Το μέλλον ήρθε με τον ίδιο τρόπο που έρχεται η νύχτα κάθε μέρα. Σε 3 πράξεις. Πρωί. Πράξη πρώτη. Μεσημέρι. Πράξη Δεύτερη. Βράδυ. Πράξη Τρίτη.
Μοιάζει σαν να ήταν ήδη εδώ, κάπου κρυμμένο στο σκοτάδι της θεατρικής σκηνής,
περιμένοντας υπομονετικά να δοθεί το σήμα για την έναρξη της σχολικής
παράστασης για να εισβάλλει κάτω από το δέρμα μας.
Και μόλις σηκώθηκε η αυλαία, αν και έχουμε αποφοιτήσει από καιρό,
μας έσυρε κάτω από τον κεντρικό προβολέα, χρήζοντας μας συντελεστές
μιας παράστασης σκηνοθετημένης από παλιά.
Κανείς μας δε μπορούσε να ξεφύγει.
Η εναρκτήρια ατάκα της πρώτης πράξης ακούστηκε από το τσιμέντο σαν πυροβολισμός από
κρυφό πιστόλι.
Κι όσο μη συναινετικό να ακούγεται, τίποτα δε μας ανάγκασε να είμαστε εκεί, ίσως γιατί στο μεταξύ μάθαμε τι σημαίνει συναίνεση ή ίσως γιατί
επιλέξαμε να δοκιμάσουμε το υποκριτικό μας ταλέντο.
Χώσαμε στην τσάντα το κομμάτι του θυμού που περίσσεψε από εκείνα
τα χρόνια, μαζί με το παράπονο και μια τόση δα μικρή δόση ανάγκης
κουτσομπολιού και επίδειξης, περάσαμε την πύλη του σχολείου ντυμένοι
στα μαύρα, ένα με σκοτάδι, και μπήκαμε στην αίθουσα του θεάτρου
τελευταία στιγμή, ενώ το τρίτο κουδούνι χτυπούσε επίμονα.
Κι ενώ δεν έπρεπε να γίνουμε πρωταγωνιστές, γίναμε.
Το κίτρινο φως πάνω στο, πλέον πιο χλωμό από τους τοίχους, δέρμα μας
έκανε αδύνατο να αγνοήσουμε τους μαύρους κύκλους, τις ρυτίδες, τις
χαρακιές και τον ερεθισμό από την 40αρα ντεκαπάζ.
Κι όμως παρά τα σημάδια, τον κακό φωτισμό και την αρχική αμηχανία,
ξεχάσαμε την τσάντα σε κάποια καρέκλα και πήραμε μια κιθάρα, ένα
τύμπανο και ένα μικρόφωνο. Μοιράσαμε τις πτυσσόμενες καρέκλες
κυκλικά γύρω από το κοινό τραπέζι με τα γεμάτα κρασί πλαστικά
ποτήρια και μπλέξαμε τις φωνές μας με τις νότες χωρίς να χάσουμε άλλο
χρόνο.
Πράξη Πρώτη: Τσιγάρα
Το κουτάκι με τα τσιγάρα μου έστεκε παρατημένο πάνω στη σχολική
καρέκλα δίπλα μου.
Δεν είναι περίεργο που καπνίζουμε μέσα στο σχολείο μας χωρίς να
χρειάζεται να κρυβόμαστε;
Εισπνέω βαθιά τον καπνό, μου καίει τον λάρυγγα, εισβάλλει στα
πνευμόνια μου, μαυρίζοντας τα με τον ίδιο τρόπο που αυτός ο χώρος και
αυτοί οι άνθρωποι μαύρισαν κομμάτια του εαυτού μου. Έχω μάθει όμως
τώρα να μην τον κρατάω μέσα μου για πολύ, σε αντίθεση με το θυμό και
τα δάκρυα που έκρυψα τότε. Εκπνέω καυτή ανάσα, ενώ χαμογελάω σε
εκείνους που κάνουν το ίδιο.
Είναι αμήχανο στην αρχή, απαγορευμένη και ασυνήθιστη πράξη, σα να καπνίζω πρώτη φορά, τα δάκτυλά μου
τρέμουν ελάχιστα, διακινδυνεύοντας να αφήσουν το τσιγάρο να
ακουμπήσει το βρώμικο μαρμάρινο πάτωμα. Το στόμα μου μοιάζει
αφύσικα στεγνό, ενώ μια παράλογη σκέψη μου προκαλεί πονοκέφαλο·
ξαφνικά, δε ξέρω αν το κάνω καλά, κι ας καπνίζω χρόνια. Νιώθω τον ίδιο
φόβο σαν τότε που με έβαζαν να κάνω παρουσίαση μπροστά σε
ολόκληρη την τάξη.
