμβάσεις, να ζεις μια «καλή» ζωή μέχρι να ενηλικιωθείς και να πεθάνεις. Ίσως σε μικρές περιόδους να νιώθεις ζωντανός, αλλά να προσπαθείς να μην «ξεφύγεις» κιόλας.
Υπάρχει επίσης και εκείνη η στιγμή που όλοι μας, θα χάσουμε ένα αγαπημένο πρόσωπο. Μια απώλεια που δεν γίνεται από επιλογή και κανείς δεν μπορεί να κάνει τίποτα. Όλοι θνητοί και κανείς μας δεν μπορεί να τα βάλει με τον θάνατο. Το σώμα ασθενεί και πεθαίνει, είτε με πόνο είτε χωρίς. Υπάρχει λοιπόν ο άνθρωπος που πεθαίνει και, από την άλλη πλευρά. εκείνοι που συνεχίζουν να ζουν με αυτή την απώλεια. Τότε σκεφτόμαστε πόσο εμείς θα πονέσουμε, για πόσο καιρό θα πενθούμε, πως θα τα καταφέρουμε μόνοι μας, και είναι φυσιολογικό να τα σκεπτόμαστε όλα αυτά. Είμαστε άνθρωποι, η ύπαρξη από μόνη της είναι κάτι τόσο απαιτητικό, μπορεί να γίνει ακόμα και εξουθενωτική. Αν όμως, ο άνθρωπος μας πονάει, υποφέρει και δεν μπορεί να αντέχει άλλο να υπάρχει, και αναπαυθεί, δεν θα δώσει ένα τέλος στο βάσανο του?
Πριν από πέντε χρόνια περίπου, πέθανε ο θείος μου, μετά από μια μάχη με τον καρκίνο που κράτησε τρία χρόνια. Σε όλη αυτή την περίοδο, πολύ επώδυνη για όλους μας, και χίλιες φορές πιο επώδυνη για εκείνον, υπήρχε αγωνία, απαισιοδοξία, πολύς πόνος, αλλά και ελπίδα. Προς το τέλος αυτής της περιόδου, όταν πια δεν είχε άλλες δυνάμεις να παλέψει και είχε συμβιβαστεί με την προοπτική του θανάτου, σε μια συζήτηση μας μου είχε πει ότι έζησε όμορφα.

Ακόμα το θυμάμαι. Έζησε όμορφα όντως, έκανε ταξίδια, ήταν ευτυχισμένος στον γάμο του, είχε γνωρίσει πολλούς ανθρώπους. Η απώλεια του μου στοίχισε πολύ, ακόμα και σήμερα μου στοιχίζει. Ίσως κάποιες φορές να νιώθω και τύψεις που δεν μπορούσα να κάνω κάτι ή που δεν ήμουν τόσο κοντά του όσο μπορεί να ήθελε ή να χρειαζόταν. Όμως στο τέλος της ημέρας λέω, τουλάχιστον δεν υποφέρει πια. Έζησε όμορφα. Το πιο σημαντικό απ’ όλα.
Ο Jorge Bucay στο βιβλίο του Ο δρόμος των δακρύων[1] λέει, «είμαστε εντελώς ανίκανοι να προσφέρουμε στα αγαπημένα μας πρόσωπα την προστασία που θα θέλαμε ενάντια σε κάθε κίνδυνο, σε κάθε πόνο, ενάντια στις ματαιώσεις, τον χαμένο χρόνο, τα γηρατειά και τον θάνατο.» Είμαστε όντως ανίκανοι και αυτή συνειδητοποίηση είναι ταυτόχρονα τραγική γιατί δεν μπορείς να κάνεις τίποτα και απελευθερωτική γιατί, δεν μπορείς, να κάνεις, τίποτα. Ο μόνος για τον οποίο μπορείς να κάνεις κάτι είναι για σένα και αυτό, είναι το πιο δύσκολο κομμάτι. Να ζήσεις όμορφα, να αποκτήσεις εμπειρίες, να μην χάσεις τον εαυτό σου μέσα στον αγώνα της ύπαρξης. Κάθε απώλεια φέρνει ένα δυσάρεστο συναίσθημα, ανάλογα με το πόσο σημαντικό είναι αυτό που χάνουμε για εμάς, αλλά και κάθε απώλεια, ανάλογα με το πώς θα την διαχειριστούμε μπορεί να μας δείξει πράγματα πολύτιμα για την ζωή.
[1] Bucay J, Επισκοπούλου Κ (μτφρ), 2010, Ο δρόμος των δακρύων, Αθήνα: Opera