Βαριέμαι

Πηγή: truemed.gr'

“Βαριέμαι”. Τον κοιτάζω με την άκρη του ματιού και περιμένω τη συνέχεια. Τζίφος. Ξεφυσά με απόγνωση και ανάβει τσιγάρο. Το τέταρτο στη σειρά. ”Ξέρεις ρε ποια είναι η συνηθισμένη δικαιολογία σου; Ξέρεις γιατί τίποτα δε σου πάει όπως θες;”

-Γιατί ρε συ Μίλτο;

-Έχεις αναρωτηθεί ρε, πόσους ανθρώπους έχεις κάνει πέρα; Πόσες στιγμές έχεις θυσιάσει, μόνο και μόνο επειδή θες να πιστεύεις πως βαριέσαι; Λες δεν τους έχεις ανάγκη. Θα τη βγάλεις τη βραδιά όπως εσύ ξέρεις και γουστάρεις. Τι να σου πούνε όλοι αυτοί; Και να ‘σαι πάλι: φωνάζεις  ”βαριέμαι” και σου φταίνε όλα γύρω σου. Ένας καρμίρης είσαι ρε…ένα φοβισμένο παιδάκι.

Advertising

Advertisements
Ad 14

-Μίλτο, πήρες τίποτα ρε μαλάκα;

-Σε καταλαβαίνω όμως. Κι εγώ έτσι είμαι. Αλλά να ξέρεις… δεν είναι πλήξη. Φόβος είναι. Τρομάζεις να πάρεις τη ζωή στα χέρια σου και βολεύεσαι στη γκρίνια και το χασομέρι.

-Μίλτο, δεν αφήνουμε ρε συ τις μαλακίες να πάμε για κανένα τσίπουρο; Έχει ωραία μέρα. Να πω και στα παιδιά;

-Έχω μία θεωρία αδερφέ…

Advertising

-Κάτι κατάλαβα. Θες να μου την αναλύσεις στο τσιπουράδικο; Μετά από κάνα δυο καραφάκια δε θα σε παρεξηγήσει κανένας που λες μαλακίες. Στον καφέ είναι λίγο βαρύ το θέμα.

Πηγή: truemed.gr

–  Φόβος είναι φίλε…ακούς τι σου λέω; Σου πνίγει το γέλιο,  σε σκοτώνει μέρα με τη μέρα κι εσύ κάθεσαι σαν ηλίθιος. Τι είσαι τελικά; Ένας απλός παρατηρητής είσαι. Τίποτα παραπάνω, ακούς; Φοβάσαι, γκρινιάζεις, μισείς και βαριέσαι. Ξεχειλίζεις από μιζέρια ρε καημένε.

Άρχισα να συνειδητοποιώ πως μάλλον δεν απευθυνόταν αποκλειστικά σε μένα. Μου έκανε τράκα ακόμη ένα τσιγάρο και βυθίστηκε σε μία ολιγόλεπτη περισυλλογή. Ανακουφίστηκα που επιτέλους το βούλωσε. Τεντώθηκα στην καρέκλα και άπλωσα τα πόδια. Παρακολουθούσα με απορία το χαμένο του βλέμμα και άρχισα να εκνευρίζομαι που δεν είχα κάποιον να μιλήσω στα σοβαρά. Στην τρίτη τζούρα ξεκίνησε το μονόλογο. Οι τύποι στο διπλανό τραπέζι χαζογελούσαν με την πάρτη μας.”

