Αϋπνίες

10 Ιανουαρίου 2024

Αϋπνίες

Έχω νεύρα και είμαι άϋπνος . Σίγουρα για το πρώτο ευθύνεται το δεύτερο, μα όχι και τόσο. Είναι πολλές οι μέρες που έχω συνηθίσει και υπομένω τον πονοκέφαλο και την σύγχυση, που επιφέρει η έλλειψη ποιοτικού και ήρεμου ύπνου, οπότε ετοιμάζω τον τέταρτο συνεχόμενο καφέ, ενώ προσπαθώ να εξακριβώσω τη βαθύτερη αιτία του εκνευρισμού μου.

Με το ζήτημα της αϋπνίας θα καταπιαστώ αφού ολοκληρώσω το μεσημεριανό μου

οπότε κι ελπίζω να καταφέρω να βυθιστώ σε εκείνο το λήθαργο που ακολουθεί τη λαιμαργία, υπερισχύοντας απέναντι σε κάθε προσπάθεια για σκέψη και προβληματισμούς, Δεν πρόκειται για τεμπελιά ή κάποια ιδιότυπη μορφή άρνησης με απώτερο σκοπό την απόδραση από την πραγματικότητα. Αυτό που βλέπω εγώ είναι μία πρακτική και άμεση λύση, σχεδόν αυτοπραγματούμενη, σε ένα πρόβλημα που με ταλανίζει με ανησυχητική συχνότητα.

Advertisements
Ad 14

Ανάβω τσιγάρο, μυρίζω τον καφέ που αχνίζει στο φλιτζάνι του και στερεώνω τα γυαλιά ηλίου μπροστά από τα κατακόκκινα μάτια μου.

Δεν καταφέρνω να μην εκνευριστώ ακόμη περισσότερο με το γεγονός πως είμαι αναγκασμένος  να περιμένω ώσπου να κρυώσει ο καφές, μα μία άμεση ενεργοποίηση της μνήμης ζωντανεύει μέσα μου την αίσθηση του να ζεματίζω τη γλώσσα μου από κλασική ανυπομονησία, οπότε επανέρχομαι στο σκοπό μου. Τι με έφερε εδώ; Γιατί τόσα νεύρα και προς τι όλος αυτός ο θυμός; Απλώνω τα πόδια μου στο κάγκελο της βεράντας και ξεκινώ τις αναδρομές.

Δεν είμαι μοιρολάτρης, μα ένας εκρηκτικός συνδυασμός ανθρώπων και καταστάσεων μου δίνει γρήγορα να καταλάβω πως η μέρα μου δε θα πάει καλά. Μία αγενέστατη, παθολογικά παχύσαρκη δημόσια υπάλληλος, βυθισμένη στην αιώνια και κατασκονισμένη υπηρεσιακή χαρτούρα πίσω από το γκισέ, έχοντας προ πολλού εξαντλήσει κάθε άμυνα απέναντι στην ολική κατάπτωση στο φάσμα της υστερίας, ξεσπά τώρα σε μπουγάτσες, 100άρια Marlboro και ανυποψίαστους πολίτες σαν και του λόγου μου. Ένα κατά τ’άλλα συμπαθέστατο και γλυκύτατο αγοράκι, πιασμένο από το χέρι της μητέρας του, κανα δυο φάτσες πιο πίσω στην ουρά, δε λέει να το βουλώσει όσο υποβάλλομαι στο διπλό  μαρτύριο της αναμονής και της ορθοστασίας. Το χαρακτηριστικό ροζ χαρτάκι στο γεμάτο κουτσουλιές παρμπρίζ του αυτοκινήτου και ο ιδρώτας κάτω από το μάλλινο πουλόβερ, όλα τους σαφείς προειδοποιήσεις πως η υπόλοιπη μέρα μου δε θα διαφέρει από αυτό το πρώτο δίωρο της εξόδου μου στον κόσμο, μετά  από μία νύχτα τηλεοπτικής αποχαύνωσης.

