Σκοτάδι. Βαθύ σκοτάδι και ερημιά επικρατούσε γύρω της και αυτή η ησυχία την τρόμαζε. Η νύχτα είχε απλώσει τα πέπλα της στον ουρανό και τα άστρα τρεμόπαιζαν αδύναμα στο ρυθμό του «μαέστρου» αέρα που φυσούσε απαλά σα χάδι στους άδειους δρόμους και στις έρημες πλατείες. Έψαχνε για λίγο θόρυβο, για λίγη ζωή, μα όλα ήταν μαύρα και έρημα.
Περπατούσε με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος και με βήμα αργό. Ένα, δύο, τρία βήματα, περπατά και συνεχίζει να μετρά: τέσσερα, πέντε, έξι, εφτά͘ αν και η μέση της γέφυρας φαίνεται κοντά της εκείνη συνεχίζει να περπατά αργά. Ίσως από φόβο, ίσως πάλι για να δώσει την ευκαιρία στον εαυτό της να αλλάξει γνώμη έστω και τελευταία στιγμή και να κάνει πίσω. Δεν ξέρει τι κάνει, το μόνο που ξέρει είναι πως περπατάει αργά και χωρίς να χάσει το μέτρημα. Οχτώ, εννιά, δέκα και το απαλό αεράκι του Αυγούστου της χτυπά το πρόσωπο και της χαϊδεύει απαλά σαν χάδι τα μαλλιά. Έντεκα, δώδεκα, δεκατρία και τα αυτοκίνητα περνούν από δίπλα της βιαστικά, χάνονται γρήγορα στο σκοτάδι όπως θέλει να χαθεί και η ίδια. Δεκατέσσερα, δεκαπέντε, δεκαέξι, δεκαεφτά και τα μαλλιά της πέφτουν μπροστά στα μάτια της εμποδίζοντας την να δει καθαρά, αλλά με αργές κινήσεις τα φτιάχνει και συνεχίζει το μέτρημα. Δεκαοχτώ, δεκαεννέα, είκοσι, εικοσιένα και ένα αδέσποτο σκυλί περνάει γρήγορα από μπροστά της αφήνοντάς τη γρήγορα και πάλι μόνη. Είκοσι δυο, είκοσι τρία, είκοσι τέσσερα, είκοσι πέντε και νιώθει έναν πόνο στην καρδιά σαν καρφί που το χτυπούν δυνατά, είκοσι έξι, είκοσι εφτά, είκοσι οχτώ, είκοσι εννιά και επιτέλους φτάνει στην μέση της γέφυρας. Αυτός ήταν ο στόχος της από την αρχή μόλις βγήκε από το σπίτι της κλείνοντας πίσω της την πόρτα αθόρυβα σαν τον κλέφτη, να φτάσει στην μέση της γέφυρας που ενώνει τους Αγίους Αναργύρους με την Νέα Χαλκηδόνα.
Απλώνει τα χέρια της στα σκουριασμένα σίδερα, τα σφίγγει γερά νιώθοντας την μεταλλική γεύση του σίδερου στο στόμα της και κοιτάζει κάτω. Τα λιγοστά αυτοκίνητα περνούν με ταχύτητα την εθνική οδό και ο Κηφισός που άλλοτε ήταν στολίδι της περιοχής, τώρα είναι ένα ερείπιο που προσπαθεί να σώσει ότι σώζεται.
Αναπνέει αργά, γεμίζει τα πνευμόνια της με αέρα και κοιτάζει ψηλά στον ουρανό ψάχνοντας ένα σημάδι. Κάτι που θα την κάνει να αλλάξει γνώμη έστω και την τελευταία στιγμή. Δεν ξέρει γιατί αναζητά σημάδια αφού «ποτέ δεν ήμουν θρήσκα», συλλογίζεται. Σίγουρα αν την έβλεπε κάποιος εκείνη την στιγμή θα την περνούσε για τρελή.