”Κι έπειτα φτάνει εκείνη η στιγμή που η απαράλλαχτη εικόνα της ζωής σου, αυτό το ανιαρό και εκνευριστικά προβλέψιμο έργο, ξεγελά με νέους τρόπους τα κουρασμένα μάτια σου. Μεταμορφώνει την σαπίλα σε άποψη, βλέπεις… Πείθεις τον εαυτό σου πως κάτι επιτέλους έχει αλλάξει, πως είσαι σωστός σε όλα και μαθαίνεις να αδιαφορείς για την ασχήμια που όλοι αναγνωρίζουν στην όψη σου. Σου αρκεί που έχει συμβεί κάτι, οτιδήποτε, πόσο μάλλον δίχως δική σου ευθύνη. Για ακόμη μία φορά, εσύ δεν έκανες τίποτα. Τώρα δε θα διστάσεις να μετατρέψεις σε καθολική αλήθεια την αθλιότητα, που μία ζωή δειλίας και καρτερικής ηλιθιότητας ζύμωσε μέσα σου. Ανάγεις σε ύψιστο αξίωμα την αναπόφευκτη κατάληξη στη μιζέρια και χαίρεσαι αρρωστημένα όταν άνθρωποι που δεν σου μοιάζουν σε ξεσκαρτάρουν ως ενοχλητικό και ιδιότροπο.”

Advertising

-Μίλτο, κόφ΄ το ρε να πούμε… Μας πήραν στο ψιλό ρε μαλάκα.

Διαβάστε επίσης  Φοβάμαι τον Αύγουστο γιατί παίρνει τις όμορφες στιγμές πίσω

-Βαριέμαι…τι πάει να πει βαριέμαι; Πως γίνεται να ξεστομίζεις κάτι τόσο ανόητο και ρηχό, πριν καν συνειδητοποιήσεις τι πραγματικά αρνείσαι; Καχεκτικά ανθρωπάκια με θέληση βαλσαμωμένη στο χυλό της δειλίας. Το σινάφι σας. Ένα αξιολύπητο μπουλούκι που ποτέ δεν ερωτεύτηκε, ποτέ δεν θέλησε, ποτέ δεν ήλπισε σε κάτι, παρά μόνο απέμεινε να γκρινιάζει και να ζηλεύει όσους με πολύ κόπο και περισσότερη γνώση τα κατάφεραν. Ένα χυδαίο τσούρμο από πρόστυχα και στερημένα ανθρωπάκια που μισούν οτιδήποτε ωραίο. Αξιοθρήνητοι γκρινιάρηδες που τρέμουν στην ιδέα πως ίσως δεν μοιραζόμαστε όλοι τον ίδιο βούρκο.

Έπειτα είναι η συνήθεια. Βαριέμαι φωνάζεις και σε καταλαβαίνω απόλυτα. Τόσο πολύ που κι εγώ βαριέμαι να σ’ ακούω. Δε συνεχίζω…καληνύχτα. Εσύ επιμένεις. ”Και τι με τη συνήθεια; Ζει κανείς χωρίς αυτή; Μία ρουτίνα είναι που μας τρέχει και μας παίζει κόσμο και κοσμάκη. Αιώνες τραβάει αυτή η ιστορία. Ρολόγια όλοι μας, άλλοι λιγότερο κι άλλοι περισσότερο κουρδισμένοι, χτυπάμε ώρα την ώρα ώσπου να μείνουμε από μπαταρία.” Μου σπας τα νεύρα. Δε σου απαντώ γιατί σε βαριέμαι.

”Εγώ συνήθισα”, φωνάζεις, ”και άλλο καλύτερο από αυτό δεν ξέρω να σου πω. Κάτσε εσύ να βασανίζεσαι. Με φαντασίες και άλλα τέτοια κανείς δεν προχώρησε, κι αν το έκανε, πες μου αν δεν έφαγε τα μούτρα του στο δρόμο”. Συνήθεια λοιπόν. Φάρμακο να ηρεμεί τις αισθήσεις…να σκοτώνει τη φαντασία που τόσο απεχθάνεσαι. Μα τι να την κάνεις τη φαντασία έτσι που κατάντησες; Ξέρεις κάτι όμως; Έπαψες να με εκνευρίζεις. Άρχισα να σε λυπάμαι. Κατάπιε το φάρμακο και ξαναγύρνα στον καναπέ, ξαναμπές στο προποτζίδικο, τράβα να δεις μπάλα…

Advertising

Πηγή: lifo.gr

– Εγώ την κάνω. Όταν σου περάσει η μαλακία πάρε τηλέφωνο.