Διαβάστε επίσης  Ταυτότητα. Από τη Νικολέτα Γεωργάκη

Σκέφτομαι τους πάντες και τα πάντα απολαμβάνοντας την απομόνωση του μικροσκοπικού μπαλκονιού του τρίτου ορόφου. Ανακαλώ πρόσωπα και κουβέντες, ανασυνθέτω από μνήμης τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του προσώπου της υπαλλήλου ελπίζοντας να ξεδιαλύνω μία ελάχιστη υποψία ανθρωπιάς που το πάχος και η ρουτίνα δεν κατάφεραν να καλύψουν. Το μυαλό μου τρέχει στην κλήση για παράνομη στάθμευση και το μικροσκοπικό ροζ χαρτάκι που επιβεβαιώνει αυτό που περίμενα στημένος για τρία τέταρτα της ώρας στην ουρά. Σκέφτομαι την ομοιότητα που έχει μία χειρόγραφη κλήση με τα ροζ διαφημιστικά φυλλάδια που μοιράζουν τα strip clubs: Είσοδος με ποτό 15  ευρώ. Πριβέ χορός 25 ευρώ.  Ένα ποτό και ο πολύτιμος χρόνος μίας καλλίγραμμης κοπέλας με ψεύτικο όνομα και ακόμη πιο ψεύτικα στήθη δεν φτάνουν να καλύψουν το κόστος μίας παράνομης στάθμευσης.

Δεν καταφέρνω να εντοπίσω την πηγή του εκνευρισμού μου όσο και να προσπαθώ. Είναι όλα απλές εικόνες, περαστικές και ανούσιες. Δεν δικαιολογείται τέτοια μιζέρια και τόση οργή, ειδικά όταν ο καφές έχει κρυώσει για τα καλά και το μεσημεριανό είναι σχεδόν έτοιμο. Τραβάω δεύτερο τσιγάρο από το πακέτο, μετράω τα υπόλοιπα, μα σταματώ στα μισά συνειδητοποιώντας πως δε θα χρειαστεί να κατέβω στο περίπτερο μέχρι αργά το βράδυ. Βολεύομαι καλύτερα στο καρεκλάκι μου και παρατηρώ με ενδιαφέρον τα πουλιά στο κλουβί της απέναντι βεράντας. Θλιβερό θέαμα. Αφύσικο και φρικαλέο. Ευχαρίστως θα τον πλάκωνα στο ξύλο τον ιδιοκτήτη αυτού του κλουβιού.

Αφήνω τα ανυπεράσπιστα πτηνά στο καθημερινό τους μαρτύριο και μπαίνω στην κουζίνα. Στο ψυγείο τρεις μπύρες και τρία ξινόμηλα. Μου άρεσε η συμμετρία. Έκλεισα το ψυγείο και άναψα ακόμη ένα τσιγάρο. Δεν έκανα και πολύ κέφι να καπνίσω, μα είχα πολλά τσιγάρα ακόμη και μου επέτρεψα αυτήν την πολυτέλεια, ενώ παρακολουθούσα το φαγητό να σιγοψήνεται στο φούρνο. Το πρόβλημα με τις αϋπνίες είναι η διαρκής υπερένταση που διαδέχεται την πρωινή κατάπτωση κάθε αποθέματος ψυχικής και σωματικής ενέργειας. Είναι τέτοια η υπερδιέγερση των αισθήσεων που η ανάγκη για κάποια-οποιαδήποτε- απασχόληση καταντά κανονικό μαρτύριο. Μια διαρκής, πυρετώδης εναλλαγή μεταξύ αδιάφορων ενασχολήσεων που όμως δεν αρκεί για να νυστάξεις και να αποκοιμηθείς ενώ το φαγητό ψήνεται στο φούρνο.