Οι δρόμοι είναι άδειοι και το μόνο που ακούγεται είναι οι ήχοι από τα αυτοκίνητα που περνούν από κάτω της και από κάπου μακριά άκουγε τον αδύναμο ήχο ενός τραγουδιού, μιας καλοκαιρινής επιτυχίας που παίζονταν παντού όλο το καλοκαίρι, από μια κοντινή καφετέρια που παρά το προχωρημένο της ώρας, ο DJ είχε δυναμώσει τον ήχο και οι παρευρισκόμενοι χόρευαν και τραγουδούσαν στους ρυθμούς της μουσικής του Despacito. Έφηβοι και νέοι που ακόμα ζούσαν την ζωή τους σε μία χώρα που βυθίζονταν όλο και πιο πολύ στο σκοτάδι αρνούμενοι να δουν την πραγματικότητα που τους κατέκλυζε.
Ήταν τόσο απορροφημένη στις σκέψεις της που δεν άκουσε καθόλου τα βήματα που την πλησίαζαν, αλλά ούτε και πρόσεξε την σκιά που κατευθύνονταν προς το μέρος της με τα χέρια στις τσέπες. Μόνο όταν έκατσε δίπλα της και άπλωσε και εκείνος τα χέρια του στο σίδερο συνειδητοποίησε πως κάποιος στέκονταν δίπλα της στην μέση της γέφυρας. Στην αρχή φοβήθηκε μα στη συνέχεια τον κοίταξε περίεργα με ένα άγριο βλέμμα θέλοντας να του καταστήσει σαφές πως ήθελε να μείνει μόνη της, πως το μέρος εκείνο όπου στέκονταν, αφού είχε έρθει πρώτη ήταν δικό της και δεν δεχόταν απρόσκλητους επισκέπτες. Ποιος ήταν αυτός ο άντρας που στέκονταν δίπλα της χωρίς να της μιλά και δεν την άφηνε να ολοκληρώσει την δουλειά της; Ό,τι είχε σκοπό να κάνει θα το έκανε μόνη της, δε χρειαζόταν να τη δει κάποιος, δε χρειαζόταν κανένα δεκανίκι. Έτσι και αλλιώς, όλος ο κόσμος θα τη μάθαινε από αύριο. Τηλεοράσεις και εφημερίδες θα την είχαν σαν πρώτο θέμα για μέρες. «Νεαρή κοπέλα, αυτοκτόνησε πέφτοντας από τη γέφυρα λίγο μετά τις 3 τα ξημερώματα του Σαββάτου, βυθίζοντας σε πένθος και θλίψη τα αγαπημένα της πρόσωπα» σκέφτονταν εκείνη χωρίς όμως να πάρει το βλέμμα της ούτε στιγμή από τον ψηλό άντρα με τους γκρίζους κροτάφους που στέκονταν δίπλα της κοιτώντας και αυτός τα αυτοκίνητα που διέσχιζαν με φόρα την εθνική οδό.
Τα μάτια του ήταν καστανά και μελαγχολικά, επίμονα και κάπως σκεφτικά σαν να ταξίδευε και ο ίδιος κάπου αλλού. Την ηλικία του δεν μπορούσε να τη υπολογίσει με ευκολία, αφού το καλογυμνασμένο σώμα του και τα πυκνά μαλλιά του με τις ελάχιστες άσπρες τρίχες στους κροτάφους του έδιναν μια επιπλέον γοητεία που δεν ταίριαζε με την πραγματική του ηλικία. Φορούσε ένα ακριβό τζιν και από πάνω ένα γαλάζιο πουκάμισο με σηκωμένα τα μανίκια στους αγκώνες και λίγο ανοιχτό μπροστά στο άτριχο γυμνασμένο του στήθος.
«Ωραία εικόνα έτσι;» έσπασε τη σιωπή ο άντρας συνεχίζοντας όμως να κοιτά ευθεία μπροστά του. Ένα ξεψυχισμένο μουγκρητό βγήκε μετά βίας από τα χείλη της απλά και μόνο για να την αφήσει ήσυχη και να φύγει. Δεν είχε χρόνο για χάσιμο, ούτε για γνωριμίες͘ έπρεπε να δώσει ένα τέλος στη ζωή της, δεν άντεχε άλλο και αυτός ο άντρας που στέκονταν εκεί δίπλα της την εμπόδιζε να ολοκληρώσει το έργο της.