Τα καλύτερα με περίμεναν το βράδυ. Αραγμένος στη μπάρα, και αρκετά ορεξάτος, δεν ήμουν προετοιμασμένος για δεύτερη δόση παράνοιας.

-Βαριέμαι ρε φίλε. Μπορούμε και καλύτερα…πολύ καλύτερα  (Παύση για ένα βίαιο ξέσπασμα λόξιγκα που με έπεισε να μην δώσω σημασία στο υπόλοιπο λογύδριο)

-Είμαι σίγουρος, είμαι σίγουρος σου λέω πως έχει πολύ ζουμί το πράμα. Αλλά είμαστε γκαβοί, δεν βλέπουμε μπροστά μας.

Advertising

-Τι λες ρε Μίλτο; Τι έπαθες;

-Δεν βλέπω φίλε, να τι έπαθα. Αρχίζω όμως να καταλαβαίνω… Μα είναι ακόμα νωρίς.

-4 το χάραμα είναι ρε Μίλτο…τι νωρίς; Σήκω ρε μαλάκα να κεράσουμε μία γύρα τα γκομενάκια…Τόση ώρα μόνες και εμείς εδώ σαν τους μαλάκες…

-Δεν το πιάνεις φίλε…

Advertising

-Τι να πιάσω ρε Μίλτο; Πας καλά; Θα φύγουνε ρε μαλάκα οι τύπισσες…

-Δεν πειράζει, καταλαβαίνω. Είναι ακόμα νωρίς σου λέω.

-Τι νωρίς ρε ηλίθιε; Θα ξημερώσει σε λίγο και ”γεια σας” οι γκόμενες. Θες να περιμένουμε να πάει 5; Μόνο εγώ θα έχω μείνει ρε ξεφτίλα. Εμένα θα κερνάς για να ακούω τις μαλακίες σου.

Διαβάστε επίσης  Αν η ψυχή ήταν βιβλίο, τα μάτια θα ήταν το εξώφυλλο

-Κάνεις τον ηλίθιο ή στ’ αλήθεια δεν το πιάνεις;

Advertising

-Σαν τι να πιάσω ρε Μίλτο; Είμαστε εδώ. Ποτό μπόλικο, φράγκα έχουμε, μουσικάρες ξηγιέται ο δικός σου…γιατί ρε δεν πάμε στα κορίτσια; Ακόμα ρε να πάρεις χαμπάρι εκείνο το ξανθό που σε καρφώνει; (Κανένα ”ξανθό” δεν τον κάρφωνε…)

-Θέλω να γυρίσω σπίτι.

-Μίλτο! Κόψε τις μαλακίες. Δε θα μ’ αφήσεις μόνο. Είπαμε να βγούμε σαν άνθρωποι, να γουστάρουμε. Τι γκρίνια σ’ έπιασε τώρα;

-Θέλω ένα άνθρωπο ρε συ…να μπω σπίτι και να με περιμένει κάποιος ρε φίλε. Βαριέμαι μόνος. Τα σιχάθηκα τα ίδια και τα ίδια. Και σου λέω, μας περιμένουν ωραία πράγματα ρε συ. Αλλά θέλει τρόπο το μπουρδέλο. Τι χάλι είναι αυτό ρε;

Advertising

-Γιατί ρε συ; Μήπως δε σ’ αρέσει το μαγαζί; Εσύ δεν είπες να έρθουμε; Δε σου αρέσουν οι τύπισσες; Άστες!  Λες αυτές να κόβουν φλέβα για πάρτη σου;

-Εσύ έχεις όρεξη αλλά εγώ βαριέμαι αδερφέ…

-Ρε μπας και θύμωσες που είπα να σου χρεώσουν τα σφηνάκια;

-Πόσα σφηνάκια ήπιαμε;

Advertising

-Ξέρω ‘γω; Όσα πήραμε. Μισές δουλειές θα κάνουμε;

-Χέστηκα για τα σφηνάκια.