Βάζουμε το τσιγάρο ανάμεσα από τα χείλια μας, πλησιάζουμε τον αναπτήρα
στην άκρη και με τη φλόγα καίμε απαλά την αρχή του, ρουφώντας
ταυτόχρονα ελαφρώς, μέχρι να δούμε ότι εισπνέουμε καπνό. Τότε ξέρουμε
ότι το τσιγάρο μας έχει ανάψει και μπορούμε να σβήσουμε τον αναπτήρα.
Δεν ξεχνάμε να τον κρατήσουμε κοντά μας σε περίπτωση που χρειαστεί να
ξανανάψουμε το τσιγάρο μας. Συνεχίζουμε καπνίζοντας το αναμμένο πλέον
τσιγάρο, εισπνέοντας και εκπνέοντας τον καπνό.
Παρά το άγχος μου, οι ερωτήσεις που δέχομαι μετά το πέρας της
επίδειξης απαντώνται χωρίς προσπάθεια. Σιγά σιγά ο πάγος σπάει. Οι
αναπτήρες αλλάζουν χέρια, το ίδιο και τα φιλτράκια και ενίοτε και τα
τσιγάρα. Οι ανάσες μας έχουν την ίδια μυρωδιά μετά από αρκετά χρόνια.
Πικρή, άσχημη, αλλά ζαλιστική. Ανεβαίνουν με μικρά σύννεφα και
διαλύονται σταδιακά, όπως οι αμφιβολίες που είχα πριν έρθω.
Σα να εκτυλίσσεται κάποιο παιχνίδι σκυταλοδρομίας για το ποιος θα
τελειώσει τα τσιγάρα του στο συντομότερο χρόνο, η φωνή μας
παραμορφώνεται, γίνεται βραχνή και κάπως τραχιά, γεμίζοντας το χώρο
με άρρυθμους στίχους καταθλιπτικών τραγουδιών.
Γιατί επιλέγουμε τόσο καταθλιπτικά τραγούδια; Η παράσταση βγήκε καλή,
το κοινό χειροκρότησε, οι επίσημοι απηύθυναν εγκωμιαστικούς λόγους,
όλοι είναι ευχαριστημένοι.
Εμείς γιατί δεν είμαστε;
Πράξη Δεύτερη: Αλκοόλ
Κρύβω το μπουκάλι με το γλυκό κρασί κάτω από την καρέκλα μου, γιατί
υπάρχουν μόνο δύο μπουκάλια γλυκό και όλα τα άλλα είναι ξηρά. Γεμίζω
το ποτήρι μου πριν καν προλάβω να το αδειάσω, κάθε φορά όλο και πιο
γρήγορα, ίσως πιο συνηθισμένη στην πράξη αυτή από όσο θα έπρεπε. Παρά την καταθλιπτική ατμόσφαιρα της μουσικής, το κρασί
κάνει τη δουλειά του.
Τα μάτια μας γυαλίζουν με τον ίδιο τρόπο, ακόμα κι αν πίνουμε
διαφορετικό κρασί. Τα μάγουλα μας κοκκινίζουν, τα δόντια μας, ελαφρώς
κιτρινισμένα μετά τα τόσα τσιγάρα, ακάλυπτα, σχηματίζουν το πιο χαζό
χαμόγελο. Το ίδιο χαμόγελο που είχα όταν έβλεπα αυτόν που μου άρεσε
στο διάδρομο μεταξύ του Α1 και του Α2.
Σύντομα, όμως, έρχονται τα αρνητικά του ποτού· κατουριέμαι και ενώ δε
θέλω να χάσω το επόμενο τραγούδι, ανεβαίνω τις σκάλες για τις
τουαλέτες. Οι παλιές συνήθειες δεν κόβονται και τα πόδια μου, ελάχιστα
ασταθή από την ζάλη, με οδηγούν στο γραφείο των καθηγητών. Δεν
τρελάθηκα ακόμα να χρησιμοποιήσω τις άλλες τουαλέτες.
Βλέποντας το πρόσωπό μου στον καθρέφτη της τουαλέτας των
καθηγητών, ακουμπάω τα βρεγμένα χέρια μου στα μάγουλα μου. Καίνε
από την έξαψη. Και μπορεί να φταίει αποκλειστικά και μόνο η επήρεια,
αλλά δε μπορώ να ξεκολλήσω το χαμόγελο από τα χείλη μου, ακόμα κι
αν έχει αρχίσει να με πονάει.
Πώς μπόρεσα να ξεχάσω πόσο καλά περνούσα με αυτούς τους ανθρώπους;
Πράξη Τρίτη: Τραύμα
Όσο και να προετοίμασα τον εαυτό μου για αυτή τη μέρα, έχασα τα λόγια
μου στην πρώτη ματιά. Έχει νυχτώσει για τα καλά, έχει έρθει κιόλας η τρίτη πράξη.