«Μάκης για τους φίλους, Γεράσιμος για τους άλλους» συνέχισε ο άντρας κοιτώντας πάντα σταθερά μπροστά και μιλώντας λίγο πιο δυνατά αυτή τη φορά.
«Άκου Μάκη ή Γεράσιμε ή όπως αλλιώς σε λένε, δεν ήρθα εδώ τέτοια ώρα για να πιάσω κουβέντα με έναν άγνωστο. Αν θες άσε με μόνη μου, εντάξει;» του απάντησε εκείνη εκνευρισμένη διώχνοντας τα μαλλιά της από το πρόσωπο της.
«Δεν είναι ευγενικό να μη λες το όνομά σου όταν κάποιος σου λέει το δικό του» της απάντησε εκείνος με το ίδιο ήρεμο βλέμμα και τη ζεστή φωνή του.
«Αν σε νοιάζει το όνομα μου θα το μάθεις αύριο. Θα το παίζουν παντού, ή έτσι νομίζω τουλάχιστον», απάντησε εκείνη θυμωμένη κοιτώντας τον.
«Ωραία βραδιά απόψε, συμφωνείς;», συνέχισε ο άντρας και γύρισε το πρόσωπο του αφήνοντας ένα αχνό χαμόγελο να του ξεφύγει δημιουργώντας δύο μικρά λακκάκια ανάμεσα στα γένια του που τον έκαναν ακόμα πιο γοητευτικό.
Το ζεστό του χαμόγελο, τα όμορφα μάτια του αλλά κυρίως η ηρεμία του προσώπου του την έκαναν να χαλαρώσει και να τον εμπιστευτεί. «Ελένη για τους άλλους και Λένα για τους φίλους» είπε ξεφυσώντας δυνατά και κοιτώντας τον στα μάτια. Ο Μάκης, χαμογελώντας με εκείνο το χαμόγελο που πάντα κέρδιζε τον κόσμο, της άπλωσε το χέρι του και η Λένα μη μπορώντας να του αντισταθεί του έδωσε το δικό της. Αγγίζοντάς τον ένιωσε ασφάλεια και ζεστασιά. Ένιωσε ήρεμη και δυνατή συνάμα.
Έχοντας το χέρι της σφιχτά στο δικό του που έτρεμε και κοιτώντας τη στα μάτια αυτή την φορά της πρότεινε να τον ακολουθήσει. «Έλα μη φοβάσαι» της είπε σφίγγοντας ελαφρά το χέρι της και η Λένα, παρά τον αρχικό της δισταγμό για αυτόν τον απρόσκλητο άγνωστο επισκέπτη που εμφανίστηκε μπροστά της έτσι ξαφνικά από το πουθενά, τον ακολούθησε δειλά. «Που πάμε;» τον ρώτησε κάποια στιγμή καθώς περπατούσαν η μία δίπλα στον άλλο σιωπηλοί. «Μη φοβάσαι. Εδώ πιο κάτω, στο μοναδικό περίπτερο που είναι ανοιχτό τέτοια ώρα» της απάντησε ενώ περπατούσαν αργά.
Στο περίπτερο ο Μάκης χαιρέτησε τον ηλικιωμένο άντρα με τα γυαλιά που έλυνε σταυρόλεξα καθισμένος στην καρέκλα του και άνοιξε αμέσως το ψυγείο με τις μπύρες. Πήρε 5 μπουκάλια, πλήρωσε και αφού ο άντρας τις έβαλε σε μια σακούλα, οι δυο τους πήραν πάλι τον δρόμο προς την γέφυρα.