-Μπράβο ρε Μίλτο!

Πηγή: avgi.gr

Εσύ ρε δεν το βλέπεις δηλαδή; Μας ρουφήξει αυτό το χάλι και δε λέει να μας ξεράσει. Εσύ δηλαδή δεν βαρέθηκες; Δε γουστάρω ρε άλλο…Ούτε σφηνάκια, ούτε γκομενάκια, ούτε τις μαλακίες σου. Γουστάρω να γελάσω…

Advertising

-Τι δεν πας μια τουαλέτα να κοιταχτείς στον καθρέφτη;

-Μόνο τόσο μπορείς ρε καημένε; Παραπέρα τίποτα να πούμε;

-Παραπέρα, τι ρε Μίλτο;

-Οι άνθρωποι φίλε…Γιατί ρε έπαψες να γουστάρεις τους ανθρώπους; Πού είναι ρε οι φίλοι σου;

Advertising

-Εμείς δεν είμαστε φίλοι ρε;

-Όχι ρε μαλάκα! Μπεκρήδες είμαστε. Αν δεν πίναμε παρέα δε θα κάναμε και παρέα.

-Μίλτο, τώρα λες μαλακίες, αλλά θα σε βρίσω όταν ξεμεθύσεις με το καλό.

-Πού είναι ρε μαλάκα η δικιά σου;

Advertising

-Πας καλά ρε; Δύο μήνες δεν έχω που χώρισα; Μαζί δεν τα πίναμε το ίδιο βράδυ;

-Ορίστε!

-Τι ορίστε ρε ηλίθιε;

-Να ρε γιατί σε παράτησε η τύπισσα!

Advertising

-Για πες το και μένα ρε Μίλτο…

-Επειδή είσαι μπεκρής ρε λέμε. Κι έχω αρχίσει να τους βαριέμαι τους μπεκρήδες.

-Μίλτο με χωρίζεις;

-Βαριέμαι με την πάρτη μας αδερφέ. Έχουμε πολλά να κάνουμε, πολλά να δούμε κι εμείς καθόμαστε και λιώνουμε σ’ ένα σκαμπό. Έχουμε ανάγκη από μαθήματα ρε!

Advertising

-Τι σόι μαθήματα;

-Πρέπει να ξαναβγούμε στον κόσμο, ρε μπούφο. Να γυρίσουμε κι αλλού το μάτι μας. Αρρώστησα ρε!

Διαβάστε επίσης  Να βρεθούμε για καφέ να τα πούμε!

-Θες να σε πάω στο πάρκο αύριο; Να ταΐσεις τα περιστέρια;

-Θέλω να τα ξαναβρείς με τη Δώρα.

Advertising

-Μίλτο, δε σου το είχα, αλλά είσαι πολύ ηλίθιος τελικά.

-Φεύγω αδερφέ. Τα ποτά από μένα. Πάρε τη Δώρα. Εμείς θα τα πούμε αύριο. Για καφέ. Μόνο για καφέ!

Με άφησε να συνεχίσω μόνος μου το σπορ της μπάρας που τόσο είχε βαρεθεί και σηκώθηκε πετώντας μου τρία πενηντάευρα. Δεν είχα καμία πρόθεση να αφήσω το φιλοδώρημα στον ξινομούρη πίσω από το μπαρ, οπότε αποφάσισα να τα χαλάσω για την πάρτη μου. Παρήγγειλα ακόμη ένα ποτό και υποσχέθηκα στον εαυτό μου να μεθύσω όσο χρειαζόταν, ώστε να μη σκέφτομαι τις παραξενιές του Μίλτου.