Διαβάστε επίσης  Διαβάζοντας βιβλία των «Four Horsemen». Από τη Μαρία Σκαμπαρδώνη

Κάπου ανάμεσα σε αυτές τις αργόσχολες επιδρομές μου για διακοσμητικές μικροπαρεμβάσεις και ανολοκλήρωτες επιχειρήσεις φασίνας, σκέφτηκα να τηλεφωνήσω στην Άννα. Είχα καιρό να τη δω, μα δεν μπορώ να πω πως το επεδίωξα κιόλας. Με εκνεύριζε η απλοϊκότητα της. Πιο πολύ με πείραζε που αντιλαμβανόταν την επιμονή μου να ασχολούμαι με πράγματα που μου αρέσουν ως καθαρή τεμπελιά, μα ποτέ ως απόδειξη δημιουργικότητας και ελεύθερης σκέψης. Άνθρωποι κολλημένοι στη ρουτίνα είναι είτε φοβισμένοι είτε ηλίθιοι. Ενίοτε και τα δύο. Η Άννα δεν ήταν τίποτα από τα δύο. Η Άννα ήταν απλώς η Άννα. Της τηλεφώνησα γιατί είχα ανάγκη να αισθανθώ ανώτερος από κάποιον.

Μία άνοστη, ολιγόλεπτη συνομιλία ήταν αρκετή για να συνοψίσει ο καθένας μας όσα- τυπικά μόνο- μπορούσαμε πλέον να αποκαλύπτουμε μεταξύ μας. Δεν της μίλησα για τις αϋπνίες, δε μου μίλησε για κανέναν παρτενέρ που πιθανότατα με είχε αντικαταστήσει στη θέση αυτού που κοιμόταν δίπλα της. Έκλεισα το τηλέφωνο και κατέβηκα στο ψιλικατζίδικο δίχως συγκεκριμένο σκοπό. Κατέληξα με ένα ένθετο σκανδιναβικών σταυρολέξων και ένα ζευγάρι πλαστικά γάντια. Σκόπευα να καθαρίσω το μπάνιο εάν και πάλι δεν κατάφερνα να κοιμηθώ το βράδυ. Τσιγάρα δεν πήρα. Ήθελα να έχω ένα καλό λόγο να ξανακατέβω αργότερα μήπως και κουραστώ λιγάκι παραπάνω και νυστάξω.

Μία πορεία κατευθυνόταν ορμητικά προς το μέρος μου. Κόκκινες σημαίες, μπερδεμένα συνθήματα και πολύχρωμα πανό, το περιεχόμενο των οποίων δεν είχα ούτε την όρεξη μα ούτε και το κουράγιο να συλλαβίσω. Νέες φάτσες, αγόρια και κορίτσια, μπλεγμένα σε μία άμορφη, παρδαλή μάζα βάδιζαν συντονισμένοι στο μισοπερήφανο μεράκι που δημιουργεί ο συλλογικός παλμός της εναντίωσης στο κατεστημένο. Συχνά με πιάνουν τύψεις όταν τυχαίνει και συναντώ πολυπληθείς διαδηλώσεις σαν κι αυτή. Γιατί δεν είμαι κι εγώ ανάμεσα σε αυτό το πλήθος που κραυγάζει ζητώντας κάτι που -σχεδόν πάντα-ακούγεται λογικό και δίκαιο; Τη φάση της ”αριστερής” μου αφύπνισης την πέρασα εδώ και καιρό. Όμορφη περίοδος. Διάβασα πολύ, ήπια περισσότερο, γνώρισα τη Γιώτα.

Μας πήρε κάμποσο καιρό μέχρι να διακόψουμε κάθε επαφή μα σίγουρα όχι όσο χρειάστηκε ώσπου να αποχωριστώ τον μετ-εφηβικό μου επαναστατισμό. Αυτό έγινε αρκετά γρήγορα, σχεδόν από τη μία μέρα στην άλλη. Φαίνεται δεν το είχα μέσα μου το επαναστικό στοιχείο, οπότε και δεν ήμουν ικανός να συμβαδίσω με τη νοοτροπία του σύγχρονου αγωνιστή που στα δικά μου μάτια φάνταζε φτηνός και ψευδό-κουλτουριάρικος σνομπισμός. Ίσως γι’ αυτό να έπαψε να μου μιλά η Γιώτα. Τελικά, ίσως να ήταν κι εκείνη το ίδιο απλοϊκή με την Άννα. Τι σημαίνει που η μία έβαφε νύχια και η άλλη πλακάτ; Ασυγχώρητη σπατάλη νιότης και ελεύθερου χρόνου.