Μόλις έφτασαν πάλι στην μέση της γέφυρας ο Μάκης κάθισε κάτω ακουμπώντας την πλάτη του στα σίδερα και της έκανε νόημα να καθίσει δίπλα του. Για μια στιγμή δίστασε η Λένα, φευγαλέα πέρασε από το μυαλό της πως δεν ήθελε να λερώσει το φόρεμα της, μα αμέσως γέλασε με την ιδέα αυτή αφού σε λίγο δε θα είχε καθόλου σημασία. Ίσως στον άλλο κόσμο να ήταν γυμνή ή να φορούσε άλλα ρούχα, σκέφτηκε και κάθισε δίπλα του. Ο Μάκης έβγαλε από τη σακούλα το πρώτο μπουκάλι μπύρας, το άνοιξε με το κλειδί του σπιτιού του και το έδωσε στην Λένα που καθόταν δίπλα του και τον κοιτούσε απορημένη. Στη συνέχεια αφού άνοιξε και το δεύτερο μπουκάλι τσούγκρισαν τις δύο μπύρες και ήπιαν από μια γεμάτη δόση μπύρας κοιτώντας τα αυτοκίνητα που περνούσαν από κάτω τους τρέχοντας σαν τρελά στην άδεια Εθνική, δίπλα στο στεγνό πλέον Κηφισό που είχε γίνει στέκι ποντικών και τεράστιων κατσαρίδων που έκαναν την εμφάνιση τους μόνο την νύχτα.
«Καλύτερα τώρα;», είπε ο Μάκης κοιτάζοντας τη Λένα στα μάτια για λίγο και μετά το βλέμμα του γύρισε πάλι μπροστά. Η Λένα ήθελε να του πει πως ναι, από τη στιγμή που κέρδισε την εμπιστοσύνη της ένιωθε καλύτερα, ένιωθε όμορφα αλλά ένας κόμπος στον λαιμό δεν την άφηνε να μιλήσει. Αρκέστηκε στο να κουνήσει το κεφάλι της καταφατικά και να βγάλει έναν ήχο σα μουγκρητό. «Σίγουρα θα με περνάει για τρελή» σκέφτηκε αλλά δεν είπε τίποτα και ήπιε πάλι λίγη από την μπύρα της.
Εκείνος ήπιε άλλη μια δυνατή γουλιά αδειάζοντας το μπουκάλι με τη μπύρα μέχρι τη μέση και, δείχνοντας το ποτάμι, της είπε πως ο Κηφισός είναι ο μεγαλύτερος ποταμός της Αττικής με μήκος 27 χιλιόμετρα και πως ο ποταμός αυτός είχε αξιοποιηθεί για πρώτη φορά στην εποχή του Αδριανού, όταν κατά μήκος του κατασκευάστηκε επί ρωμαϊκών χρόνων το πρώτο οργανωμένο υδρευτικό σύστημα για την Αθήνα. «Καθηγητής Ιστορίας;» ρώτησε, βρίσκοντας πάλι τη φωνή της η Λένα που νόμιζε πως την είχε χάσει.
«Όχι, εραστής της μάθησης και της γνώσης» είπε εκείνος πίνοντας λίγη μπύρα ακόμα. «Ξέρεις, σε αυτή τη χώρα ποτέ δε δίνουμε σημασία στο παρελθόν, έχουμε την τάση να λησμονούμε ότι ανήκει στα παλιά. Νοιαζόμαστε μόνο για το αύριο, ούτε καν το παρόν δεν μπορούμε να ζήσουμε, δεν ήμαστε άξιοι ούτε για αυτό, να ζήσουμε τη στιγμή, το κάθε λεπτό σα να είναι και το τελευταίο μας. Κοιτάμε πάντα το αύριο Λένα, πότε θα πάρουμε την άδεια, πότε θα έρθει το καλοκαίρι, πότε θα παντρευτούμε, πότε θα πληρώσουμε το ενοίκιο. Γίναμε ένα σωρό ΘΑ που μας τρώνε την ψυχή και δε μας αφήνουν να ζήσουμε», της είπε κοιτώντας την στα μάτια.