-Πώς είσαι;
Και είχα μέσα μου αποφασίσει ότι θα πω ψέματα, ότι θα διαστρεβλώσω
τη ζωή μου για να φαίνεται θελκτική, επιτυχημένη, ζηλευτή, αλλά από το
στόμα μου γλίστρησε η αλήθεια.
-Αρχικά, να πούμε ότι τα φοιτητικά χρόνια δεν είναι τα καλύτερα χρόνια
της ζωής μας, οκέι; Αυτό ήταν ένα μεγάλο ψέμα, όπως και ότι η ενήλικη
ζωή είναι ωραία, εντάξει;
Και αυτή είναι η αλήθεια όλων μας. Δεν μας αρέσει η ζωή που ζούμε, δεν
μας αρέσει η σχολή μας, δεν μας αρέσει το μεταπτυχιακό μας, δεν μας
αρέσει η δουλειά μας. Είμαστε το ίδιο χαμένοι με όταν ήμασταν στο
σχολείο και δεν μας έκαναν σχολικό προσανατολισμό. Νιώθουμε
αποπροσανατολισμένοι και μόνοι.
-Η αλήθεια είναι ότι δε ξέρω με τι θέλω να ασχοληθώ. Δε ξέρω τι να κάνω
με τη ζωή μου. Ίσως να μη θέλω να ζω καν.
Και γελάμε στο αυτοκτονικό αστείο και για μια στιγμή βλέπω κάτι μέσα
στα μάτια μας να σπάει. Και δεν είναι κρυφό, δεν κάνουμε την
παραμικρή προσπάθεια να το κρύψουμε.
-Μου λείψατε.
Μου έλειψε να έχω κάποιον που να έχουμε περάσει καλά και άσχημα
μαζί. Μου έλειψε να μοιράζομαι αναμνήσεις. Μου έλειψε να μη
χρειάζεται να εξηγήσω το λόγο που δυσκολεύομαι.
-Δε μπορώ να το πιστέψω ότι σε ξέρω τόσα χρόνια.
Γνωριζόμαστε όσο θυμάμαι τον εαυτό μου. Και όσο και να σιχαίνομαι
τον τελευταίο γι’ αυτό, δε μπορώ να αρνηθώ ότι η καρδιά μου ακόμα
χτυπάει λίγο άρρυθμα και μόνο στην σκέψη τους. Απλά γιατί περάσαμε
μια ζωή μαζί.
-Ήμασταν τόσο τοξικοί όμως, γαμώτο!
Και ξεσπάω σε κλάματα, που φυλούσα καιρό, μην με πουν αδύναμη, μην
με κοροϊδέψουν, μην θεωρήσουν ότι τους κακολογώ. Και με παρηγορούν
ζητώντας συγγνώμη και από τη μία ξέρω ότι δε θα ξεχάσω ποτέ, αλλά
από την άλλη συνειδητοποιώ ότι μάλλον τους έχω συγχωρέσει ήδη χωρίς
να το ξέρω. Όχι επειδή δικαιολογώ ό,τι άσχημο συνέβη, όχι επειδή τους
συμπαθώ, όχι επειδή δεν συνεχίζω να πονάω.
Αλλά αν κάτι κουράστηκα να κάνω, είναι να πονάω και να θάβω μέσα
μου το τραύμα. Και τραβάω τον επίδεσμο με δύναμη πιάνοντας τρίχες
και νεκρό δέρμα μαζί.
«Όσο μπορείς να μ’ αγαπάς.»
Είμαστε αγκαλιά και κουνιόμαστε στο ρυθμό. Ίσως τραγουδάμε στους
εαυτούς μας, που μας έμαθαν να μην αγαπάμε. Ή ίσως ο ένας στον
άλλον, γιατί δε μας κατάλαβε κανείς όσο καταλαβαίνουμε ο ένας τον
άλλον.
Με λίγα τσιγάρα, λίγο αλκοόλ και λίγο τραύμα. Σε τρεις πράξεις. Με αυτήν την σειρά.
Η υπόκλιση ήρθε με τα χέρια μας σφιχτά κρατημένα το ένα μέσα στο
άλλο, στην άκρη της σκηνής με κίνδυνο να χάσουμε την ισορροπία μας
και να βουτήξουμε στο κενό. Και όταν η κουρτίνα έπεσε στα πόδια μας,
δε ξέρω να πω αν σωθήκαμε από την τραγική μας μοίρα, αν ξεφύγαμε
από αυτήν, αν μας πρόλαβε και μας σκότωσε ή αν αυτοκτονήσαμε μόνοι
μας πηδώντας από την σκηνή. Δεν είχε σημασία. Ήμασταν μαζί και σε
αυτό.