Τσάμπα κόπος…”Ίσως και να έχει δίκιο ο μαλάκας”. Πάλευα να φέρω στη μνήμη μου όλες τις ασυναρτησίες, που μέσα σε μισή ώρα με είχαν ζαλίσει περισσότερο από ένα μπουκάλι ουίσκι. Κάτι είχε αλλάξει ωστόσο. Ένιωθα ανακουφισμένος από την απουσία του. Αυτά τα πράγματα, καλό είναι να τα σκέφτεται μόνος του κανείς. Το ξέρω πως ένιωθε την ανάγκη να με κάνει να συμφωνήσω. Δεν ήθελε να μιλήσει, όσο να με κατατροπώσει με την αλήθεια του. Να μου δείξει πόσο λίγος ήμουν απέναντι στη νέα εκδοχή του εαυτού του. Πάλευε να πείσει τον εαυτό του πως είχε πραγματικά αλλάξει κι εγώ χρησίμευα για τη σύγκριση. Μας έκανα τη χάρη να υποκρίνομαι τον ηλίθιο γιατί καταλάβαινα πως έπρεπε να φύγει. Έπρεπε να μείνω μόνος για να παραδεχτώ πως κι εγώ θέλω να γελάσω, πως κι εγώ βαριέμαι όσο εκείνος.

Advertising

Όσο για το Μίλτο, μόνο με το περπάτημα θα την έβγαζε καθαρή. Ένας σύντομος περίπατος στο κρύο χάραμα μετριάζει κατά πολύ την επίδραση μιας μεθυσμένης αυτοκριτικής. Δεν ξέρω τι γίνεται με την ελπίδα. Εκείνη την κρυφή αγωνία για κάποια δική του ”Δώρα” ίσως να ήταν χειρότερη από την ξαφνική του μανία για αλλαγές. Όπως και να έχει, γλίτωσα το δακρύβρεχτο ξέσπασμα που θα ακολουθούσε εάν του ζητούσα να μείνει.

Μα και πάλι, δεν μπορούσα να αρνηθώ πως είχε δίκιο. Αν όχι για τη Δώρα, τότε σίγουρα για όλα τα υπόλοιπα. Κάτι έπρεπε να κάνω για τη σχέση μου με  την υπόλοιπη ανθρωπότητα. ”Να ξαναβγούμε στον κόσμο”, τον θυμήθηκα να φωνάζει με παράπονο. Φάνταζε καλή αρχή. Ξεκίνησα βγαίνοντας από το μπαρ. Υποσχέθηκα στον εαυτό μου να σεβαστώ τη ρητή του εντολή να βρισκόμαστε μόνο για καφέ. Μέχρι που σκέφτηκα να οργανώσω και εκείνο το ταξιδάκι που λέγαμε με τη Δώρα. Χωρίς εκείνη θα μου ήταν παιχνιδάκι να ”γυρίσω το μάτι και αλλού” και πάλι κατά τα λεγόμενα του φίλου μου. Αποφάσισα να τον πάρω κι αυτόν μαζί μου. Του το χρωστούσα που μου άνοιξε τα μάτια. Ξεκίνησα να περπατάω ελπίζοντας πως θα τον έβρισκα να ξερνάει στο παραδίπλα στενό.

 

 

 

 

Λατρεύω τις ροκιές και κάπου κάπου τη βρίσκω με ρεμπέτικο. Μου αρέσουν οι άνθρωποι που γελάνε με την πάρτη τους και δεν μιλάνε για άλλους ανθρώπους. Γράφω γιατί ούτε κι εγώ πολυμιλάω.

Αρθρα απο την ιδια κατηγορια

Κολλημένοι στη ζάλη, χαμένοι...

Κολλημένοι στη ζάλη, χαμένοι…

Κολλημένοι στη ζάλη. Σε μια φούσκα με εμάς να κοιτάμε
Ροδώπις: Η πρώτη εκδοχή της Σταχτοπούτας

Ροδώπις: Η πρώτη εκδοχή της Σταχτοπούτας

Η ιστορία μιας φημισμένης γυναίκας που οι αρχαίοι συγγραφείς προδίδουν