Η Λένα πίνοντας άλλη μια γουλιά από την μπύρα της ένιωσε να φεύγει εντελώς ο κόμπος από το στόμα της και η γλώσσα της να έχει λυθεί. Βρίσκοντας σιγά σιγά τον εαυτό της του είπε για τις τελευταίες πλημμύρες που έγιναν πριν δύο χρόνια, με αποτέλεσμα το αλλοτινό στολίδι των Αθηνών ̶όπως το είχε αποκαλέσει πριν ο Μάκης ̶ να μετατραπεί σε ένα γιαπί εντελώς ξερό στο οποίο τα βράδια κόβουν βόλτες οι αρουραίοι και οι κατσαρίδες. Το μεσημέρι εκείνης της δυνατής νεροποντής ήταν στο σπίτι της μαζί με την μητέρα της και έβλεπαν από το παράθυρό τους τη στάθμη του ποταμού να ανεβαίνει και να παρασύρει τα πάντα. Η δύναμη του νερού ήταν τόσο δυνατή που ξερίζωσε δέντρα και έριξε και μια κολόνα της ΔΕΗ, αφήνοντας στο σκοτάδι τα γύρω σπίτια.
«Ο δρόμος άνοιξε και για μια στιγμή νομίσαμε πως θα μας καταπιεί το ποτάμι. Δε μπορείς να φανταστείς το τι περάσαμε εκείνη την μέρα. Τα νερά μπήκαν μέχρι το σπίτι μας και ο δρόμος άρχισε να πέφτει μέσα στον Κηφισό. Από τότε είναι έτσι, γεμάτος χώματα και σπασμένες πέτρες από τα πλαϊνά του. Εγκατάλειψη και ερημιά του στολίδι σου Μάκη», του είπε πίνοντας και άλλη μια γουλιά από τη μπύρα της.
«Όμορφη βραδιά απόψε, δε νομίζεις;» είπε αλλάζοντας θέμα.
«Πόσοι νομίζεις πως είναι τυχεροί σαν εμάς να κάθονται εδώ βλέποντας αυτό το θέαμα;», της είπε ο Μάκης σχηματίζοντας πάλι εκείνα τα λακκάκια στα μάγουλά του που τον έκαναν να μοιάζει με μωρό.
«Εντάξει, ονειρεύομαι. Μου κάνεις πλάκα; Που βλέπεις ομορφιά εσύ σε όλο αυτό; Ζούμε σε μια τσιμεντούπολη και τα πράγματα πάνε από το κακό στο χειρότερο. Ειδήσεις δεν ακούς; Τα πάντα γύρω μας καταρρέουν και εσύ βλέπεις άστρα και βαρκούλες. Η ανεργία στα ύψη, άνθρωποι αυτοκτονούν και κανείς δεν νοιάζεται για τον διπλανό του. Μην πίνεις άλλο Μάκη απόψε, νόμιζα πως εγώ είμαι η τρελή, αλλά βλέπω πως και εσύ δεν πας πίσω» είπε η Λένα και τσούγκρισαν, γελώντας, τα μπουκάλια τους, πίνοντας και την τελευταία γουλιά από τη μπύρα τους.
Καθώς άνοιγε τα επόμενα μπουκάλια μπύρας ο Μάκης της είπε να προσπαθήσει να δει τον ήλιο μέσα στο σκοτάδι. Να πάψει για λίγο να σκέφτεται μόνο τα θλιβερά και άσχημα πράγματα που συμβαίνουν γύρω της και να ζήσει τη στιγμή.
«Απόλαυσε την στιγμή!».
Η Λένα ξεφύσησε δυνατά και έστρεψε το βλέμμα της πάλι μπροστά στην εθνική που εκείνη την στιγμή περνούσε ένα κόκκινο αυτοκίνητο με τέρμα το γκάζι και την μουσική.
«Ξέρεις κάποιες στιγμές τους ζηλεύω όλους αυτούς. Αυτούς, που κάνουν αυτό που θέλουν χωρίς να σκέφτονται καθόλου τις συνέπειες, αυτούς που μπορούν και κάνουν τα θέλω τους πραγματικότητα και αφήνουν πίσω τους τα πρέπει».
Ο Μάκης αφού ήπιε άλλη μια γουλιά από τη μπύρα του, γύρισε και την κοίταξε στα μάτια λέγοντάς της ήρεμα πως οι άνθρωποι είναι όντα με λογική, πως ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά των ανθρώπων που τους κάνουν να ξεχωρίζουν από τα ζώα είναι η λογική. Η λογική κάποιες φορές σε σώζει από δύσκολες καταστάσεις και κάποιες άλλες σε ρίχνει στον Καιάδα.