Διαβάστε επίσης  Η Συμπεριφορική Ψυχοθεραπεία βασίζεται στη Νευρογλωσσική Επιστήμη. Από τη Σόφη Λαμπροπούλου

Τουλάχιστον με την Άννα αισθανόμουν πάντα άνετα σε ένα κυριλέ μπαράκι σαν αυτά που γούσταρε η φαντασμένη παρέα της. Μου μετέφερε λίγο από την αέρα της, εκείνη τη φτιαχτή χάρη και το χαζοχαρούμενο κέφι που χαρακτηρίζει όλους τους ηλίθιους και ρηχούς ανθρώπους. Φυσικά, δεν την κατηγορώ. Κάθε άλλο. Ίσα ίσα, ήταν από τους λίγους ανθρώπους που με έβγαλαν απ’ το κουκούλι μου, συστήνοντάς με σε έναν άγνωστο, μέχρι τότε κόσμο ελαφρότητας και υποκρισίας. Γινόμουν δίπλα της κι εγώ ένας ψηλομύτης με περιπαικτικό, ηλίθιο γελάκι και cocktail των 12 ευρώ στο χέρι, που στην πραγματικότητα κόστιζε 24 αφού η Άννα δεν πλήρωνε ποτέ για τα ποτά της.

Παρακολουθούσα ακίνητος την πορεία να απλώνεται στην πλατιά λεωφόρο σαν ένα κοπάδι άλογα που αμολήθηκαν από κάποιο φλεγόμενο ράντζο.  Σκεφτόμουνα την αντίθεση ανάμεσα στις δυο τους. Άννα και Γιώτα. Δεν με ενδιέφερε να κρίνω τον τρόπο που η καθεμία επέλεξε να περνά τις μέρες της, μα αισθάνθηκα μία απρόσμενη ικανοποίηση συνειδητοποιώντας πως η ερωτική μου ζωή ίσως και να είχε αυτό που κανείς ονομάζει ποικιλία. Κι αν όχι αριθμητική, σίγουρα ποιοτική.

Άννα και Γιώτα. Ένα δίπολο που από καιρό έπαψε να με απασχολεί δίχως αυτό να σημαίνει πως δεν χαιρόμουνα για όσα καλά αποκόμισα και από τις δύο πλευρές. Δεν μπορούσα παρά να είμαι ευχαριστημένος. Όχι ευγνώμων. Ευγνωμοσύνη απευθύνουμε προς κάτι που μας προσφέρεται στο πιάτο. Αβίαστα και χωρίς κόπο. Όχι. Είχα  παλέψει και για τις δύο και ναι: ήμουν ευχαριστημένος που επιτέλους καταλάβαινα πως ποτέ δεν διέφεραν και τόσο μεταξύ τους, παρά εγώ από εκείνες.

Ξαφνικά παύω να αισθάνομαι και τον ελάχιστο εκνευρισμό. Ακόμη κι οι αϋπνίες φαντάζουν μακρινό παρελθόν και μία ελπίδα πως απόψε θα κοιμηθώ σαν μωρό παιδί αρχίζει να μετατρέπεται σε βεβαιότητα. Την κάνω στα γρήγορα γιατί αρχίζουν να πλακώνουν οι αστυνομικοί. Ούτε που θέλω να φαντάζομαι τη Γιώτα ανάμεσα στο αλαφιασμένο πλήθος, να τρέχει να ξεφύγει από τη μανία κάποιου αστυνομικού.

Αρθρα απο την ιδια κατηγορια

Η κοινωνική πραγματικότητα των αστέγων

Η κοινωνική πραγματικότητα των αστέγων έχει τις ρίζες της σε

Immaculate: Θρησκευτικό horror και η διπλή έλικα του DNA

Αρχικά, όταν κυκλοφόρησε το trailer του Immaculate όλοι οι λάτρεις