«Η ζωή παίζει παιχνίδια μικρή, και αλίμονο αν είσαι άβγαλτη και δεν ξέρεις πώς να παίξεις και εσύ μαζί της. Ένα αλισβερίσι είναι η ζωή, ένα αέναο πάρε δώσε».
«Μιλάς τόσο όμορφα, με κάνεις να ξεχνώ, να ηρεμώ. Ξέρεις, όταν στάθηκες δίπλα μου είπα από μέσα μου πως αυτός σίγουρα θα είναι τρελός ή μεθυσμένος και τώρα με έκανες να αλλάξω γνώμη για σένα» είπε η Λένα φτιάχνοντας τα μαλλιά της. Στην συνέχεια πήρε μια βαθιά ανάσα και αφού ένιωσε πως είχε πάρει όσο περισσότερο οξυγόνο μπορούσε του είπε πως ήρθε σαν τον φύλακα άγγελο στην ζωή της.
Του είπε πως είχε σκοπό να αυτοκτονήσει πηδώντας από τη γέφυρα ώστε να δώσει ένα τέλος στη ζωή της και φυσικά στα προβλήματά της (που την κατέκλυζαν από παντού σαν τα μυρμήγκια που μόλις δουν τροφή πεσμένη κάτω τρέχουν όλα μαζί). Κάθε φορά που έβρισκε τη λύση σε ένα πρόβλημα ένα άλλο ακόμα πιο μεγάλο και δύσκολο έκανε την εμφάνισή του και τάραζε τη ζωή της ίδιας και της οικογένειάς της.
Βγαίνοντας από το σπίτι, το μυαλό της είχε θολώσει και δε σκέφτονταν εντελώς καθαρά. Του εκμυστηρεύτηκε πως, αν και η παρουσία του την ηρεμούσε, δεν θα την έκανε να αλλάξει γνώμη. Τον παρακάλεσε μόλις τελειώσουν και το τελευταίο μπουκάλι να φύγει και να την αφήσει να κάνει αυτό που πρέπει, να κάνει το σωστό.
«Και ποιος ορίζει τι είναι σωστό, ποιος ορίζει τι πρέπει και τι δεν πρέπει να κάνεις;» ρώτησε αμέσως ο Μάκης πίνοντας πάλι λίγη από τη μπύρα του και βάζοντας σε σκέψεις την Λένα.
Η Λένα του έριξε ένα χαμόγελο και τον ρώτησε με τι ασχολείται, αφού όπως του είπε μιλάει σα φιλόσοφος. «Απλά ένας άνθρωπος που του αρέσει η γνώση είμαι, τίποτα παραπάνω, στο είπα και πριν» είπε πάλι ο Μάκης και της ανταπέδωσε το χαμόγελο.
Το τελευταίο μπουκάλι που ήταν στην σακούλα, της υπενθύμιζε πως ο χρόνος της τελείωνε και η Λένα το έβλεπε με μελαγχολία. Ήξερε μέσα της πως δε θα έδινε άλλη παράταση στον εαυτό της αλλά περνούσε όμορφα μαζί του εκείνη τη στιγμή. Μόλις τελείωνε το μπουκάλι θα τον παρακαλούσε να φύγει για να μπορέσει να αυτοκτονήσει. Ο Μάκης άνοιξε το μπουκάλι και πρότεινε να το μοιράζονται, από λίγο ο καθένας καθώς μιλούν, και η Λένα συμφώνησε. Σε αυτόν τον άνθρωπο που ήταν μπροστά της ένιωθε πως δε μπορούσε να πει όχι, ένιωθε πως αν της έλεγε να πέσει από την γέφυρα εκείνη την στιγμή θα το έκανε χωρίς κάποιο δισταγμό.
«Δεν είναι παράξενο όλο αυτό;», είπε κάποια στιγμή ο Μάκης κοιτώντας την στα μάτια και συνέχισε. «Δύο άγνωστοι που συναντιούνται την νύχτα και όμως περνούν όμορφα. Νιώθω πάλι σαν 20χρόνος νέος που θέλει να ρουφήξει την ζωή, που δεν τον νοιάζει αν αύριο θα πάει στην δουλειά, νιώθω τόσο όμορφα εδώ μαζί σου» είπε και της έδωσε να πιει λίγη μπύρα.
«Αν μου έλεγε κάποιος πως θα περνούσα τόσο όμορφα καθισμένη στη γέφυρα, κάτω στην κρύα άσφαλτο πίνοντας μπύρα με έναν άγνωστο θα τον περνούσα για τρελό. Τι είναι η ζωή τελικά;» είπε η Λένα χαμογελώντας.
Η ώρα κύλησε γρήγορα, όπως συμβαίνει πάντα όταν περνάς καλά και νιώθεις την ψυχή σου ήρεμη και χορτάτη, γεμάτη με αγάπη και αισιοδοξία. «Κοίτα εκεί!» είπε ο Μάκης δείχνοντας με το δάχτυλό του την ανατολή: Ένας παχύς ήλιος έκανε δειλά την εμφάνιση του στον ουρανό και σκόρπιζε τα χρώματα γύρω του, δίνοντας την έναρξη μιας καινούργιας μέρας, μιας μέρας γεμάτης υποσχέσεις και όνειρα για τους ανθρώπους. Τα πρώτα παραθυρόφυλλα άρχισαν να ανοίγουν και οι εθνική οδός από κάτω γέμιζε με αυτοκίνητα, άλλοι πήγαιναν στην δουλειά τους και κάποιοι άλλοι πιο τυχεροί φορτωμένοι με αποσκευές για κάποιο καλοκαιρινό προορισμό.
«Τελευταία γουλιά. Εσύ ή εγώ;», είπε ο Μάκης δείχνοντας το μπουκάλι. «Εγώ για να πάρω την δύναμη να τελειώσω αυτό που άρχισα πριν σε γνωρίσω» είπε η Λένα και σκοτείνιασε πίνοντας την τελευταία γουλιά. Την κράτησε όσο μπορούσε μέσα στο στόμα της, δεν ήθελε να την καταπιεί, ήθελε να παρατείνει για λίγο ακόμα τη ζωή της, έστω και για ένα λεπτό, να προλάβει να χορτάσει το μάτι της την ανατολή, να προλάβει να αποθηκεύσει στην μνήμη της το χαμόγελο του Μάκη.
Η Λένα άφησε το μπουκάλι κάτω, σηκώθηκε όρθια, ίσιωσε το φόρεμά της και κατευθύνθηκε πάλι προς την άκρη. Ήταν πλέον έτοιμη, έκλεισε τα μάτια της και ένιωθε τις ζεστές ακτίνες του ήλιου να της χαϊδεύουν τα μάγουλα. Ένιωθε ήρεμη και άνοιξε τα χέρια της έτοιμη να κάνει το τελευταίο βήμα όταν ένιωσε το ζεστό του χέρι να την τραβάει από τη μέση και να την φέρνει κοντά του. Της χαμογέλασε και της πρότεινε να δώσει μια βδομάδα ακόμα παράταση στον εαυτό της͘ αν σε μια βδομάδα δεν άλλαζε γνώμη δε θα την εμπόδιζε ξανά. Η Λένα δεν άντεχε μια βδομάδα και τον παρακαλούσε να φύγει και να την αφήσει να τελειώσει ό,τι είχε ξεκινήσει ώρες πριν. Εκείνος άρχισε να της μιλάει και να της λέει πως αξίζει να δώσει μια βδομάδα παράταση στον εαυτό της, πως ο χρόνος είναι αλήτης και περνά γρήγορα: «Δε θα καταλάβεις πως θα περάσει μια βδομάδα. Το βράδυ θα σε περιμένω εδώ με τις μπύρες. Σε παρακαλώ έλα. Μια βδομάδα ακόμα μόνο Λένα» είπε και την άφησε από την αγκαλιά του.
«Μια βδομάδα ακόμα», ψιθύρισε η Λένα και έφυγε για το σπίτι της.